Πέμπτη 3 Μαΐου 2012

Η ελληνική δεξιά: Έτσι κάνουν όλες;


του Νίκου Μπινιάρη


«..η πολιτική κραιπάλη και ακολασία είναι αντιστρόφως ανάλογος προς  το ανάστημά μας…….να επιδείξωμεν άλλο τι εις τον κόσμον παρά πολιτικήν εξαχρείωση και ακαταστασία…»   Βερναρδάκης 1874 βιβλιοκρισία πάνω στα απομνημονεύματα του Ν. Δραγούμη.


Ο κάθε αναλυτής έχει προκαταλήψεις, πάθη, συμφέροντα. Θα θέλαμε λοιπόν να ορίσουμε την  οπτική γωνία μας και το θεωρητικό υπόβαθρο αυτής της ανάλυσης. Το 404πχ η Αθήνα κατελήφθη από τους Σπαρτιάτες. Κατελήφθησαν και τα ορυχεία αργύρου του Λαυρίου και οι 20.000 δούλοι δραπέτευσαν. Η Αθήνα μη έχοντας ασήμι άρχισε να παράγει νόμισμα από χαλκό με  επίστρωση αργύρου ήδη από τον προηγούμενο χρόνο. Σε λίγο οι παλιές ασημένιες δραχμές εξαφανίστηκαν. Τότε ο Αριστοφάνης το 405 γράφει στους Βατράχους αυτό που σήμερα αποκαλούμε νόμο του Gresham: το κακό νόμισμα διώχνει του καλό.[1] Αυτή είναι η  πρώτη αρχή  μιας οικονομικής πολιτικής την οποίαν πρέπει να γνωρίζει κάθε συντηρητικός πολιτικός και οπωσδήποτε κάθε πολιτικός ο οποίος δεν βασίζει την οικονομική του πολιτική στην καταστροφή των περιουσιακών στοιχείων των πολιτών. Και ο καθεαυτό συντηρητισμός, είναι κατά τη γνώμη μας η βάση της όποιας «δεξιάς» πολιτικής αντίληψης.
Σε ένα άλλο έργο του, στις Όρνιθες ο Αριστοφάνης διατυπώνει μια άλλη σπουδαιότατη πολιτική αρχή, την αρχή του πραγματισμού: τις η ‘πίνοια; Τις ο κόθορνος της οδού; Οφείλουμε να έχουμε ένα σχέδιο αλλά και τα κατάλληλα παπούτσια για να περπατήσουμε το δρόμο που αποφασίσαμε να πάρουμε. Το σχέδιο μόνο του δεν αρκεί. Ο πραγματισμός, όσο και αν φαίνεται να έχει μια σειρά από αδιευκρίνιστα σημεία είναι η αρχή κάθε πολιτικής πράξης.[2] Ο συντηρητικός είναι και πραγματιστής στο σημείο που αναγνωρίζει τους περιορισμούς και τις ανάγκες οι οποίες απαιτούν εφικτές λύσεις και όχι πειραματισμούς με πιθανές επικίνδυνες απολήξεις. Αυτό δεν σημαίνει πως ο πραγματιστής δεν τολμά να αλλάξει κάτι το οποίο δεν δουλεύει. Αντίθετα, ο πραγματιστής είναι και ο πρώτος ο οποίος αντιλαμβάνεται την αναγκαιότητα των αλλαγών όποτε και όπου αυτές πρέπει να εφαρμοστούν για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του πραγματικού κόσμου ο οποίος αλλάζει συνεχώς. Τέλος ο Αριστοφάνης στους Αχαρνείς στην Ειρήνη και στη Λυσιστράτη αποποιείται τον πόλεμο εκτός των συνόρων της πόλεως. Ο πατέρας Αριστοφάνης συμπληρώνει με αυτήν του τη θέση μια πολιτική πρακτική αντίληψη μέσα και από την εμπειρία μιας άκρως προοδευτικής αγροτικής κοινωνίας σε μια εποχή όπου η δουλεία ήταν μεν παγκόσμια αποδεκτή κοινωνική πρακτική αλλά η κοινωνία εκείνη είχε θεσμίσει τα δικαιώματα του πολίτη και την ισότητά του απέναντι στο νόμο.
Βλέπουμε από τα παραπάνω μια συγκρότηση πολιτικής θεωρίας και πρακτικής, η οποία στην τρίτη της αρχή θυμίζει μια αριστερή άποψη, αυτής ενός ειρηνιστικού κινήματος. Πάντως πάνω στην τρίτη θέση του μεγάλου κωμωδιογράφου θα πρέπει να παρατηρήσουμε τα εξής: για τους αρχαίους ο πόλεμος ήταν το σύνηθες, η ειρήνη το σπάνιο. Ο Αριστοφάνης δεν ήταν ειρηνιστής με την σημερινή έννοια. Και το πιο σημαντικό: ο πόλεμος ως στόχος σφοδρής κριτικής από τον Αριστοφάνη είχε ως κύρια αιτία τη δημοκρατία, τη δημοκρατία η οποία ξεκίνησε τον Πελοποννησιακό Πόλεμο αλλά και τον Σικελικό και έφερε την καταστροφή της Αθήνας. Στους Βατράχους οι παλαιοί μεγάλοι πολιτικοί, Θεμιστοκλής, Κίμωνας, Περικλής, βρίσκονται στον Άδη με τους νεότερους να προκαλούν και να χρησιμοποιούν τη δημοκρατία για την ικανοποίηση είτε των ορέξεων του πλήθους είτε των δικών τους. Αυτούς προσπαθεί να φέρει πίσω ο Αριστοφάνης ξεκινώντας ένα ποιητικό διαγωνισμό μεταξύ Αισχύλου και Ευριπίδη:

Πολλές φορές η πόλη μας έπαθε τα ίδια
με τους καλούς της πολίτες,
ό,τι έχει πάθει και με τα παλιά νομίσματα σε σχέση με τα νέα.
Τα παλιά και γνήσια και γνωστά και τιμημένα
και ολοκάθαρα κομμένα ηχούν κουδουνιστά
και σ' όλους έχουν πέραση, Έλληνες και ξένους,
μα μεις τα αποφεύγουμε, ζητάμε τα μπρούτζινα
τα κομμένα προχτές, πεταχτά και πρόχειρα.
Έτσι με τους πολίτες όσους από γενιά,
γνωστικούς και καλούς και δίκαιους ξέρουμε
μεγαλωμένους στ' αθλήματα και στα καλά βιβλία,
αυτούς αποφεύγουμε και τιμούμε τους κίβδηλους
τους ξένους και φτωχούς και νεοφερμένους
κι άθλιους απ' άθλιους,
που ούτε καν χαμάληδες τους θέλαμε πιο πριν.
Και τώρα, πάλι, ανόητοι, αλλάξτε τα φορέματα
βάλτε μπροστά σας τους χρηστούς
που αν τύχει και πετύχουν θα είναι αναμενόμενο
κι αν πάθετε κακό θα λεν για σας οι γνωστικοί
"με το γερό σκοινί το κρέμασμα".[3]
Οι πιο πάνω εισαγωγικές παρατηρήσεις έχουν ως στόχο την σύνδεση της πολιτικής ανάλυσης από τα αρχικά της στάδια στην αρχαία κοινωνία έως και σήμερα. Οι πολιτικοί οι οποίοι δεν έχουν ως βάση της πολιτικής τους σκέψης την πείρα και την πρακτική χιλιετηρίδων είναι υποκείμενοι σε επιλογές οι οποίες όσο και αν οι ανθρώπινες κοινωνίες έχουν αλλάξει από την εποχή της αγροτικής οικονομίας μπορούν να επιφέρουν πολιτικές και κοινωνικές καταστροφές όπως έχει συμβεί με την ελληνική κατάσταση σήμερα.
Θέλω να τονίσω χρησιμοποιώντας τις παρατηρήσεις του μεγάλου αυτού κωμωδιογράφου και  πολιτικού διανοητή πως αν οι ελληνική δεξιά είχε κρατήσει έναν ελάχιστο απόηχο από τη σοφία του η κατάσταση στην Ελλάδα θα ήταν διαχειρίσιμη ως μια ύφεση με δυνατότητες μια γρήγορης ανάκαμψης. Δυστυχώς η ελληνική δεξιά κυρίως και το «σοσιαλοδημοκρατικό» ΠΑΣΟΚ με κοινά σημεία πολιτικής όπως θα δούμε παρακάτω, είχαν και τα δύο μεταστοιχειωθεί σε μετά-μοντέρνα πολιτικά μορφώματα δίχως κανένα έρμα σταθερότητας. Και τα δύο είχαν πέσει θύματα της «προόδου», μιας αντίληψης η οποία ήρθε να κυριαρχήσει από την επιστημονική επανάσταση και μετέπειτα και να οδηγήσει την πολιτική και την οικονομία σε άκρως επικίνδυνα μονοπάτια.

Το νεότερο ελληνικό κράτος και οι πολιτικές κατηγοριοποιήσεις.

Ήταν η Ελληνική Επανάσταση αριστερή ή δεξιά; Ήταν ο Κολοκοτρώνης αριστερός ή δεξιός; Πως κατατάσσονται ο Καραϊσκάκης, ο Μιαούλης, ο Μπότσαρης; Ήταν ο Νενέκος και το κίνημα για την επιστροφή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία δεξιό, και όλοι οι υπόλοιποι, Μαυρομιχαλαίοι, Λόντοι, Μαυροκορδάτοι, Κολοκοτρώνης, αριστεροί; Τι ήταν ο Καποδίστριας, και οι Μαυρομιχαλέοι; Η 3η του Σεπτέμβρη ήταν δεξιά ή αριστερή; Ο Βενιζέλος ήταν δεξιός ή αριστερός; Γιατί τίθενται αυτές οι ερωτήσεις; Προφανώς γιατί υπάρχει μια συνεχής διένεξη για το ποιος είναι αριστερός, ποιος δεξιός και τι σχέση έχει η δεξιά ή η αριστερά με το ελληνικό έθνος-κράτος. Θα δούμε πιο κάτω ότι αυτό το θέμα με παραλλαγές έρχεται να καθορίσει την αντιπαράθεση αριστεράς δεξιάς στην Ελλάδα και μέχρι σήμερα δεν έχει βρει απάντηση.  

Υπάρχουν πολλών ειδών διηγήσεις ως ερμηνείες σε όλες αυτές τις ερωτήσεις και σε πολλές άλλες που θα μπορούσε να θέσει κανείς. Αυτό το οποίο αναδεικνύεται όμως είναι τα προβλήματα στη χρήση των όρων και οι αναφορές τους στο ιστορικό γίγνεσθαι. Η ορολογία φορτισμένη από θεωρητικές κατασκευές άλλων χρόνων και κοινωνιών μεταθέτουν το βάρος της κατανόησης του χτες με έννοιες του σήμερα  Τι σημαίνει αριστερός ή δεξιός στον ιστορικό χρόνο και χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις αρχές του 19ου αιώνα;

Χωρίς να προσπαθήσουμε να απαντήσουμε σε όλα αυτά τα ερωτήματα θα πούμε πως η πολιτική ζωή αρχίζει επισήμως στην νεότερη Ελλάδα από τη δημιουργία πολιτικών κομμάτων, το αγγλικό, το γαλλικό και το ρωσικό. Και τα τρία ιδρύθηκαν μέσα στην Επανάσταση εκπροσωπώντας τις κατευθύνσεις και τις πολιτικές των Μεγάλων Δυνάμεων. Και τα τρία ήσαν δεξιά με την ευρύτερη έννοια του όρου. Αλλά και τα τρία ήσαν αριστερά εφόσον εξέφραζαν την πρόθεση των Ελλήνων για ελευθερία και εθνική ανεξαρτησία. Το ζήτημα της κοινωνικής αλλαγής είχε βέβαια τεθεί από το Σύνταγμα της Επιδαύρου με την κατάργηση της δουλείας και την εκλογική διαδικασία για εκπροσώπους και διάκριση των εξουσιών.
Στο μετέπειτα ανεξάρτητο ελληνικό κράτος τα ζητήματα παίρνουν άλλη τροπή σε ένα υπαρκτό πλέγμα συμφερόντων και αντιπαραθέσεων ενός νεοπαγούς κρατικού μορφώματος. Υπήρξαν εξεγέρσεις στην ύπαιθρο, για διανομή της γεωργικής γης, υπάρχουν εξεγέρσεις στο Λαύριο, ομάδες και ζυμώσεις με  σοσιαλιστικές ιδέες, έντυπα και κείμενα, το πρώτο σοβιέτ στη Σίφνο. Αυτά τα γεγονότα θα μπορούσαμε να τα κατηγοριοποιήσουμε ως αριστερά στην ευρεία τους έννοια. Πάντως αυτό που λέμε «αριστερά» σχηματοποιείται με τη δημιουργία του σοσιαλιστικού-κομμουνιστικού κόμματος το 1918. Το 1910 είχε ιδρυθεί το Κόμμα των Φιλελευθέρων. Στην ουσία είχε δημιουργηθεί η περίφημη Λέσχη των Φιλελευθέρων, τόπος συζητήσεων και πολιτικών προβληματισμών για την ανασυγκρότηση του κράτους μετά το κίνημα του 1909. Το κόμμα αυτό υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο ήταν ένα κόμμα πάνω στις αρχές των αντίστοιχων ευρωπαϊκών και κατηγοριοποιείται στο χώρο των δεξιών κομμάτων με τις σημερινές βέβαια αντιστοιχίες. Για την εποχή του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η αριστερά της τότε δεξιάς.

Οι κατηγοριοποιήσεις θέσεων ως δεξιές στην ελληνική πολιτική ζωή είναι μια πολυσύνθετη διαδικασία διότι δεν μπορούμε να παραβλέψουμε την επιρροή του ξένου παράγοντα στο πολιτειακό ζήτημα ο οποίος αποτελούσε και πόλο έλξεως αλλά και αντίδρασης ανερχόμενων ή δυσαρεστημένων ομάδων και προσώπων. Ταυτόχρονα δε πρέπει να μην ξεχάσουμε την επιρροή της εκκλησίας και των μοναστηριών ως παράγοντες πολιτικών αντιλήψεων και πεποιθήσεων για το ευρύ κοινό.  

Θα πρέπει εδώ να κάνουμε μια αναφορά σε ένα βασικό πολιτικό ζήτημα για την ελληνική πραγματικότητα, το ζήτημα του αλυτρωτισμού μέσα στο πλαίσιο των  κοινωνικών και ιστορικών επαναστατικών αλλαγών στην Ευρώπη στα Βαλκάνια και την Οθωμανική Αυτοκρατορία.  Η Ελλάδα από το 1833 και μετά πέραν των εσωτερικών πολιτικών διαδικασιών αντιμετώπιζε το ζήτημα των ελληνικών περιοχών που βρίσκονταν κάτω από Τουρκική επικυριαρχία. Για τις πολιτικές δυνάμεις το ζήτημα του αλύτρωτου ελληνισμού αποτελούσε καίριο εθνικό αίτημα του ελληνισμού. Όλες οι πολιτικές δυνάμεις διατηρούσαν το ζήτημα ανοιχτό.  Υπήρχε το Κρητικό ζήτημα το οποίο ταλάνιζε τη χώρα και τέλος ο πόλεμος του 97 που προκλήθηκε από αυτό ακριβώς το πρόβλημα. Στη συνέχεια άνοιξε το Μακεδονικό το οποίο τελικά οδήγησε στους Βαλκανικούς Πολέμους και τον διπλασιασμό της ελληνικής επικράτειας.

Το ζήτημα αυτό έχει άμεση σχέση με τη λεγόμενη «πατριωτική παράταξη». Οι πολιτικές δυνάμεις οι οποίες προέτασσαν τα εθνικά θέματα ήταν δεξιές  Όλες πλειοδοτούσαν ανάλογα με τη θέση των Μεγάλων Δυνάμεων που τις στήριζαν. Κλασσική περίπτωση η αποπομπή του Όθωνα από Αγγλία και Γαλλία όταν ο Βαυαρός βασιλιάς πήρε την  πλευρά της Ρωσίας στον Κριμαϊκό Πόλεμο. Αποτέλεσμα δε αυτού ήταν και η έλευση του Γεώργιου Α ως βασιλέα των Ελλήνων.[4]
Τα ζήτημα αυτό είναι μεγάλης σημασίας διότι όταν η αριστερά σχηματοποιείται σε κόμμα παίρνει θέση κατά της ελληνικής συμμετοχής στον ΑΠΠ, κατά της εκστρατείας της Ουκρανίας, και βέβαια κατά της Μικρασιατικής Εκστρατείας, την οποίαν και προσπαθεί να υπονομεύσει με κάθε τρόπο. Η αριστερά λοιπόν ασχέτως του σωστού ή λάθους των θέσεών της βρίσκεται απέναντι στην δεξιά στα εθνικά θέματα και κυρίως στο θέμα του ελληνικού αλυτρωτισμού. Υπάρχει και ένα από τα φαιδρά αλλά δυστυχώς τραγικά στην πραγματικότητα συμβάντα: η ίδρυση του κόμματος των Εθνικοφρόνων το 1915 από τον Δ. Γούναρη το οποίο κατέβηκε στις τότε εκλογές ως αντίπαλο του Βενιζέλου. Η ταύτιση ενός κόμματος ως εθνικόφρων με τη βασιλεία θα ήταν μια από τις παραδοξότητες της ελληνικής πολιτικής αν στη συνέχεια δεν είχε μοιραίες εθνικές επιπτώσεις.
Το ζήτημα του αλυτρωτισμού,  βρίσκεται στην ημερησία διάταξη στην αντιπαράθεση αριστεράς δεξιάς ακόμη και σήμερα. Υπάρχει ένα καίριο ιστορικό ζήτημα για την Εθνική Αντίσταση 1941-4 για το κατά πόσον αυτή συγκροτεί την εθνική ταυτότητα της αριστεράς και κατά πόσον η αριστερά αυτόβουλα πρωτοστάτησε στην αντίσταση κατά των Γερμανικών Ιταλικών και Βουλγαρικών κατοχικών δυνάμεων ή ακολούθησε οδηγίες έξωθεν. Η ιστορική αλήθεια είναι πολυδιάστατη αλλά η βασιλική κυβέρνηση στην εξορία δεν κήρυξε αντίσταση κατά των κατοχικών δυνάμεων χάνοντας την ευκαιρία να συμπλεύσει και να ηγηθεί του αντιστασιακού φρονήματος του λαού.  Πέραν αυτού, στη συνέχεια άνοιξε το Κυπριακό ζήτημα και αυτό μέχρι σήμερα αποτελεί ένα δεύτερο πεδίο αντιπαράθεσης για τη συμβολή της δεξιάς και της αριστεράς στην Κυπριακή αντιαποικιακή αντίσταση και το αίτημα της ένωσης της Μεγαλονήσου με την Ελλάδα, εφόσον ο στρατηγός Γρίβας αρχηγός της ΕΟΚΑ ανήκε στη δεξιά.

Βέβαια, από τότε έως σήμερα υπάρχει το ανοιχτό ζήτημα των έλληνο-τουρκικών σχέσεων και πιο πρόσφατα το ζήτημα των Σκοπίων. Στη σημερινή μετά-Σοβιετική πραγματικότητα η αριστερά κρατά μια αντί-ιμπεριαλιστική στάση, δηλαδή αντί-αμερικανική, το δε ΚΚΕ κρατάει και μια αντί-ευρωπαϊκή η οποία βέβαια δεν έχει ποτέ διευκρινισθεί πέραν του «η Ευρώπη των λαών και η Ευρώπη των μονοπωλίων». Στα εθνικά ζητήματα η αριστερά και η δεξιά ακόμα και σήμερα βρίσκονται σε αντιπαράθεση και μάλιστα σφοδρότατη. Αυτό το οποίο όμως άμβλυνε τις αντιθέσεις πάνω σε αυτό το θέμα ήταν η ΕΕ και η ισχυρή Τουρκία η οποία έριξε τους τόνους της δεξιάς ως προς την αντιπαράθεση της χώρας με την Τουρκία. Το ίδιο συνέβη και με το ΠΑΣΟΚ το οποίο από το «βυθίσατε το Χόρα» έφτασε να ευχαριστεί τις ΗΠΑ για τη συνδρομή τους τη νύχτα των Ιμίων.

Εδώ πρέπει να παρατηρήσουμε τα εξής σημαντικά γεγονότα; όπως η αριστερά υφάρπαξε το φρόνημα αντίστασης κατά των κατοχικών δυνάμεων το 1941 έτσι και σήμερα προσπαθεί να στηλιτεύσει τη δεξιά και τη «σοσιαλδημοκρατία» του ΠΑΣΟΚ ως μειοδοτούσες απέναντι στους Γερμανούς, το ΔΝΤ και την ΕΚΤ. Ειδικά απέναντι στους Γερμανούς έχει φέρει στην επιφάνεια το λεγόμενο Δ΄ Ράιχ ως τη νέα κατοχική δύναμη. Έχει αναρτήσει τη σημαία της εθνικής ανεξαρτησίας ως προμετωπίδα του αντί-Μνημονιακού αγώνα και βέβαια έχει πετύχει να διαμορφώσει μια συνισταμένη αντιστασιακού φρονήματος το οποίο βέβαια δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα της ελληνικής οικονομίας και των ιδιομορφιών της. Η αριστερά πάνω σε αυτό το θέμα κάνει μια ευκαιριακή κίνηση η οποία όμως μπορεί να της στοιχίσει πολύ ακριβά στο μέλλον ειδικά, όπως θα δούμε πιο κάτω λόγω της ανόδου της άκρο-δεξιάς.[5]

Όλα τα παραπάνω αναφέρονται για να θέσουν ορισμένα όρια ανάμεσα στην ελληνική δεξιά και αριστερά και τον πιθανό αυτόνομο καθορισμό της δεξιάς. Η αυτόνομη πολιτική ταυτότητα της ελληνικής δεξιάς θα χρειαστεί μια πολύ μεγαλύτερη  ανάλυση.

Υπάρχει βέβαια και η σχέση ελληνικής και ευρωπαϊκής δεξιάς, οι διαφορές και ομοιότητες σε ιδεολογία αλλά πάντα σε σχέση με τις κοινωνικό-ιστορικές αναλογίες.  Στη σύγχρονη πολιτική θεωρία η δεξιά χαρακτηρίζεται από την αποδοχή του δόγματος πως «υπάρχει μια ανθρώπινη φύση και αυτή είναι κακή». Ως εκ τούτου ο ρόλος της πολιτικής είναι να διατηρεί την κοινωνική  ισορροπία και με προληπτικά αλλά και με κατασταλτικά μέσα. Η δεξιά δεν πιστεύει πως αλλάζοντας τους όρους της κοινωνίας αλλάζει κανείς την ανθρώπινη φύση. Μπορεί όμως να την τιθασεύσει, να την καθοδηγήσει, να την εντάξει σε  μια κοινωνική ισορροπία. Για την αριστερά η ανθρώπινη φύση είναι προϊόν της κοινωνικής διαδικασίας. Ως εκ τούτου η αριστερά πιστεύει ότι μπορεί να υπάρξει μια κοινωνική μηχανική η οποία θα διαμορφώσει ένα άνθρωπο με θετικές ιδιότητες μακριά από την απληστία του κέρδους, την ηγεμονία των ελίτ και την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Αυτό το τελευταίο είναι αρκετά νεφελώδες αλλά ανήκει σε άλλο χώρο ανάλυσης. Στην πραγματικότητα το δόγμα της κοινωνικής μηχανικής έγινε δόγμα όλων των «προοδευτικών» δυνάμεων. Ο πλούτος, ο νομικός πολιτισμός, και η εσωτερική πολιτική ισορροπία των ευρωπαϊκών χωρών δημιούργησαν την ψευδαίσθηση της παντοδυναμίας του ευρωπαϊκού μοντέλου να αντιμετωπίσει κάθε πρόκληση, ιδεολογική ή πραγματιστική. Έσφαλε σε αυτό και τώρα όλες οι βεβαιότητες έχουν αρχίσει να καταρρέουν με συνέπεια ένα άγνωστο μέλλον για την ήπειρο που έδωσε το ρυθμό και το μέλος τις εξέλιξης της ιστορίας τους τελευταίους πέντε αιώνες.  

Αφήνοντας αυτά τα ζητήματα για το τρίτο μέρος της παρουσίασής μας, ιστορικά η ελληνική δεξιά  κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής πέρασε από τα Κλαυδιανά Δίκρανα του εθνικοσοσιαλισμού και της θανάσιμης αντιπαράθεσής του με τον σοβιετικό κομμουνισμό.  Οι σχέσεις της δεξιάς με τον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό και τη διακυβέρνηση της χώρας σε όλο  αυτό το διάστημα δημιούργησαν εσωτερικές συγκρούσεις και τελικά ήταν η ενδογενής αιτία του εμφυλίου πέραν των εξωτερικών εξελίξεων μεταξύ Ρωσίας-ΗΠΑ και της Βαλκανικής πραγματικότητας.
Μετά την παρέμβαση των ΗΠΑ και του δόγματος Τρούμαν και του σχεδίου Μάρσαλ η δεξιά πέρασε από διάφορες φάσεις οι οποίες φάνηκαν καθαρά από τις συνεχείς μεταπτώσεις στο ιδεολογικό της προφίλ. Από εθνικόφρονες εναντίον αριστερών, μια δεξιά αντίδραση κατά του ΚΚΕ, έγινε η «λαϊκή δεξιά» και βέβαια οικονομικά η κρατιστική δεξιά.

Η Απριλιανή μετεξέλιξη ήταν μια καθοριστική στιγμή στην ιστορία της ελληνικής δεξιάς. η οποία έφερε στο προσκήνιο μια καίρια εσωτερική διένεξη της παράταξης: Η αποπομπή της βασιλείας ήταν μια θεμελιώδης αλλαγή των ιδεολογικών προσεγγίσεων της παράταξής αυτής. Η μετεμφυλιακή δεξιά είχε ήδη συγκρουστεί με το Παλάτι και το θεωρούσε εμπόδιο για την ομαλή πολιτική ζωή. Σε αυτό βέβαια συνέβαλε και η απίστευτα οπισθοδρομική συμπεριφορά της Αυλής η οποία κατ’ ουσίαν προκάλεσε την σύγκρουσή της με τον Κ. Καραμανλή και στη συνέχεια με τον Γ. Παπανδρέου. Αυτό που διαφαίνεται είναι πως η ελληνική δεξιά από την εποχή των κομμάτων των Μεγάλων Δυνάμεων, μετέπειτα ως υποστηρικτής του θεσμού της βασιλείας, και στη συνέχεια ως εκφραστής της εθνικοφροσύνης ως αντίβαρο προς την αριστερά ή το φιλελευθερισμό της κεντρώας πολιτικής ήταν μια δεξιά χωρίς σταθερό κοινωνικό πολιτικό υποκείμενο. Και αυτό βέβαια γιατί η ελληνική κοινωνία μετεξελίσσεται ραγδαία ακόμα και με τους προσφυγικούς πληθυσμούς από τη Μ. Ασία και αργότερα από Αφρική.
Η δεξιά στηρίζει τους πολιτειακούς θεσμούς, την ομάδα των «νοικοκυραίων» η οποία δεν είναι ταυτόσημη με την έννοια του αστού και την εσωτερική τάξη και ασφάλεια. Αυτά δεν είναι τα χαρακτηριστικά μιας φιλελεύθερης δεξιάς, αλλά ενός πολιτικού υποκειμένου το οποίο θεωρεί εαυτόν υπήκοο μια πολυεθνικής αυτοκρατορίας και προσπαθεί να μετεξελιχθεί σε πολίτη εθνικού κράτους. Η διαμόρφωση αυτή, κατά τη γνώμη μας, δεν έχει συντελεσθεί έως σήμερα.[6]

Πιθανώς η «κοινωνική δεξιά» και ο κρατισμός του Κ. Καραμανλή του πρεσβύτερου ήταν η πιο συνεπής πολιτική τοποθέτηση της δεξιάς τα τελευταία χρόνια. Δυστυχώς, η θέση αυτή ήταν πια ξεπερασμένη βασισμένη στη γαλλική έκδοση της δεξιάς και είχε ως μοντέλο αποσυρθεί από το προσκήνιο μετά την κατάργηση της συμφωνίας του Bretton Woods. Άλλωστε το μοντέλο αυτό στην πραγματικότητα δεν θα μπορούσε ποτέ να έχει εφαρμογή στην Ελλάδα, μια και η χώρα ήταν μικρή, με λίγους φυσικούς πόρους, ανύπαρκτη ιδιωτική συσσώρευση κεφαλαίο και η εκβιομηχάνισή της δεν είχε καν αρχίσει σε σχέση με την Ευρώπη η οποία και ήταν ο κύριος οικονομικός υποστηρικτής της. Ο συνεχής δανεισμός και η έλλειψη γηγενούς συσσώρευσης κεφαλαίων  δεν επέτρεπαν μια πραγματική μερκαντιλιστική πολιτική ανάπτυξης. Σε διάφορες εποχές Δεληγιάννη, Τρικούπη, Βενιζέλου η δεξιά δέχτηκε ή απέρριψε ξένο επενδυτικό κεφάλαιο με εμπορικούς κυρίως προσανατολισμούς. Μακροχρόνιες επενδύσεις έγιναν λίγες και επιλεκτικές.


Αυτό πρέπει να μας δημιουργεί ορισμένα καίρια ερωτηματικά ως  προς την ελληνική δεξιά. Εμπειρικά μας δείχνει μια κοινωνική συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους η οποία δεν εμπίπτει στο θεώρημα περί αστικής τάξης και ταξικής ανάλυσής της. Η  δεξιά στην Ελλάδα δεν είχε μια συγκροτημένη τάξη της οποίας τα συμφέροντα εκπροσωπούσε. Άρχισε με το ήδη υπάρχον κοινωνικό-ιστορικό υπόστρωμα φτιάχνοντας ένα κράτος διορισμένων δημοσίων υπαλλήλων οι οποίοι αποτελούσαν και την κομματική της πελατεία. Η μονιμότητά τους αναγνωρίστηκε επί Ελευθερίου Βενιζέλου. Το κοινωνικό αυτό υπόστρωμα προήρχετο από μια κοινωνία ιεραρχική, πατριαρχική και κατά βάση φατριαστική και άκρως τοπικιστική. Το τοπικιστικό φαινόμενο ήταν αποτέλεσμα του γεωγραφικού ανάγλυφου και της τουρκικής πολιτικής του χωρισμού των πληθυσμών σε κατηγορίες ανάλογα με το θρήσκευμα ή και συντεχνίες. Ο τοπικισμός βέβαια ήταν αποτέλεσμα και της έλλειψης ενιαίας κρατικής πολιτικής στο γεωγραφικό χώρο και όχι ανάλογα με τις ανάγκες ή τις διαθέσεις της κεντρικής αλλά απόμακρης εξουσίας η οποία εκφραζόταν σε τοπικό περιεχόμενο με τους κατά τόπους διορισμένους τοπάρχες.

Η ελληνική δεξιά μεταπολεμικά επικεντρώθηκε στο τεράστιο ζήτημα του Εμφυλίου και την αμερικανική εξωτερική βοήθεια και πολιτική. Οι εσωτερικές της εντάσεις  άρχισαν να εμφανίζονται με τη διένεξη Καραμανλή Παλατιού. Η ανερχόμενη κεντρώα πολιτική παράταξη, μια άλλη έκφραση μιας φιλελεύθερης δεξιάς η οποία ήθελε να εκφραστεί με μια πιο συμφιλιωτική και πιο τολμηρή οικονομική πολιτική συνέχισε τη διένεξη με το Παλάτι. Τελικά, τα φαινόμενα μιας νεοπαγούς προσέγγισης στην πολιτική η οποία επιζητούσε μια πλήρη αναθεώρηση των πολιτικών σχέσεων που είχαν αναπτυχθεί μέχρι τότε, πέραν των αιτημάτων της κομμουνιστικής αριστεράς, με εκφραστή τον Ανδρέα Παπανδρέου μέσα στην Ένωση Κέντρου, και την επιμονή του Παλατιού να επιβάλει λύσεις οι οποίες ανήκαν στο παρελθόν έφεραν στη χώρα το κίνημα των αξιωματικών και την απομάκρυνση του ίδιου του Παλατιού.[7]

Η πολιτική αυτή αλλαγή ήταν απόλυτα καθοριστική για τη μετέπειτα εξέλιξη της δεξιάς. Η ίδια με το δημοψήφισμα Παπαδόπουλου και μετέπειτα με το δημοψήφισμα Καραμανλή αποκήρυξε τις σχέσεις της με το θεσμό της βασιλείας και αυτό άνοιξε μια νέα φάση στις σχέσεις της με το εκλογικό της σώμα. Ο εμφύλιος της δεξιάς κατέληξε στον απογαλακτισμό της από τη βασιλεία και την ανάγκασε να παρουσιάσει ένα καινούργιο πρόγραμμα για να υποστασιοποιήσει την πολιτική της παρουσία. Νομιμοποιώντας το ΚΚΕ έκανε μια νέα τομή στα πολιτικά πράγματα της χώρας. Είχε τολμήσει να ξεφύγει από το παρελθόν της με σημαντικά και αποφασιστικά βήματα. Δυστυχώς, στην κίνηση αυτή βρέθηκε μπροστά σε μια πολιτική αντιπαράθεση με μια νέα πραγματικότητα, το ΠΑΣΟΚ το οποίο ήθελε με κάθε τρόπο την εξουσία.
Η εναλλακτική πρόταση της δεξιάς ήταν η Ευρωπαϊκή Ένωση. Ένα σχέδιο μακρόπνοο και συγκεκριμένο, με ιστορικές κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές επιπτώσεις. Η τότε αντιπολίτευση αντέδρασε αρνητικά. Το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ δεν ήθελαν να τοποθετήσουν την Ελλάδα σε μια τέτοια θέση. (ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο).

Δυστυχώς αυτό το οποίο είχε απομείνει απέναντι από την δεξιά ως αριστερά ή ως προοδευτική σκέψη είχε δύο κατευθύνσεις; Τη μία εκπροσωπούσε το ΚΚΕ και την άλλη ο Ανδρέας Παπανδρέου. Η Ένωση Κέντρου, η φιλελεύθερη από καταβολής της παράταξη του Βενιζέλου παραδόθηκε αμαχητί με την προσχώρηση του Γ. Μαύρου στο ΠΑΣΟΚ και την διάλυση του ΠΑΡΚΕ πριν καν αυτό ενεργοποιηθεί.[8] Η κίνηση αυτή έφερε την πόλωση μεταξύ μιας ομάδας φιλόδοξων τυχοδιωκτών οι οποίοι είχαν αφαρπάξει τη διάθεση του ελληνικού λαού για πολιτικές αλλαγές και τομές στη σχέση κράτους και πολίτου και μια δεξιά η οποία με τον Γ. Ράλλη προσπαθούσε να βρει τα νέα της πολιτικά βήματα μετά από τις αλλαγές του Κ. Καραμανλή.  Το ΚΚΕ από την άλλη πλευρά ήθελε κάτι αλλά δεν μπορούσε να καθορίσει τι ακριβώς επιζητούσε με το βάθεμα της ταξικής πάλης. Μέχρι το 89 προσπαθούσε να κάνει μια πολιτική με την καθοδήγηση της ΕΣΣΔ αλλά είχε ήδη υποστεί την εσωτερική διαίρεση της ευρώ-αριστεράς.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν από την άλλη η προσωπικότητα η οποία δεν είχε παρά ένα στόχο, την εξουσία. κάθε τι άλλο του ήταν ξένο και ανοίκειο. Η ζωή του, οι σχέσεις του, οι φιλίες του, ήσαν όλες γεμάτες από έναν απίστευτο μηδενισμό, κυνισμό και πλήρους συνειδητής απόρριψης κάθε έννοια ηθικής. Ό,τι άφησε πίσω του ήταν ένα θλιβερό κατάλοιπο μιας εκδίκησης με την ατάκα; «ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει δεξιά». Ίσως ο λαός να είχε όντως λόγους να μην ξεχνά την κακιά δεξιά. Όμως όταν η πολιτική αντιπαράθεση ενσωματώνει το κακό χ ή το καλό ψ ως ιδεολογήματα προς επίρρωση ή προς απόρριψη σε ένα διαρκή διάλογο με τη νοσταλγία της σύγκρουσης, τότε  η χώρα θα μείνει, όπως και έμεινε, σε μια χρονοπαγίδα. Όλα κατέληγαν στο παρελθόν που δεν δικαίωσε τους αγώνες του λαού αλλά κατέστρεψε τα όνειρα των καλών καγαθών νέων του ΕΑΜ.
Ο τελευταίος συντηρητικός πολιτικός ήταν ο Αβέρωφ. Μετά από αυτόν ουδείς τόλμησε να αναφέρει περί ταμπακιέρας, και κανείς δεν σκέφτηκε να ανοίξει συζήτηση για την πραγματική οικονομία. Η ελληνική δεξιά είχε ηττηθεί κατά κράτος από τον Παπανδρεϊσμό. Ο Μητσοτάκης προσπαθώντας να ισορροπήσει σε τεντωμένο σκοινί απέφυγε την πτώχευση κάνοντας αγώνα οπισθοφυλακών για την οικονομία.
Η δεκαετία του 90 ήταν η πλέον χαμένη δεκαετία για την Ελλάδα. Η δεξιά έχασε τις εκλογές, διαλύθηκε και στο ΠΑΣΟΚ μετά το θάνατο του Παπανδρέου αναδείχτηκε ένας ηγέτης ο οποίος θωρήθηκε εκσυγχρονιστής και αποτελεσματικός. Στην πραγματικότητα είχε βάλει τις βάσεις τις διάλυσης της δημόσιας διοίκησης και με το δόγμα της λαϊκής κυριαρχίας ανεστραμμένο ως το δόγμα της αναξιοκρατίας απέρριψε και τον σοσιαλισμό και τον εκσυγχρονισμό τον οποίον θα προσπαθούσε να επιβάλει.

Ο Μητσοτάκης έπεσε από τον Σαμαρά με το άνοιγμα ενός εθνικού ζητήματος, του ονόματος των Σκοπίων. Ο Μητσοτάκης και ο Σαμαράς με το ζήτημα των Σκοπίων, ενεπλάκησαν σε μια διένεξη για εθνικό θέμα, κάτι το οποίο ήρθε να ταράξει τα νερά της δεξιάς η οποία είχε κλείσει το ζήτημα του κινήματος κατά του Μακαρίου και το εσωτερικό μέτωπο για το Κυπριακό. Τη φορά αυτή το ζήτημα ήταν απότοκο της βίαιης διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας και της αναγνώρισης της Κροατίας και ΠΓΔΜ από τη Γερμανία. Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας είχε σοβαρές επιπτώσεις στα Βαλκάνια αλλά και στην ελληνική εξωτερική πολιτική. Ο επανεκλεγείς Ανδρέας Παπανδρέου αντιδρώντας στο ζήτημα της ονομασίας κηρύσσει εμπάργκο κατά των Σκοπίων παρά τις δεσμεύσεις της Ελλάδος έναντι της ΕΕ. Η κίνηση αυτή ήταν άνευ αποτελέσματος πλην του πλουτισμού των λαθρεμπόρων από την εδώ και την εκεί πλευρά. Το ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων παραμένει ανοιχτό έως και σήμερα μετά από την τελευταία εμφάνισή του στη σύνοδο του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι όπου η εισδοχή της ΠΓΔΜ στο στρατιωτικό σύμφωνο αναβλήθηκε μέχρις ότου βρεθεί λύση για το όνομα μεταξύ Ελλάδος και Σκοπίων. Ένα ζήτημα εξωτερικής πολιτικής έγινε ζήτημα εσωτερικών τριβών της δεξιάς και στη συνέχεια άλυτο ζήτημα εξωτερικής πολιτικής.
 Η εσωτερική αυτή διαμάχη έφερε την διάλυση της δεξιάς. Ο Μητσοτάκης παραιτήθηκε και ο Έβερτ, ή η λαϊκή δεξιά πήρε την ηγεσία. Η Πολιτική Άνοιξη έγινε το νέο δεξιό κόμμα και η ΝΔ χάθηκε στη μετάφραση της νέας Πασοκικής μετεξέλιξης.

Ποια είναι η λαϊκή δεξιά;

Η δεξιά του Έβερτ όπως και σήμερα η δεξιά του Σαμαρά κατηγοριοποιείται ως λαϊκή δεξιά. Τι όμως ακριβώς είναι αυτή η δεξιά; Είπαμε πιο πάνω πως η δεξιά στηρίζει τους πολιτειακούς θεσμούς, την ομάδα των «νοικοκυραίων» η οποία δεν είναι ταυτόσημη με την έννοια του αστού και την εσωτερική τάξη και ασφάλεια. Αυτές οι γραμμές και οι πολιτικές που τις συνοδεύουν έχουν τον κοινό παρονομαστή της «λαϊκότητας», δηλαδή των ριζών της δεξιάς σε ένα κοινωνικό-ιστορικό υποκείμενο το οποίο υπήρχε και εκφράστηκε από μια πολιτική παράταξη. Είναι δηλαδή η πολιτική συνισταμένη μια πραγματικότητας η οποία καθορίζει όχι το ιδεολόγημα αλλά την προσαρμογή της πολιτικής στο υπάρχον κοινωνικό φαντασιακό. Η λαϊκή δεξιά ήταν μια βάση συντηρητισμού η οποία μαζί με όλα τα αρνητικά της στοιχεία διατηρούσε ακόμη τα αντανακλαστικά μιας κοινωνίας η οποία επιζητούσε την εσωτερική συνοχή, την οικονομική σταθερότητα και τη συνέχεια του κράτους. Η λαϊκή δεξιά όμως απετέλεσε αντικείμενο γελοιοποίησης από το σοσιαλδημοκρατικό ΠΑΣΟΚ, την ευρωπαϊκή δεξιά, τους φιλελεύθερους αστούς και μεγαλοαστούς αλλά και την αριστερά.[9] Σήμερα καλείται να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά, όχι ως πολιτικό κόμμα αλλά ως συμπεριφορά, και πιστεύω. Οι πιθανότητες είναι ελάχιστες. Απειλείται από τα άκρα και κυρίως από τα δικά της μορφώματα τα οποία πήραν ένα δρόμο ανεξέλεγκτο και συγκρουσιακό. Ένα δρόμο ο οποίος δεν έχει σχέδιο και μέσα απλά και καθορισμένα. Αυτό που χάθηκε από τη συντηρητική δεξιά γενικώς, ο πραγματισμός έρχεται τώρα να απαιτήσει την ύπαρξη του σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης και η σύγχυση η οποία επικρατεί δεν της επιτρέπει να παρουσιάσει καν τις απαντήσεις στα προβλήματα.  
Αυτό το οποίο ήταν η λαϊκή δεξιά στην Ελλάδα ήταν σαν ένα δημοτικό τραγούδι το οποίο όμως δεν βρήκε ποτέ τον συνθέτη-πολιτικό για να γίνει μια έντεχνη δημιουργία. Η σύνθεση που πέτυχε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήταν προσωρινή και δεν αντιστάθηκε στο χρόνο, αλλά ούτε και στους ανέμους της μετά-μοντέρνας Ευρώπης.

 Τι ακριβώς έγινε στη δεξιά τη δεκαετία του 90; Απολύτως τίποτα πέραν από μια ατελεύτητη διερεύνηση δίχως ειρμό και βέβαια την άνοδο του Κώστα Καραμανλή και των νέων ηγετίσκων της δεξιάς.  Μια νέα γενεά πολιτικών εμφανίζεται γύρω από το νέο αρχηγό, οι οποίοι θέλουν να αφήσουν πίσω τους την έννοια του φιλελευθερισμού Μητσοτάκη, Μάνου, Αδριανόπουλου, να αφήσουν επίσης πίσω τη λαϊκή δεξιά του Έβερτ και να μιλήσουν σε μια νέα τάξη ψηφοφόρων, οι οποίοι έχουν διαμορφωθεί από το Σημιτικό ΠΑΣΟΚ, την ευρωπαϊκή αντίληψη της Ελλάδος και την άνοδο του βιοτικού μας επιπέδου. Η οικονομική ευμάρεια του χρηματιστηρίου, των επιδοτήσεων, του ανοίγματος των τραπεζικών δανείων, και οι Ολυμπιακοί Αγώνες είχαν δημιουργήσει προσδοκίες οι οποίες επικάλυπταν τους χώρους ΠΑΣΟΚ και ΝΔ. Ο Σημίτης είχε υποστεί τη μεγαλύτερη ήττα του από το ίδιο το ΠΑΣΟΚ το οποίο είχε αρνηθεί τον εκσυγχρονισμό του ασφαλιστικού συστήματος και ο Καραμανλής διακήρυττε την αναδιάρθρωση του κράτους και την πάταξη της διαφθοράς.

Μετά την αποχώρηση Σαμαρά το 1993 εξελέγει ο Έβερτ πρόεδρος του κόμματος και απέτυχε η υποψηφιότητα του Στέφανου Μάνου. Στη συνέχεια ο Έβερτ ηττάται από το Σημίτη και σε νέα μάχη για την ηγεσία εκλέγεται ο Κ. Καραμανλής. Και πάλι ο Στέφανος Μάνος χάνει στην αναμέτρηση και το 1998 διαγράφεται από το κόμμα. Στη συνέχεια δημιουργεί το κόμμα των Ταύρων και κατεβαίνει στις ευρώ-εκλογές του 1999. Ακόμη και σήμερα ο ίδιος ηγείται ενός κόμματος «Δράση» με το οποίο μετέχει των εκλογών της 6ης Μαΐου.
Θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ πως ούτε ο Έβερτ, ούτε ο Σαμαράς προέρχονται από την λαϊκή δεξιά. Και οι δύο προέρχονται από τη μεγαλοαστική τάξη. Η πολιτική τους επιχειρηματολογία και πρόταση απευθύνονται στη ψυχολογία της λαϊκής αντίληψης αλλά στην  πραγματικότητα απευθύνθηκαν και απευθύνονται ακόμη και σήμερα σε μια συρρικνωμένη και κοινωνικά αδιευκρίνιστη βάση.
Ο αυθεντικός πολιτικός της λαϊκής δεξιάς ήταν μεταπολεμικά ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Ο Παπάγος, Κανελλόπουλος, Μαρκεζίνης ήταν προσωπικότητες δίχως σχέσεις με το λαϊκό πρόσωπο της δεξιάς.   

2000-2009 η άνοδος και η πτώση

Η περίοδος εκείνη ήταν μια παλινωδία ανάμεσα στις χρυσές μέρες του Καραμανλισμού και την πιθανή επιτυχία του εκσυγχρονισμού του Σημίτη με την ταυτόχρονη είσοδο της χώρας στη ζώνη του ευρώ. Η χώρα ζούσε σε μια φάση όπου η αποφάσεις φαίνονται να υλοποιούνται και η οικονομία να μπαίνει σε έναν ενάρετο κύκλο πρωτογενών πλεονασμάτων και εκλογίκευσης των δημοσίων δαπανών. Η εκλογική μάχη του 2000 αποβαίνει υπέρ του Σημίτη αλλά με μικρές διαφορές. Ο Κ. Καραμανλής ο νεώτερος έχει συγκροτήσει τη δική του αρχηγική ομάδα και η ΝΔ εξέφραζε πλέον το Μεσαίο Χώρο.
Ποιοι όμως ήσαν οι νέοι αστέρες γύρω από τον αρχηγό; Άγνωστοι και ανίδεοι ταυτόχρονα είχαν επιτέλους κερδίσει το ΠΑΣΟΚ εξορκίζοντας τις φιλελεύθερες αποκλίσεις και συναθροίζοντας τις αριστερές δυνάμεις σε μια μάλλον ανίσχυρη παρουσία στη Βουλή. Η νέα εποχή του 2004 υπόσχονταν ένα λαμπρό μέλλον δίχως σοβαρές τριβές και ανησυχίες.

Ο μεσαίος χώρος: το μετά-μοντέρνο ως υπέρ-ρεαλιστικό.

Ποιος όμως είναι ο «μεσαίος χώρος» τον οποίον έχει ανακαλύψει το νέο επιτελείο της ΝΔ; Υπάρχει μια τέτοια πολιτική οντότητα η οποία εκφράζεται από ένα κόμμα με κρατιστικές αρχές, και το πρόταγμα του κοινωνικού φιλελευθερισμού;
Η απάντηση είναι πως ο μεσαίος χώρος ήταν ένα ευφυολόγημα σε απάντηση του παλαιού Κέντρου. Η ΝΔ δεν ήθελε να είναι η παλαιομοδίτικη λαϊκή δεξιά με τα συντηρητικά αντανακλαστικά αλλά ούτε και ένα φιλελεύθερο κόμμα με την έννοια της φιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής. Οι πολιτικοί αναλυτές την ήθελαν ένα κόμμα το οποίο ως πολυσυλλεκτικό θέλει ψηφοφόρους που να μετέχουν της ευφορίας της ΕΕ και της ευρωπαϊκής προσδοκίας της ελληνικής κοινωνίας. Ήθελαν να είναι μια συνέχεια της απάντησης του Καραμανλή του πρεσβύτερου, ο οποίος όμως διατηρούσε τα συντηρητικά χαρακτηριστικά του εκεί που έπρεπε. Δεν συμπαθούσε τους καινοφανείς επιχειρηματίες, πίστευε στον κρατισμό και απέφευγε το δανεισμό και τις σπατάλες. Αυτά ήσαν όμως ξεπερασμένα πρότυπα για τους νέους θεωρητικούς της ΝΔ. Είχαν να αντιμετωπίσουν τη ξέφρενη παροχολογία του  ΠΑΣΟΚ και η οποιαδήποτε συντηρητική οικονομική πολιτική θα ήταν ανάθεμα για τους ψηφοφόρους. Στις δημοκρατίες δεν είναι εύκολο να σταματήσεις τις πολιτικές παροχών όταν αυτές έχουν γίνει εργαλείο κομματικής ισχύος αλλά και οικονομικής ανάπτυξης. Αυτό το δεύτερο ήταν ο καταλύτης που ανέτρεψε τα πάντα. Το ΠΑΣΟΚ και στη συνέχεια η ΝΔ πίστεψαν πως η Ελλάδα αύξανε το ΑΕΠ της και ο χώρος ο οποίος κινούσε τα  νήματα αυτής της αύξησης ήταν ο μεσαίος, ο ανερχόμενος καταναλωτής ο οποίος με δάνεια χαμηλού επιτοκίου από τον κοινό λογαριασμό της ΕΕ-Ελλάδος έφτιαχνε την οικονομία του μέλλοντος.
Ο μεσαίος χώρος λοιπόν ήταν ένας χυλός από Έλληνες που συνωστίζονταν στα γκισέ των τραπεζών και στο δημόσιο ταμείο. Ήταν Έλληνες που είχαν εγκαταλείψει τα χωριά τους, Έλληνες που έγιναν χρηματιστές, Έλληνες που απολάμβαναν τεράστιες υπεραξίες γης είτε από τον τουρισμό, είτε από την ανοικοδόμηση νέων σημείων στην Αττική, στη Θεσσαλονίκη, στη Λάρισα, στο Ηράκλειο. Αυτός ο χυλός πείσθηκε πως η ΝΔ είχε καλύτερο σχέδιο από το ΠΑΣΟΚ και είχε βαρεθεί επί 11 χρόνια να λιβανίζει τους ίδιους και τους ίδιους.[10]
Για μερικούς υπήρχε η προσδοκία μιας καλύτερης διαχείρισης και μιας πιο ειλικρινούς πολιτικής. Διαψεύστηκαν οικτρά. Και διαψεύστηκαν διότι αυτός ο μεσαίος χώρος είχε βάλει τη σφραγίδα του στο νου και την καρδιά της πολιτικής. Είχε ταυτιστεί με το πολιτικό προσωπικό και το είχε διαπλάσει κατ’ εικόνα και ομοίωσή του. Τα υπόλοιπα είναι γνωστά σε όλους. Οι διορισμοί συνεχίστηκαν, τα επιδόματα αυξήθηκαν, οι δημόσιοι οργανισμοί ζούσαν και βασίλευαν, και η ήπια προσαρμογή σχεδιασμένη να κρατήσει για 20-30 χρόνια θα πήγαινε το καράβι προς τη σωστή κατεύθυνση, τα βράχια.

Το οικονομικό πρόγραμμα

Η επιτυχία των Ολυμπιακών Αγώνων ήρθε σαν επιστέγασμα μιας προσπάθειας η οποία είχε αποτύχει στην αρχική της φάση και μπόρεσε να ολοκληρωθεί μόνον όταν η Δασκαλάκη απέκτησε την ευελιξία να αρχίζει να μοιράζει τα έργα δίχως διαγωνισμούς και όρια. Έγινε ένα σπριντ με οικονομικές υπερβάσεις δισεκατομμυρίων ώστε να τελειώσουν τα έργα στην ώρα τους τι στιγμή που είχαν χαθεί όλες οι προθεσμίες έγκαιρης ολοκλήρωσης. Έστω και έτσι, ήταν όντως σημαντικό το επίτευγμα. Η αναβάθμιση της Αθήνας και η απόδειξη πως οι Έλληνες μπορούσαν να καλύψουν εργασίες υψηλών προδιαγραφών είχε συντελεσθεί. Η βασιλεία του νέου ηγέτη είχε αρχίσει με τους καλύτερους οιωνούς. Η οικονομία κινείτο σε ρυθμούς αύξησης με μέσον τη φτηνή χρηματοδότηση σε καταναλωτικά και στεγαστικά δάνεια. Το εισαγωγικό εμπόριο και οι κατασκευές ανθούσαν. Κανένας δεν ήθελε να τα βάλει ή να κάνει κριτική σε ένα τόσο ευρύτατα αποδεκτό οικονομικό πρόγραμμα. Η λαϊκή βάση της ΝΔ αλλά και των άλλων κομμάτων δεν μπορούσε παρά να αποδεχτεί μια οικονομική πολιτική η οποία προσέθετε αξία στα πάγια μικρό-ιδιοκτητών και εργασία σε τομείς υπηρεσιών δίχως υψηλές προστιθέμενες αξίες.
Η μαύρη εργασία των λαθρομεταναστών παρέμενε στο απυρόβλητο καθώς επιδόματα, συντάξεις και πλασματικές αμοιβές στο δημόσιο διατηρούσαν την αγοραστική αξία των εισοδημάτων των ομάδων αυτών υψηλή. Παρόλο που η αύξηση του ΑΕΠ ήταν γύρω στο 4% επιχειρήθηκε μια αναδιάρθρωση των στοιχείων του ΑΕΠ για να μειωθεί ο λόγος του προς το δημόσιο χρέος. Αυτό πέτυχε να αναδιαρθρώσει την εικόνα του χρέους αυξάνοντας το ΑΕΠ με βάση μια μαύρη οικονομία η οποία θεωρήθηκε μέρος της πραγματικής αλλά από την οποίαν το κράτος δεν μπόρεσε να εισπράξει τους ανάλογους φόρους. Και αυτή η αδυναμία της είσπραξης φόρων και τελών του ελληνική κράτους ήταν μια εγγενής αδυναμία του ελληνικού κράτους.
Έχει γίνει πια παγκοσμίως γνωστό το πρόβλημα της ελληνικής κρατικής μηχανής να εισπράξει φόρους με έναν ορθολογικό και οικονομικά αποδοτικό τρόπο. Η προεκλογικές δεσμεύσεις της ΝΔ για την αναδιάρθρωση του κράτους δεν θα μπορούσαν να έχουν παρά ως στόχο τον φορολογικό μηχανισμό του δημοσίου. Υπήρξε μια μείωση των φορολογικών συντελεστών των εταιρειών αλλά πραγματική αλλαγή στην είσπραξη φόρων τελών και εισφορών δεν υπήρξε. Η αποτυχία αυτή ήταν η πρώτη καθοριστική και τελεσίδικη αποτυχία της ΝΔ. Ήταν βέβαια μια κοινωνική αποτυχία του ελληνικού εγχειρήματος να προχωρήσει με κάποια ευρωπαϊκά βήματα σε μια αποτελεσματική οικονομική πολιτική.

Το οικονομικό μοντέλο της ελληνικής οικονομίας δεν άλλαξε ούτε στο ελάχιστο. Μη γνωρίζοντας κάτι το διαφορετικό, αλλά μην έχοντας καμιά διάθεση να δοκιμάσουν κάτι το καινούργιο η πρώην δεξιά πολιτική και ο θρίαμβος του μεσαίου χώρου έμειναν εντός εκτός και επί τα αυτά μέρη της οικονομίας ανακυκλώνοντας τα περί επιχειρηματικότητας και επενδύσεων. Ουδεμία επένδυση έγινε και ουδεμία επιχειρηματικότητα βοηθήθηκε. Οι πάντες καθύβριζαν το κέρδος και την επιχειρηματικότητα, την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και τους κακούς των πολυεθνικών και της ΕΕ. Όλοι περνούσαν θαυμάσια κατηγορώντας την κότα που γεννούσε τα αυγά και η ελληνική δεξιά βαυκαλιζόταν πως είχε καταφέρει να πετύχει το αεικίνητον της πολιτικής: είχε εσωτερικεύσει κάθε αίτημα της μαζικής δημοκρατίας και είχε ξεχάσει τις οποιεσδήποτε συντηρητικές καταβολές της οι οποίες της έδιναν τη δυνατότητα να αντιδράσει στην ακόρεστη «προοδευτικότητα» της ελληνικής μικρό-μεσαίας τάξης.

Η διαφθορά, το ΠΑΣΟΚ και η χαμένη τιμή της Ελλάδος

Η μηδενική ανοχή στη διαφθορά της ΝΔ εξαντλήθηκε για μια μεταγραφή γιου υπουργού σε σχολή των Αθηνών. Ο «αρχιερέας της διαφθοράς» Σημίτης, σύμφωνα με τη προεκλογική ΝΔ μετεκλογικά δεν είχε διαπράξει κανένα ηθικό ή ποινικό παράπτωμα. Έτσι τουλάχιστον φάνηκε μια και κανείς υπουργός του ΠΑΣΟΚ δεν παραπέμφθηκε για καμία παράλειψη, πλημμέλημα ή κακούργημα. Η υπόθεση για μίζες από εξοπλιστικά προγράμματα με αρχιμάγειρα τον τότε υπουργό Τσοχατζόπουλο δεν οδήγησε σε καμία καταδίκη. Η εξεταστική επιτροπή του 2004-5 απήλλαξε τους πάντες αλλά τα στοιχεία που εμφανίστηκαν τότε, περιέργως υπάρχουν και στη σημερινή δικογραφία κατά του Τσοχατζόπουλου. Καθίσταται προφανές πως η ΝΔ δεν θέλησε να προχωρήσει το θέμα της διαφθοράς στο δημόσιο. Φοβήθηκε τον εαυτό της; Φοβήθηκε πως θα εμφανίζονταν ως η ρεβανσιστική δεξιά κατά του σοσιαλιστικού ΠΑΣΟΚ. Το «βρώμικο» 89 ήταν ακόμα νωπό στη μνήμη της. Η χώρα δεν ήθελε να εμπλακεί σε τέτοιες περιπέτειες, νόμιζαν όλοι, και όλοι συνέχισαν δίχως κανένα ηθικό αντανακλαστικό να πριμοδοτούν τις σχέσεις των κομμάτων με το δημόσιο και να διαχειρίζονται το δημόσιο πλούτο ως ξέφραγο αμπέλι του παππού τους.
Το ζήτημα των αντανακλαστικών της ηθικής υπόστασης των πολιτικών, του δημοσίου τομέα, των οικονομικών σχέσεων ιδιωτών δημοσίου και των επεμβάσεων του δημόσιου τομέα στον ιδιωτικό είχε περάσει σε μια ατέρμονη συζήτηση η οποία σε κάποια στιγμή ξέσπασε ως το σκάνδαλο του Βατοπεδίου.[11] Το τι είναι ηθικό και τι νόμιμο και κατά πόσον το δεύτερο καλύπτει το πρώτο έγινε ζήτημα πρώτης γραμμής. Η διελκυστίνδα αυτή λίγη σημασία θα είχε στο πολιτικό γίγνεσθαι αν…ξαφνικά μετά τις εκλογές του 2009 δεν βρισκόμαστε στην πρώτη γραμμή της πιο διεφθαρμένης κοινωνίας της Ευρώπης με τον Πρωθυπουργό να παραδέχεται urbi et orbi πως η Ελλάδα είναι χώρα διαφθοράς.
Και εξαίφνης το ζήτημα της διαφθοράς από ακαδημαϊκό ζήτημα έγινε πρώτο αίτιο της πτώχευσης της χώρας. Οι ανταλλαγές περί του ποιος είναι ο πιο διεφθαρμένος από τους δύο πυλώνες της πολιτικής στην Ελλάδα απέκτησαν λειτουργική σχέση με την βασική επιβίωση εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων. Η απονομή δικαιοσύνης, μια αργόσυρτη και επίπονη διαδικασία για τους δίκαιους και ένας εύκολος δρόμος για τους δόλιους μπήκε στο στόχαστρο της ΕΕ. Οι δικαστές ήσαν από τους ευνοημένους του πολιτικού συστήματος με αμοιβές υπέρογκες και ωράρια ελάχιστα. Η διαφθορά άλλωστε είχε αρχίσει από το παραδικαστικό κύκλωμα στις αρχές του 2000 και τις ατασθαλίες στα σκάνδαλα του χρηματιστηρίου.
Η λεγόμενη «δεξιά» είχε βρεθεί με όλες τις ηθικές εκτροπές της δημοκρατίας στα χέρια της και παρέδωσε το πνεύμα. Μαζί με το πνεύμα της παρέδωσε και τη χώρα στα χέρια του ΔΝΤ της ΕΚΤ και της Γερμανικής ιδεολογίας περί λιτότητας σε χρόνο dt.

Η ελληνική δεξιά δεν είχε κανέναν αντίπαλο. Ο Γεώργιος Παπανδρέου θεωρείτο μη-εκλέξιμος ως Πρωθυπουργός και η Αριστερά παρέμενε ιδεολογικά διαχωρισμένη και στατικά προσκολλημένη σε δράσεις δίχως αντίκρισμα. Διάφορα μικρά σκάνδαλα και παραβάσεις υπουργών και προσωπικού εμφανίστηκαν στον τύπο. Μια απόπειρα αυτοκτονίας γενικού γραμματέα υπουργείου εμφανίστηκε ως προσωπικό ερωτικό ζήτημα. Το 2007 προκηρύσσονται εκλογές εν μέσω πυρκαγιών με δεκάδες νεκρούς στην Ηλεία. Η ΝΔ της κέρδισε.

2012 και η χαμένη τιμή της δεξιάς.

Μετά την παραίτηση Αλογοσκούφη, είχαμε τις Ευρωεκλογές οι οποίες έφεραν το ΠΑΣΟΚ πρώτο. Γιατί ο Καραμανλής δεν προκήρυξε βουλευτικές εκλογές μαζί με τις ευρωεκλογές; Προφανώς γιατί ήλπιζε όπως κάθε απελπισμένος σε ένα θαύμα.

Οι εκλογές του Οκτωβρίου έφεραν στην Πρωθυπουργία τον Γεώργιο Παπανδρέου. Ήταν μια πρωτοφανής νίκη ενός ανθρώπου ο οποίος δεν γνώριζε καν ελληνικά.    
Και τώρα δύο χρόνια μετά η δεξιά βρίσκεται μπροστά σε μια εκλογική αναμέτρηση η οποία την κρίνει ως προς τις ιδέες της, την ηθική της υπόσταση και τον πολιτικό πραγματισμό της.

Ο κατακερματισμός της είναι αποτέλεσμα της προηγούμενης διαδρομής της μεταπολιτευτικά να αντιμετωπίσει την τεράστια κοινωνική και οικονομική αλλαγή της χώρας απέναντι σε ένα επαγγελματικό πολιτικό κατεστημένο, του ΠΑΣΟΚ και της έλξης της ουτοπίας της αριστεράς. Ο κατακερματισμός της είναι βέβαια και μια φυσιολογική εμφάνιση πολιτικών φέουδων, τοπικών ιδιαιτεροτήτων και προσωπικών αντιπαλοτήτων. Η κλασσική συντηρητική παράταξη δεν ήταν ποτέ ένα πολιτικό κόμμα, μια συνεκτική πολιτική ιδεολογία με αρχή και τέλος. Ήταν προσωπικότητες συνασπισμένες σε ένα κόμμα με προσωπικές και τοπικές ατζέντες. Και αυτό έχει συμβεί και σήμερα.

Ο κύριος κορμός της δεξιάς, η ΝΔ έχοντας μετακινηθεί από το «μεσαίο χώρο» προς τη λαϊκή δεξιά έχασε την «φιλελεύθερη» συνιστώσα της στη προσωπική διένεξη με την Μπακογιάννη και ταυτόχρονα με το Στέφανο Μάνο. Η φιλελεύθερη οικονομική πολιτική Μητσοτάκη, Μάνου, Αδριανόπουλου έχει ηττηθεί προ πολλού από την πολιτική του μεσαίου χώρου όχι ως ιδεολογία αλλά ως πρακτική. Ο μεσαίος χώρος ήθελε μια ασύδοτη μεταπρατική οικονομία της αειφόρου ανόδου των ακινήτων και των τουριστικών αναβαθμίσεων με ένα κράτος το οποίο παρείχε όλων των ειδών τις εξυπηρετήσεις άνευ αντικρίσματος. Δωρεάν παιδεία δίχως παιδεία, δωρεάν υγεία με φακελάκι, συντάξεις στα πενήντα δίχως κρατήσεις.
Η ΝΔ έχει σήμερα να αντιμετωπίσει την πτώχευση της χώρας. Αρνήθηκε να προσυπογράψει την πρώτη δανειακή σύμβαση αλλά όταν τα πράγματα έφτασαν στο μη παρέκει αναγκάστηκε να μπει στο μαντρί της ταμπακιέρας. Η ατάκα του Αβέρωφ, μόνιμη επωδός κάθε συντηρητικής σκέψης ήρθε να θυμίσει σε πολλούς από τους φευγάτους «προοδευτικούς» της παράταξης πως όταν έρθει ο λογαριασμός κάποιος θα πληρώσει ή θα πλύνει τα πιάτα. Τώρα όλοι μαζί πλένουμε πιάτα γιατί τα ψιλά δεν μας βγαίνουν.
Η κατάσταση της ΝΔ είναι μεταξύ του φαιδρού και του δραματικού. Ο Σαμαράς είχε απόλυτο δίκιο όταν έλεγε πως η πτώχευση δεν αντιμετωπίζεται με εσωτερική υποτίμηση τέτοιας έκτασης και διάρκειας, με ύφεση η οποία ακυρώνει την οικονομία στο σύνολό της αλλά του ήταν αδύνατον να κατασκευάσει ένα πρόγραμμα οικονομικής ανασυγκρότησης από τα κορδόνια των παπουτσιών του. Αυτό δεν μπορεί να το κάνει ούτε η Τρόικα. Ως Πολιτική Άνοιξη ο Σαμαράς είχε εκπονήσει ένα οικονομικό πρόγραμμα αλλά ουδέποτε έγινε κάτι πρακτικό πάνω σε αυτό. Τώρα καλείται να λύσει το πρόβλημα των ταξί, των φαρμακοποιών, των γιατρών, των δημοσίων υπαλλήλων και δεν έχει να πει τίποτα. Η οικονομική σκέψη της ΝΔ μετά από την  αποτυχία του 2004-9 δεν μπορεί να καλύψει το υπάρχον κενό αρνητικών πρακτικών οι οποίες έχουν ενσωματωθεί στη σκέψη και στο έθος της παράταξης. Υπήρξε μια αγαστή συνεργασία μεταξύ συνδικαλιστών του δημοσίου τομέα και της παράταξης καθώς και μια αντίληψη πως το κράτος μπορεί να λύσει όλα τα προβλήματα της οικονομίας με παρεμβάσεις κάθε είδους. Αυτό θα ήταν μια συντηρητική πολιτική όπου θα είχε οριοθετηθεί η σφαίρα κράτους και ιδιωτικού τομέα με εκατέρωθεν δεσμεύσεις υποχρεώσεις και δικαιώματα. Αυτό όμως προϋποθέτει μια ξεκάθαρη πολιτική η οποία δεν υπήρξε ποτέ στο βαθμό που θα αποδέσμευε το κράτος από την υποχρεωτική του παρουσία σε κάθε μορφή οικονομικής δραστηριότητας, όχι με την πρακτική της φορολογίας αλλά με την πρακτική της παραγωγής

Το φιλελεύθερο κομμάτι της δεξιάς Μπακογιάννη και Μάνος κατεβαίνουν ανεξάρτητα και με προσπάθειες να αποδείξουν πως η ΝΔ δεν έχει ρεαλιστικό οικονομικό πρόγραμμα. Αλλά και αυτοί μη μπορώντας να κατέβουν ως ενιαίο κόμμα πιθανόν για λόγους προσωπικούς δημιουργούν σύγχυση στους ψηφοφόρους μιας παράταξης η οποία δεν έχει αποκρυσταλλώσει ένα οικονομικό πρόγραμμα ριζικά διατυπωμένο για τις συνθήκες τις οποίες αντιμετωπίζει η χώρα. Τα φέουδα και οι παλιές προσωπικές αντιπαραθέσεις έχουν μπερδέψει ακόμα περισσότερο τους ψηφοφόρους της παράταξης ως προς τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις της παραγωγικής βάσης της χώρας.

Μια άλλη αποσχισθείσα συνιστώσα της ΝΔ ο Πάνος Καμμένος κήρυξε επανάσταση και δημιούργησε ένα νέο κόμμα ή κίνημα «οι ανεξάρτητοι Έλληνες» με κύριο στόχο την απαλλαγή από το χρέος με κάποιο τρόπο, την απαίτηση των Γερμανικών κατοχικών χρεών με κάποιο τρόπο και την αναπροσαρμογή των τόκων των δανείων. Υπάρχει ένα λεπτομερές οικονομικό πρόγραμμα το οποίο σε πολλά μέρη του έχει ενδιαφέρον, κυρίως το κομμάτι της δομικής ανασυγκρότησης του κράτους. Κάτι τέτοιο ήταν και  η σκέψη του Κ. Καραμανλή το 2004 αλλά δεν υλοποιήθηκε  ποτέ. Θα μπορέσει να υλοποιηθεί ένα τέτοιο πρόγραμμα από ένα νέο κόμμα το οποίο μπορεί να πετύχει ένα 10% των ψήφων; Η δομική ανασυγκρότηση του ελληνικού δημοσίου είναι η πεμπτουσία κάθε οικονομικού προγράμματος που μπορεί να έχει τη δυναμική μιας μακροχρόνιας και βιώσιμης αύξησης του ΑΕΠ.
Η νέα αυτή συνιστώσα της δεξιάς, έχει μια πολυσύνθετη κατασκευή αλλά η βάση της είναι η επιθυμία για επανεκλογή διαφόρων διαγραμμένων στελεχών από τη ΝΔ βάση της ψηφοφορίας για το PSI και τα νέα μέτρα δημοσιονομικής πειθαρχίας. Η θέση εναντίον των δανειακών συμβάσεων, δηλαδή η αντί-Μνημονιακή θέση έχει καλύψει έναν αριθμό παλαιών στελεχών της ΝΔ όπως και του ΠΑΣΟΚ τα οποία προσπαθούν να συγκροτήσουν νέα κόμματα προσδοκώντας την επανεκλογή τους. Οι δημοσκοπήσεις έχουν δώσει το ξεκάθαρο μήνυμα πως λίγοι θα επανεκλεγούν από τις παλαιές φρουρές και η μόνη τους ελπίδα για παραμονή στην πολιτική σκηνή είναι η ψήφος διαμαρτυρίας κατά των μέτρων της Τρόικας.
Υπάρχει και το κόμμα του ΛΑΟΣ το οποίο είχε αρχικά συμμετάσχει στην κυβέρνηση Παπαδήμου αλλά βλέποντας την κατακρήμνισή του στα γκάλοπ απεχώρησε και κατεβαίνει με μια αντί-Μνημονιακή ατζέντα  επιζητώντας να ξαναμπεί στη νέα κυβέρνηση μετά τις εκλογές. Ο ηγέτης του είναι μια από τις κλασσικές πολιτικές φυσιογνωμίες της ελληνικής πραγματικότητας. Αυτοδημιούργητος και άνθρωπος των ΜΜΕ με γρήγορα αντανακλαστικά αλλά μηδαμινές γνώσεις. αλλά γνωρίζοντας βέβαια τα πάντα, εγωπαθής και βέβαιος για τον εαυτό του κατάφερε να κινηθεί σε όλο το φάσμα της δεξιάς, από τον εθνικισμό, τον ευρωπαϊσμό, την λαϊκή προπαγάνδα, το μεταναστευτικό, την επιχειρηματικότητα και την κρατική παρέμβαση. Το πολιτικό του τέλος είναι κοντά αν και έχει αποδειχθεί σκληρό καρύδι για να ηττηθεί τόσο γρήγορα. Η γρήγορη προσχώρησή του στους μεγάλους ίσως ήταν το όριο της αποδοχής του από τους ψηφοφόρους που δεν είναι ικανοποιημένοι με τίποτα παρά μόνο με τη διαμαρτυρία. Άλλωστε η μικρή ακραία ομάδα με την οποίαν είχε κατηγορηθεί ότι συνεργαζόταν του έχει πάρει τον αέρα από τα πανιά της σύγκρουσης με το κατεστημένο. Έγινε ο ίδιος κατεστημένο.
Τέλος αλλά όχι με μικρότερη σημασία αλλά μάλλον με πολύ σοβαρές επιπτώσεις η δεξιά βλέπει τη Χρυσή Αυγή, ένα μικρό εθνικιστικό κόμμα το οποίο έχει ανδρωθεί από την σταθερή αντί-μεταναστευτική του στάση να αυξάνει σε ψήφους και να έχει πιθανότητες να μπει στη Βουλή. Το κόμμα αυτό χαρακτηρίζεται ως φασιστικό αλλά στην πραγματικότητα είναι ένα συμπίλημα από απόψεις οι οποίες και αυτές πέραν του αντί-μεταναστευτικού του ιδεολογήματος λίγο είναι ξεκάθαρο το τι ακριβώς πρεσβεύει σε θέματα οικονομίας ή ευρώ-δραχμής. Εάν το θέσουμε στα πλαίσια της ευρωπαϊκής άκρο-δεξιάς, τότε θα πρεσβεύει επιστροφή στη δραχμή, διάλυση της ΕΕ και επιστροφή σε εθνικές οικονομικές πολιτικές όπως λέει το γαλλικό εθνικιστικό κόμμα της Λε Πεν.
Η εμφάνιση της Χρυσής Αυγής ως κόμματος με συμμετοχή στην επόμενη Βουλή επέφερε μια αλλαγή στο ζήτημα της λαθρομετανάστευσης. Ο νυν υπουργός προσπάθησε να αναδιατάξει το ζήτημα του κέντρου των Αθηνών με δημιουργία κέντρων υποδοχής σε διάφορα σημεία της χώρας. Το αποτέλεσμα είναι να μην δέχεται καμία περιοχή τα κέντρα αυτά με διαδηλώσεις κατά της απόφασης του υπουργού.
Αυτό που συμβαίνει είναι πως η ελληνική κοινωνία έχει «βολευτεί» με το κέντρο των Αθηνών ως αποθήκη λαθρομεταναστών. Κάθε μεταφορά ανθρώπων σε άλλες περιοχές φαίνεται πως είναι μια μετατόπιση ανθρώπων από το κέντρο στην περιφέρεια όπου και θα μεταφερθούν τα ήδη υπάρχοντα προβλήματα εγκληματικότητας, μαύρης εργασίας, πρόβλημα μεταδοτικών ασθενειών. Και λύση του προβλήματος δεν υπάρχει αν δεν σταματήσει η συνεχής εισροή λαθρομεταναστών από Τουρκία και πρόσφατα και από Β. Αφρική προς νότια Πελοπόννησο.
Η Χρυσή Αυγή έχει πλέον γίνει αντιληπτό πως προσφέρει και ένα είδος αυτοάμυνας αλλά και μια επιβεβαίωση της αντίθετης άποψης για την εισροή και το πρόβλημα μιας μεγάλης και ασυγκράτητης μάζας δυστυχών οι οποίοι βλέπουν την Ελλάδα ως είσοδο προς την ΕΕ. Χωρίς να μασάμε τα λόγια μας η Τουρκία έχοντας μια σταθερή πολιτική μη εισδοχής μεταναστών από όμορες ή μουσουλμανικές χώρες άφησε ανοιχτή τη δίοδο προς ΕΕ μέσω Ελλάδος δημιουργώντας ένα άλυτο πρόβλημα για την Ελλάδα.
Αυτή τη στιγμή η δεξιά δεν έχει κανένα πρόγραμμα για να αντιμετωπίσει τη λαθρομετανάστευση. Έχει αφήσει το ζήτημα στην τακτική της αυτοάμυνας και την τυφλή αντίδραση της Χρυσής Αυγής η οποία εμφανίζεται ως η μόνη συνεπής δύναμη για την αντιμετώπιση της κρίσης στο έδαφος και όχι στη σφαίρα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων η οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι συνταγή καταστροφής. Κάθε πρόοδος στον τομέα της ανθρώπινης κοινωνικής μηχανικής, έχει παράπλευρες απώλειες τις οποίες κανείς δεν ήθελε ή δεν μπορούσε να υπολογίσει πριν αποδεχθεί τις μεγάλες ανθρωπιστικές αρχές τις οποίες θέσπισε η δυτική φιλελεύθερη πλούσια κοινωνία μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Παράλληλα με τα ανθρώπινα δικαιώματα συνέτρεχαν οι παραδοσιακές συγκρούσεις συμφερόντων κρατών, ομάδων τάξεων, θρησκειών και πολιτισμών. Η πολιτική της ισχύος δεν έπαψε ποτέ να εφαρμόζεται σε έναν κόσμο ο οποίος είχε δημιουργήσει τη φαινομενικότητα του νόμου και της ανθρώπινής αξιοπρέπειας αλλά που στην πραγματικότητα δεν ήταν τίποτα από όλα αυτά.

Οι παραπάνω διάφορες εκφάνσεις της δεξιάς, κατέρχονται στις εκλογές της 6ης Μαΐου για μια θέση στη Βουλή. Αν όλες αυτές εκλεγούν θα έχουμε μια ανεξέλεγκτη δεξιά με ένα εύρος τέτοιο που δεν θα της επιτρέπεται να συνεργαστεί για ένα κυβερνητικό πρόγραμμα. Αν οι Ανεξάρτητοι Έλληνες περάσουν το 10% και η ΝΔ το 25% υπάρχει κάποια πιθανότητα να κάνουν μια κυβέρνηση συνεργασίας. Αλλά αυτό θα εξαρτηθεί από τα ποσοστά του ΠΑΣΟΚ.

Η επόμενη μέρα των εκλογών θα είναι για τη δεξιά μια πολύ δύσκολη μέρα. Μοιραία η ΝΔ θα κληθεί να κάνει κυβέρνηση συνασπισμού. Αυτή η πολιτική διεργασία εξ ανάγκης θα καθορίσει και την προοπτική ή μη της ανασυγκρότησης της δεξιάς σε πρακτικές πάνω σε πραγματιστικές προσδοκίες και αξίες τις οποίες είχε χάσει για λόγους προοδευτικότητας ή ενοχών ή ακόμα και λόγω ανικανότητας στελεχών. Στο χώρο της δεξιάς το κέντρο έδινε πάντα έναν αριθμό ικανών στελεχών της αστικής τάξης τα οποία μπορούσαν να αποδώσουν με ιδέες και έργο. Με την εξαφάνιση του Κέντρου από το Ζίγδη και το Γ. Μαύρο το μεν ΠΑΣΟΚ μπορούσε να αντλεί προσωπικό από την αριστερά αλλά η δεξιά δεν είχε πλέον δεξαμενή άντλησης αξιόλογων προσώπων. Το προσωπικό της έμεινε σε χαμηλό επίπεδο εμπειρίας και γνώσεων με μόνο στόχο την κατάληψη της εξουσίας δίχως βάθος ικανοτήτων και γνώσεων. Το ΠΑΣΟΚ είχε πάρει και από την αριστερά αλλά και από το κέντρο ό,τι μπορούσε να μαζέψει είτε ως επαγγελματίες είτε ως ταλέντα. Είναι προφανές από τα πρόσωπα τα οποία υπουργοποιήθηκαν ή έμειναν στις επάλξεις της δεξιάς πως η ποιότητα του προσωπικού ήταν και είναι χαμηλού επιπέδου. Ως οικονομικός ειδήμων ο Αλογοσκούφης εξαφανίστηκε και ο Στέφανος Μάνος παραμένει ως φιλελεύθερος ακόμα στην ηλικία του ο πιο εμφανής εκφραστής ρεαλιστικής οικονομικής πολιτικής.   


Συμπεράσματα

Οι βάση και οι αδυναμίες της ευρωπαϊκής προοπτικής της Ελλάδος

Η ελληνική δεξιά ξεκίνησε το 1979 με στόχο και όραμα την ΕΕ. Έθεσε ως στόχο την μεταμόρφωση της χώρας σε μια ευρωπαϊκή κοινωνία μέσω της ΕΟΚ και της ΕΕ και της νομισματικής ένωσης. Το πρόγραμμα αυτό θα μπορούσε κανείς να το χαρακτηρίσει μια γιγαντιαία ιστορική μετάλλαξη της ελληνικής κοινωνίας μέσω μιας Ευρώπης η οποία είχε ξεκινήσει με δυσκολίες αλλά και με επιτυχίες για το μετασχηματισμό της Ευρωπαϊκής ηπείρου σε ένα κοινό τόπο για λαούς οι οποίοι επί αιώνες βρίσκονταν σε πόλεμο. Η συμμετοχή της Ελλάδος μετά από μια δικτατορία και μια εθνική καταστροφή, αυτή της Κύπρου, ήταν ένα ιστορικό σχέδιο το οποίο όμως όπως αποδείχθηκε είχε μια βάση στήριξης στο εσωτερικό αλλά ταυτόχρονα και δύο τουλάχιστον σημαντικές αδυναμίες.
Η βάση στήριξης ήταν η ελληνική κοινωνία η οποία για διάφορους λόγους βρήκε το εγχείρημα θετικό. Υπολόγισε στη βοήθεια της ΕΕ στη διένεξη της Ελλάδος με την Τουρκία η οποία για τους Έλληνες ήταν αληθινή και με πιθανότητες ήττας για μας από μια ανερχόμενη Τουρκική δύναμη. (Ελλάς Γαλλία συμμαχία).
Δεύτερον υπολόγισε στην οικονομική βοήθεια της ΕΕ για να αντιμετωπισθούν οι χρόνιες οικονομικές ανισορροπίες και δυστοπίες της ελληνικής οικονομίας.
Τρίτον υπολόγισε στην μεγάλη βοήθεια στον αγροτικό τομέα ο οποίος ήταν και ο τομέας με τις χειρότερες επιδόσεις και δυσκολίες στην ελληνική ανάπτυξη.
Τέταρτον δέχτηκε την θέση της χώρας εντός της ΕΕ ως αναβάθμισης της Ελλάδος στο διεθνές πλαίσιο και την αύξηση της επιρροής της Ελλάδος και της θέσης της στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Υπήρξε μια προφανής αύξησης της αυτοπεποίθησης του Έλληνα ως πολίτη στης ΕΕ αντί για πολίτη μιας βαλκανικής χώρας.

Οι δύο σημαντικές αδυναμίες ξεκινούν πρώτον από την πολιτική κουλτούρα της χώρας: τις αντιπαραθέσεις προσώπων και φιλοδοξιών για εξουσία. την αδυναμία συνεργασίας σε καίρια προβλήματα όπως της παιδείας και της υγείας. Η αντίδραση του ΚΚΕ και του ΠΑΣΟΚ στην αρχική φάση ήταν πολιτικά κατανοητές εφόσον η ΕΟΚ ήταν ένα γκρουπ πλουσίων καπιταλιστικών χωρών οι οποίες βρίσκονταν σε αντιπαράθεση με την ΕΣΣΔ αλλά και με τις τριτοκοσμικές σοσιαλιστικές ιδέες διαφόρων ιδεολόγων του ΠΑΣΟΚ. Μετά τον εμφύλιο η χώρα βρήκε ένα συνεκτικό ιδεολόγημα μόνο στην προοπτική της σχέσης της με την ΕΕ και το ευρώ. Η χώρα ήταν βαθειά διηρημένη με τραύματα τα οποία έως σήμερα ανοίγουν και μεταφέρουν τον εσωτερικό διχασμό του τότε σε ένα διχασμό του σήμερα. Το ΚΚΕ ανεπηρέαστο από τις ιστορικές εξελίξεις παραμένει στη γραμμή της σταλινικής ιεραρχικής αριστεράς προσπαθώντας να διατηρήσει την ερμηνεία του κόσμου σαν τον απόηχο μιας «μεγάλης ιδέας» που προδόθηκε αλλά τώρα μέσα στην κρίση του καπιταλισμού, γίνεται εμφανές πόσο κακός είναι αυτός ο οικονομικός τρόπος οργάνωσης της παραγωγής. Το ΚΚΕ επιμένει να τηρεί στο προσκήνιο την ανεργία την οποίαν το ίδιο προκάλεσε σε πολλούς κλάδους της οικονομίας με κλείσιμο επιχειρήσεων και με την διάδοση της ιδέας της «τελικής λύσης» στα προβλήματα των φτωχών μικρομεσαίων είτε εμπόρων, είτε βιοτεχνών, είτε αγροτών. Η διαιρετική αυτή θεώρηση της πραγματικότητας στην Ελλάδα δεν έχει επιτρέψει κανένα ελληνικό ή εθνικό σχέδιο δράσης να ολοκληρωθεί ή να προχωρήσει. Το ΚΚΕ δεν τα έχει καλά ούτε με τον εφοπλισμό ούτε με τον τουρισμό, και τους δύο κλάδους της οικονομίας της χώρας οι οποίοι έχουν υπάρξει «πρωταθλητές» της οικονομίας. Είναι άγνωστο τι ακριβώς σχεδιάζει ως οικονομική πολιτική το ΚΚΕ, πάντως οδηγεί και καθοδηγεί τη χώρα σε μια μόνιμη διαίρεση η οποία δεν επιτρέπει με κανένα τρόπο την ενιαία αντιμετώπιση του παραγωγικού προβλήματος της χώρας. Όπως άλλωστε δήλωσε η ΓΓ του κόμματος «δεν είμαστε αριστερά, είμαστε το κομμουνιστικό κόμμα». Και αργότερα είπε πως τις λύσεις θα τις δώσει ο λαός. Οι δηλώσεις αυτές ένα μπορούν να σημαίνουν: το κόμμα θα πάρει εντολές από το λαό για  το πρόγραμμά του, άρα δεν έχει πρόγραμμα. Ποιος τελικά θέλει να κυβερνήσει;.


Η δεύτερη αδυναμία ήταν η κοινωνική και ιστορική απόσταση μεταξύ Ελλάδος και Ευρώπης. Η απόσταση αυτή με συνιστώσες α) την διαφορά Ορθοδοξίας και Δύσης, β)την Οθωμανική επιρροή όχι μόνο με τους γνωστούς τρόπους αλλά και με την ισχυρή παρουσία της γειτονικής Τουρκίας, γ) την κρατικοδίαιτη και δασμοβίωτη ελληνική οικονομία η οποία παρόλα τα μεγάλα βήματα ανάπτυξης στο διάστημα 1952-72 δεν απέκτησε μια εγγενή αυτονομία σε κλάδους και τομείς οι οποίοι να είχαν παραγωγική και καινοτόμα βάση, δ) τα αποτελέσματα της μεγάλης μετανάστευσης προς Αμερική, Αυστραλία και Ευρώπη η οποία μείωσε τη βάση ανάπτυξης και τη δημογραφική ανανέωση της χώρας μετά από τις τρομερές απώλειες του ΒΠΠ και του εμφυλίου, ε) την έλλειψη το έθους της ατομικής ευθύνης. Η ελληνική κοινωνία δεν είχε ποτέ αναπτύξει την κουλτούρα της ατομικής ευθύνης είτε ως ηθικό μέτρο, είτε ως υποχρέωση προς το σύνολο. Το ελληνικό ατομικιστικό πνεύμα ήταν απλά τέτοιο μόνο όταν ήταν ασύδοτο και άναρχο. Δεν δεσμεύτηκε από κάποιο στοιχείο της κοινωνικής ή πολιτιστικής του θέσμισης να αποδέχεται  υποχρεώσεις πέραν αυτών που όριζε το πατριαρχικό-ιεραρχικό σύστημα αξιών.

Η ελληνική δεξιά δεν είχε υπολογίσει αυτές τις ουσιαστικές αδυναμίες ενός τέτοιου εγχειρήματος ευελπιστώντας πως η ελληνική ιδιόμορφη κοινωνία είτε με το καλό είτε υπό πίεση θα μετασχηματιζόταν σε ευρωπαϊκή. Εδώ, η ελληνική δεξιά είτε γιατί δεν είχε κατανοήσει, δεν είχε αποτυπώσει τις βαθιές διαφορές μεταξύ ελληνικής και ευρωπαϊκής κοινωνίας είτε υπολόγισε λάθος τις αντιδράσεις των πολιτικών κομμάτων όπως του ΠΑΣΟΚ και της αριστεράς στον τρόπο με τον οποίον εφάρμοσαν ή έδρασαν σε σχέση με την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας έκανε λάθος. Ίσως να ήταν και τα δύο μαζί ως αίτια τα οποία δεν είχε σταθμίσει στο εύρος και στο βάθος τους η δεξιά πολιτική τάξη (συμπεριλαμβανομένου και του τότε Κέντρου).[12]
Τα τελευταία τριάντα χρόνια μπορούμε να παρατηρήσουμε εμπειρικά μια συνεχή αντίδραση στις εφαρμογές οργάνωσης, νομικής προσαρμογής, έλλειψης συγχρονισμού και έλλειψη διάθεσης να πραγματοποιηθεί ένας κοινωνικός μετασχηματισμός σε βάθος ο οποίος θα επέτρεπε στην ελληνική κοινωνία να γίνει ευρωπαϊκή.
Υπήρξε μια αντίσταση από μερίδα «ελληνοφρόνων» διανοούμενων, της εκκλησίας, της μαρξιστικής αριστεράς, αλλά και της πατριαρχικής ιεραρχικής δομής της ελληνικής κοινωνίας. Οι ευρωπαϊστές χαρακτηρίστηκαν και ως ευρωλιγούριδες, ή μίσθαρνα όργανα του Πάπα, ή εχθροί της ελληνικότητάς μας ή εθνομηδενιστές. Πολλές από αυτές τις κατηγορίες είχαν ορισμένους καλούς λόγους να προβληθούν διότι ο ελληνικός άκριτος και άκρατος μιμητισμός και αποδοχή προς ό,τι πήγαζε από την Εσπερία ήταν το αγαθόν και ό,τι πήγαζε από τις αξίες ενός έθνους με παρουσία τριών χιλιάδων ετών στην περιοχή αλλά και στον κόσμο ήταν από γραφικό έως απορριπτικό προς το γηγενές ιστορικό γίγνεσθαι. Ήταν πολύ εύκολο να αποποιηθεί κανείς την ελληνική πλευρά του υποανάπτυκτου Έλληνα και να φορέσει τη λεοντή του Ευρωπαίου. Ήταν εύκολο γιατί η πραγματική εσωτερίκευση του ελληνικού στοιχείου απαιτεί σκληρή εργασία, παιδεία και αφοσίωση. Απαιτεί μια πολιτιστική συνοχή με προτάγματα τα οποία ήταν υπαρξιακά και όχι πολιτικού οπορτουνισμού ή προσπάθεια αρπαγής της εξουσίας.



Η ανικανότητα της δεξιάς

Η δεξιά πρόδωσε το ίδιο  της το πρόγραμμα με την παραδοχή κομματικών και πολιτικών παιγνίων μιας κάστας πολιτικών οι οποίοι βρέθηκαν τυχάρπαστοι στην εξουσία μέσα από τις ιστορικές συγκυρίες της δικτατορίας και της Κυπριακής τραγωδίας. Η κάστα αυτή εκμεταλλεύτηκε με κάθε τρόπο την ευρωπαϊκή ιδέα διατηρώντας τα προνόμιά της και το πολιτικό της μη-ήθος από τη στιγμή που χάθηκαν και οι τελευταίοι πολιτικοί με κάποια συντηρητικά αντανακλαστικά. Ο φιλελευθερισμός της μεταγραφής Μητσοτάκη και η λαϊκή δεξιά του Έβερτ κατέληξαν στην απροκάλυπτη εκμετάλλευση των μεγάλων προσδοκιών από την ένταξη της χώρας στην ΕΕ και το ευρώ. Εκεί η ελληνική δεξιά έχασε απροκάλυπτα την επαφή της με την πραγματικότητα της χώρας η οποία παρουσίαζε όλο και πιο ισχυρά αντιδραστικά αντανακλαστικά στην προσπάθεια μετάβαση της χώρας σε μια ευρωπαϊκά οργανωμένη οντότητα. Το «εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ» και η «ήπια προσαρμογή» του Κ. Καραμανλή απέτυχαν ως προγράμματα.
Η χώρα δεν προσαρμόστηκε στο διοικητικό μοντέλο της Ευρώπης, δεν εφάρμοσε σειρά οδηγιών και ντιρεκτίβες από το άνοιγμα της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας μέχρι τη διαχείριση σκουπιδιών και αποβλήτων. Δεν προχώρησε στην αναδιάρθρωση καλλιεργειών και απέτυχε παταγωδώς στο να οργανώσει ένα συνεταιριστικό αγροτικό κίνημα με κανόνες αγοράς και εξαγωγικό προσανατολισμό. Είναι κλασσική η αποτυχία της χώρας να προωθήσει το ελληνικό λάδι στην παγκόσμια αγορά παραδίδοντας την ελληνική ποιότητα στο ιταλικό marketing.
Όλα αυτά δεν αποδεικνύουν αλλά υποδεικνύουν τις εγγενείς αδυναμίες μια ς πραγματικής προσαρμογής στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι.
Η καίρια ερώτηση που τίθεται είναι αν η ελληνική κοινωνία μπορεί να προσαρμοστεί στις επιταγές αυτής της επιλογής ή αν το πρόγραμμα ήταν πολύ φιλόδοξο και η αποτυχία του πλέον ή βέβαια.
Η απάντηση δεν είναι απλή. Για κάποιους οι ελληνικές ιδιαιτερότητας, πολιτική κουλτούρα, ιστορία, έλλειψη αστικής τάξης, διχαστικές ιδεολογίες, ισχυρές τοπικιστικές προδιαθέσεις και έλλειψη ισχυρών παραδειγμάτων ηγεσίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο στους τομείς της κοινωνικής και οικονομικής ζωής είναι καθοριστικές ως αίτια για την αδυναμία της ελληνικής κοινωνίας να προσαρμοστεί δομικά με την ευρωπαϊκή πραγματικότητα.[13]
Σε αυτά βέβαια θα πρέπει  να προστεθούν και οι εγγενείς αδυναμίες του ευρωπαϊκού νότου σε σχέση με το βορά αλλά και ο κακός σχεδιασμός του ευρώ και η έλλειψη πραγματικής κοινής οικονομικής πολιτικής της ΕΕ. Οι δύο τελευταίοι παράμετροι υπήρξαν αρνητικοί συντελεστές στην προσπάθεια προσαρμογής της χώρας στο ευρωπαϊκό μοντέλο.
Παραμένει ανοιχτό το ζήτημα της πολιτικής ηγεσίας της χώρας. Ήταν προδιαγεγραμμένη η αποτυχία του να εμπνεύσει και να ενσωματώσει μια δομική προσαρμογή του ίδιου του πολιτικού κατεστημένου στις επιταγές της αποστολής του;
Εκ του αποτελέσματος η απάντηση είναι δυστυχώς θετική. Βέβαια, η απάντηση θα ήταν διαφορετική αν η πολιτική κουλτούρα μετά το 1974 είχε προσδώσει άλλα χαρακτηριστικά στο πολιτικό προσωπικό της χώρας. Αυτό δεν έγινε γιατί ο οπορτουνισμός και οι εύκολες απαντήσεις σε μια σειρά από ζητήματα όπως αυτό της δημοκρατικής δομής των κομμάτων και οι μη-μόνιμες δομές του εκλογικού συστήματος αλλά και στην συνταγματική συγκρότηση των πολιτειακών θεσμών, εξουσίες προέδρου, γερουσία, τοπική αυτοδιοίκηση, σχέσεις εκκλησίας και κράτους, δοκίμασαν την νεοσύστατη ελληνική δημοκρατία στις δυνατότητές της να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της ως θεσμός νομιμοποίησης πολιτικών αποφάσεων. Για παράδειγμα, η έλλειψη συνταγματικού δικαστηρίου ήταν μια προφανής αδυναμία της δικαιοσύνης να ελέγξει την τάση παρανομίας και υπεκφυγών της εκτελεστικής εξουσίας απέναντι στις υποχρεώσεις της προς τους πολίτες.

Οι εκλογές και το μέλλον της δεξιάς

Οι εκλογές της 6ης Μαΐου φέρνουν τη δεξιά στο σημείο μηδέν, στο προ του 1981 σημείο και ακόμα χειρότερα. Η δεξιά σήμερα είναι πολυδιασπασμένη σε φέουδα αλλά και σε ακραίες λαϊκιστικές ή και φασιστικές φωνές. Έξη τουλάχιστον δεξιά κόμματα θα βρίσκονται υποψήφια στις εκλογές: ΝΔ, Ανεξάρτητοι Έλληνες, Χρυσή Αυγή, ΔΗΣΥ, ΔΡΑΣΗ, και ΛΑΟΣ. Όλοι μαζί συγκεντρώνουν δημοσκοπικά το 45-48%. Τα τρία πρώτα θα μπουν στη Βουλή. Οι υπόλοιποι θα μείνουν, όπως φαίνεται, εκτός. Η πολυδιάσπαση αυτή δεν παρουσιάζεται στο ΠΑΣΟΚ. Από το κόμμα αυτό με Δημαρά, Κατσέλη, Καστανίδη εκτός, δεν θα προκύψουν κόμματα από την σάρκα του στην Βουλή. Το ΠΑΣΟΚ χάνει ψηφοφόρους προς την αριστερά και τη δεξιά αλλά παραμένει συμπαγές. Η δεξιά δεν μπόρεσε να το πετύχει.  Το μόνο πλεονέκτημα το οποίο έχει αυτή τη στιγμή είναι μια σημαντική προτίμηση των Ελλήνων στην ΕΕ και το ευρώ και ο φόβος της λαϊκής δεξιάς για το μέλλον της. Παρ’ όλα τα κακουργήματα της δεξιάς αλλά και της «σοσιαλδημοκρατίας» του ΠΑΣΟΚ οι βασικές θετικές κρίσεις υπέρ μιας ευρωπαϊκής Ελλάδος ισχύουν ακόμη. Είναι μια ορμή η οποία δεν έχει ξεθυμάνει και ως δύναμη της αδράνειας κινεί ακόμη τους ψηφοφόρους προς την κατεύθυνση μιας ευρωπαϊκής πορείας. Είναι ένα είδος ιδεολογήματος το οποίο παραμένει ενεργό παρόλες τις αντιξοότητες και τις προσπάθειες της πολιτικής ελίτ να το εξοντώσει. Αυτή η δυναμική μπορεί να φέρει τη δεξιά και πάλι στο προσκήνιο με κάποιες πιθανότητες να αναβιώσει το όραμα αυτό.
Ίσως όμως αυτό να είναι μία φενάκη, μια ευχή χωρίς βάση και αντίκρισμα στην ελληνική κοινωνία.
Αν αυτό το όραμα ακυρωθεί η ελληνική κοινωνία, κατά τη γνώμη μας δεν έχει άλλο συνεκτικό στοιχείο για να συνυπάρξει ως αντιθέσεις συμφερόντων και πιστεύω. Η διάλυση βρίσκεται προ των πυλών σε σοβαρές πιθανότητες μιας «αποτυχημένης κρατικής οντότητας», δηλαδή εσωτερική ανασφάλεια, συγκρούσεις, άνοδο τοπικών κέντρων αποφάσεων, και έλλειψη κεντρικής εξουσίας. Δίχως ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα το πολιτικό υποκείμενο της Ελλάδος θα βρεθεί εγκλωβισμένο σε αταβιστικές πρακτικές τοπικισμών, ιδεολογιών φθόνου και εκδίκησης, καθώς και σε ακραίες συμπεριφορές προς ομάδες και πολιτικούς σχηματισμούς. Η πρώτη εμφανής αυτή εξέλιξη είναι η άνοδος της Χρυσής Αυγής και άλλων αναρχικών-μηδενιστικών ή ακροαριστερών δυνάμεων.
Η άνοδος της Χρυσής Αυγής προέρχεται από την αδυναμία ή τη σκόπιμη αδιαφορία του κράτους προς τη λαθρομετανάστευση. Το φαινόμενο μετατράπηκε σε μια πρόκληση ασφάλειας και πολιτισμικής επιδρομής. Η Χρυσή Αυγή έγινε ο φορέας της αντίδρασης προς την αλλοίωση της ανθρωπογεωγραφίας της χώρας και πρόσφατα φορέας της διαμαρτυρίας κατά των οικονομικών αποφάσεων της ελίτ. Τώρα το ζήτημα δεν είναι η ιδεολογική άνοδος του φασισμού, είναι η νομιμοποίηση στη συνείδηση πολλών των ακραίων βίαιων αντιδράσεων κατά του νόμου και της τάξης της χώρας. Το ΚΚΕ όπως και ο ΣΥΡΙΖΑ κηρύττουν απεργίες, καταλήψεις, πορείες, κατά το δοκούν, με σοβαρές επιπτώσεις στην οικονομία και την ομαλή κοινωνική ζωή. Επίσης αδιευκρίνιστα στοιχεία τα οποία είτε βρίσκονται εκτός των ορίων της δημοκρατίας ή και του νόμου, καταστρέφουν και καίνε την Αθήνα κατά το δοκούν. Το οργανωμένο έγκλημα δρα με άνεση και η εγκληματικότητα και παραβατικότητα κάθε είδους απειλεί τη ζωή και την περιουσία των πολιτών.
Τα φαινόμενα αυτά δεν είναι άμοιρα συνεπειών για το άμεσο μέλλον και της δημοκρατίας και της εσωτερικής ασφάλειας της χώρας. Και εσωτερική ασφάλεια σημαίνει ομαλή οικονομική ζωή. Όλα αυτά τα φαινόμενα έχουν άμεσες επιπτώσεις στο ΑΕΠ και στην ανεργία. Μειώνουν το πρώτο και αυξάνουν τη δεύτερη. Καμιά χώρα δεν μπορεί να προσβλέπει σε σοβαρή οικονομική ανάκαμψη δίχως την ύπαρξη ευνομίας και ομαλής κοινωνικής ζωής.

Αριστερά και άκρα-δεξιά      

Υπάρχει ένα σοβαρό ζήτημα για την αριστερά και την άνοδο της άκρας δεξιάς. Η αντιπαράθεσή τους στη σημερινή κατάσταση θα αποβεί εις βάρος της πρώτης. Και αυτό γιατί η μεν αριστερά έχει υφαρπάξει τα εθνικά αντανακλαστικά των θιγμένων Ελλήνων από τα μέτρα της ΕΕ αλλά η άκρα-δεξιά παίζει στο δικό της γήπεδο. Ποτέ η αριστερά δεν μπόρεσε να ξεπεράσει σε αυτό το παιγνίδι τη δεξιά. Μερικούς λόγους παραθέσαμε πιο πάνω. Σήμερα, λόγω του μεταναστευτικού προβλήματος η άκρα δεξιά έχει άλλο ένα πλεονέκτημα το οποίο αυξάνεται με το χρόνο. Παράδειγμα είναι οι κινήσεις Χρυσοχοίδη για μεταστέγαση λαθρομεταναστών από το κέντρο στην περιφέρεια ως μια πρώτη αντίδραση στη δημοσκοπική άνοδο της Χρυσής Αυγής. Η ΓΓ του ΚΚΕ αναγνώρισε πως δεν υπάρχει λύση στο μεταναστευτικό και πως το ΚΚΕ δεν έχει καμία απάντηση στο πρόβλημα (συνέντευξη στο ΣΚΑΙ 23/4/2012).[14]
Το αίτημα για εθνική κυριαρχία εξαντλείται από την αριστερά σε κορώνες κατά του Μνημονίου. Πέραν αυτού οι αντιλήψεις της αριστεράς για τα εθνικά ζητήματα, παραμένουν αμφιλεγόμενες και μάλλον υποτονικές.[15] Το διακύβευμα για την αριστερά είναι μεγάλο. Αν συνεχίσει σε αυτό το μοτίβο κινδυνεύει να γίνει αντιγραφέας της φασιστικής δεξιάς. Δεν θα προχωρήσουμε  στην ανάλυση του ζητήματος αλλά ας μην ξεχνάμε πως ο φασισμός δεν έχει και μεγάλες διαφορές με την αριστερά. Όσο και αν αυτό ακούγετε ιερόσυλο, δυστυχώς δεν απέχει πολύ από την ιστορική πραγματικότητα. Βέβαια παραμένει καθοριστικό σημείο διαφοράς αριστεράς και φασισμού η τρίτη αρχή του Αριστοφάνη, η ειρήνη.

Επιμύθιο

Κλείνοντας θα επιστρέψουμε στον μεγάλο κωμωδιογράφο και πατέρα του πολιτικού πραγματισμού. Αν μια κοινωνία χάσει τη βάση μιας πολιτικής συγκρότησης πάνω στις βασικές αξίες της οικονομίας, των απαιτήσεων του πραγματικού και της ειρήνης ως αγαθού εσωτερικού και εξωτερικού, τότε κάθε τι μπορεί να συμβεί: η πτώση των Αθηνών, η παρέμβαση της Περσίας, οι τριάκοντα τύραννοι.

Τις ίδιες παρατηρήσεις μπορούμε να κάνουμε και για ολόκληρη την Ευρώπη. Τα αποτελέσματα των εκλογών στη Γαλλία, η πτώση της κυβέρνησης της Ολλανδίας, η προσπάθεια της Ευρώπης να προχωρήσει στη λύση του δημοσιονομικού της προβλήματος μόνον μέσω της λιτότητας δεν προμηνύουν θετικές εξελίξεις για ολόκληρη την ήπειρο. Οι δεξιές και οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις ξέχασαν βασικές αρχές της πολιτικής και της κοινωνικής δεοντολογίας. Έπεσαν πρώτες αυτές θύματα της σιγουριάς του Ευρωπαϊκού μοντέλου και αδιαφόρησαν για τις βασικές αρχές της πολιτικής: εσωτερική συνοχή, ισονομία, μεγάλη μεσαία τάξη, ισχυρούς κοινούς θεσμούς  της σε όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων της ΕΕ.   Η Γερμανία πιστεύοντας στην πειθαρχία και εσωτερική συνοχή της προσπαθεί να αλλάξει σε χρόνο μηδέν την πολιτική και οικονομική κουλτούρα κρατών τα οποία έχουν δομικές και πολιτιστικές διαφορές με αυτήν. Αυτό στις δημοκρατίες είναι ουσιαστικά ανέφικτο.[16] Μόνο σταδιακά μπορούν δικαιώματα και υποχρεώσεις να προσαρμοστούν με ομαλό τρόπο. Κάθε άλλη προσαρμογή θα φέρει βίαιες αντιδράσεις όπως ήδη έφερε. Τα συμφέροντα βέβαια γύρω από το ευρώ είναι τεράστια. Παρόλα αυτά το ευρώ και η ΕΕ δεν είναι δύσκολο να καταρρεύσουν εάν και εφόσον οι αρχές του πατέρα Αριστοφάνη δεν γίνουν αρχές της ίδιας της Ευρώπης στο πλαίσιο των πραγματικών διαστάσεων της. Το ευρώ θα γίνει το καλό νόμισμα μόνον όταν υπάρξει σχέδιο και μέσα για να σταθούν οι ευρωπαϊκές οικονομίες στα ρεαλιστικά πλαίσια των δυνατοτήτων τους. Και αυτά τα πλαίσια είναι και θα είναι κατώτερα από το παρελθόν αλλά αρκετά υψηλά για μια άνετη διαβίωση και κοινωνική μέριμνα σε σχέση με άλλες περιοχές της γης.[17]  Αν η Ευρώπη αποτύχει η ίδια αλλά και η Ελλάδα ειδικά θα περάσουν από σκληρές και βίαιες ανακατατάξεις οι οποίες δεν θα έχουν να κάνουν με οράματα και θαύματα αλλά με συγκρούσεις και καταστροφές.


Νικόλαος Α. Μπινιάρης Συγγραφέας πολιτικός και οικονομικός αναλυτής


  




[1] Η γενική αυτή αρχή, δεν έχει την ισχύ ενός νόμου της φύσεως, έχει όμως μια ισχύ πολύ πέραν της οικονομικής του εμπειρικής επιβεβαίωσης. Σε κοινωνικό και ανθρωπολογικό επίπεδο αλλά κυρίως στην πολιτική εμπειρία ο κακός πολιτικός, έχει την ιδιότητα να εκτοπίζει τον καλό, ακόμα και το παράδειγμα ή την παράδοση τους.
[2] Ο πραγματισμός, μια αμερικανική αντίληψη η οποία στην ουσία υποκαθιστά την κλασσική θεωρία της γνωσιοθεωρίας: ο κόσμος εκεί έξω αντιστοιχεί με τον κόσμο τον οποίον βλέπουμε και αισθανόμαστε. Ο πραγματισμός ως θέση για το τι είναι αληθές λέει πως αληθές είναι ό,τι δουλεύει, ό,τι συμπλέκεται με τον κόσμο όπως αυτός λειτουργεί. Κύριος εκπρόσωπος του νέο-πραγματισμού ο αποθανών καθηγητής R. Rorty
[3] Βάτραχοι στοίχοι 902-922
[4] Από την εκδίωξη του Όθωνα μέχρι την έλευση του Γεώργιου η Ελλάδα διαμελίστηκε σε φέουδα με τοπάρχες και τοπικούς λήσταρχους ακόμα και στρατιωτικούς σχηματισμούς οι οποίοι επέβαλαν διόδια και φόρους. Η εσωτερική τάξη είχε πλήρως καταλυθεί. Στην ουσία με την έλευση του Γεώργιου και την αποκατάσταση της τάξης δημιουργείται ένα βασιλικό κίνημα, μια βασιλική δεξιά από τα κάτω προς τα πάνω το οποίο στηρίζει τη βασιλεία έως τη ρήξη Κωνσταντίνου-Βενιζέλου αλλά και όταν ακόμη ο Βενιζέλος επικρατεί. Η εξέλιξη της εσωτερικής συγκρότησης του κράτους στην Ελλάδα έχει μεγάλη σημασία για την ανάλυση της πολιτικής που ακολουθήθηκε από τις κυβερνήσεις της δεξιάς. Είναι επίσης ενδιαφέρον να συγκρίνει κανείς το τότε με τα πρόσφατα γεγονότα των τελευταίων ετών από ομάδες αναρχικών ή «επαναστατικών» οργανώσεων ή εκδηλώσεων αντίδρασης προς κυβερνητικά μέτρα οι οποίες παίρνουν τη μορφή αντίκρατικών δράσεων με αποτέλεσμα τη άρνηση εφαρμογής του νόμου και την έλλειψη εσωτερικής ασφάλειας. Η αντίδραση κατά της κρατικής εξουσίας και της έννομής τάξης έχει ισχυρές καταβολές στην ελληνική πολιτική κουλτούρα κατάλοιπο της αίσθησης του υπηκόου έναντι ενός ξένου και ετεροκαθορισμένου κράτους.   
[5] Είναι έκδηλη η σφοδρή αντιπαράθεσή μας με την αριστερά. Οι λόγοι όμως δεν είναι ιδεολογικοί, είναι πραγματιστικοί. Κατ’ αρχάς η αριστερά δεν προσέφερε ποτέ εθνικό σχέδιο για τη χώρα, δεύτερον δεν ήταν ποτέ ελληνική αριστερά, και τρίτον δεν έλαβε ποτέ υπόψη της την ελληνική κοινωνική και διπλωματική θέση της χώρας παρά μόνον η ευρωπαϊκή της συνιστώσα και αυτή με παλινωδίες και αμφισβητήσεις. Οι δράσεις της αριστεράς δεν συγκρότησαν ένα ελληνικό εθνικό πρόγραμμα το οποίο θα είχε σχέδιο και μέσα σε μακροχρόνια βάση. Παράδειγμα: το ΚΚΕ με το 6% έως σήμερα βρίσκεται στο 10% λόγω της ιστορικής αποτυχίας των κομμάτων εξουσίας. Το ίδιο τα ΚΚΕ αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έκαναν τίποτα για τρεις δεκαετίες για να βελτιώσουν την ιδεολογική τους θέση και την ηγεμονία τους στην ελληνική κοινωνία. Βέβαια η αριστερά σχηματοποιεί τις διεκδικήσεις των εργαζομένων  και υπεισέρχεται στην διαμόρφωση της πολιτικής αντιπαράθεσης με τη δεξιά ως προνομιακός χώρος των αγώνων του λαού εναντίον του καπιταλιστικού συστήματος το οποίο όμως δεν έχει ακόμα εμφανιστεί στην Ελλάδα με τις μορφές και την οργάνωση της Ευρώπης.
[6] Η έννοια του πολίτη στη νέο-ελληνική ιστορία είναι αμφιλεγόμενη. Υπήρξαν πάντα μεγαλόστομες διακηρύξεις από το Σύνταγμα της Επιδαύρου έως το Σύνταγμα του 1975. Δυστυχώς δεν δημιουργούνται πολίτες γράφοντας συντάγματα. Παράδειγμα η Μ. Βρετανία η οποία δεν έχει καν γραπτό Σύνταγμα. 
[7] Το κίνημα της 21ης Απριλίου δυστυχώς δεν διέθετε ισχυρές «πολιτικές» προσωπικότητες τύπου Μεταξά. Υπέκυψε στις προσδοκίες κοινωνικής ανόδου των αξιωματικών μέσω της εξουσίας και στις φατρίες μεταξύ τους. Δεν διέθετε κανένα πολιτικό σχεδιασμό για να αντιμετωπίσει την αριστερά και δεν εκμεταλλεύτηκε την εισβολή στην Πράγα και τη διαίρεση του ΚΚΕ για να προσδώσει άμεσα πολιτική νομιμοποίηση. Από την κίνηση των αξιωματικών ξεκινάει η χυλοποίηση της ελληνικής κοινωνίας με την υφαρπαγή των αντί-κομμουνιστικών αντανακλαστικών της δεξιάς για κοινωνική άνοδο και καταξίωση ομάδων της ελληνικής κοινωνίας οι οποίες δεν είχαν καμιά ικανότητα να διαχειριστούν εθνικά και πολιτικά προβλήματα της μετά-μοντέρνας πραγματικότητας η οποία είχε ήδη αναδυθεί. 
[8] Η διάλυση της ΕΚ, το κόμμα σφραγίδα του Ζίγδη, η μη ενεργοποίηση του ΠΑΡΚΕ μετά τη συμφωνία Μαύρου-Κοκκέβη ήταν η πλήρης παράδοση της φιλελεύθερης παράταξης στις πολιτικές αλλαγές των καιρών εκείνων. Η ηγετική παρουσία του Ανδρέα Παπανδρέου και οι ριζοσπαστικές του απόψεις έφεραν τη δεξιά και τη φιλελεύθερη κεντρώα αντίληψη σε αδιέξοδο. Η δεύτερη χάθηκε λόγω έλλειψης προσωπικοτήτων και πιστεύω. 
[9] Θα ήταν πολύ διαφωτιστικό να περιγράψει κανείς τα «νέα τζάκια» της μεταπολίτευσης, της καταβολές τους και τον τρόπο ανόδου τους. Εφοπλιστές και βιομήχανοι με γονείς στο ΕΑΜ οι οποίοι ψηφίζουν ΚΚΕ αλλά ξοδεύουν ασύστολα για την προβολή τους εντός της ομάδας των ομοίων τους, «εθνικοί προμηθευτές» από το παραπέτασμα, μεγαλοεργολάβοι που πούλαγαν τη Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια, στρατιές ειδικών συμβούλων και δημοσίων λειτουργών με αποστολές στην ΕΕ και σε προγράμματα σύγκλισης με επιδόματα και ειδικά μισθολόγια οι οποίοι έκαναν τις επενδύσεις τους σε κάθε είδους αντιπαραγωγική ιδέα και με γνώμονα την προσωπική τους προβολή. Η λαϊκότητα έδωσε τη θέση της σε μια άνευ προηγουμένου Ινδιανοποίηση της ελληνικής κοινωνίας σε μία πλήρη σύγχυση αξιών, καταβολών και προσδοκιών. Η κοινωνική κινητικότητα στην Ελλάδα με την έλλειψη κοινωνικής και ταξικής συνείδησης έγινε το μοναδικό παιγνίδι win-win που όλοι ήθελαν να παίξουν. Και το έπαιξαν με κάθε αθέμιτο κυρίως τρόπο.   
[10] Το κατηγόρημα «χυλός» έχει περιγραφική και όχι αξιολογική σημασία. Οι προσδοκίες ή η φαντασιακή αυτοδέσμευση του υποκειμένου στο κοινωνικό έχουν μεγαλύτερη ισχύ από την πραγματικότητα στην οποίαν δρα ή από την οποία προέρχεται το άτομο. Στην Ελλάδα ασχέτως προέλευσης ή κοινωνικό-οικονομικής  κατάστασης η βαλκανική Ελλάδα ως ευρωπαϊκή χώρα και ο πρωτοφανής πλούτος, για τα ελληνικά ιστορικά δεδομένα, των τελευταίων τριάντα ετών δημιούργησαν ένα κοινωνικό υποκείμενο με απόλυτα ρευστή ταυτότητα η οποία είχε πρωτεϊκή ιδιοσυστασία. Οι μεταμορφώσεις του ήταν συνεχείς και αδιάκοπες και αυτό φαίνεται σήμερα από τις αντιδράσεις του οι οποίοι είναι ακραίες, είτε μάνιο-καταθλιπτικές. Οι Έλληνες δεν αναγνωρίζουν στον εαυτό τους καμία ταυτότητα η οποία μπορεί να δικαιώσει τις προσδοκίες τους. Ο χαμένος παράδεισος της «ισχυρής Ελλάδος» τους έχει φέρει σε υπαρξιακό αδιέξοδο. Οι συζητήσεις περί της επερχόμενης πείνας και πώς να την αντιμετωπίσουμε είναι χαρακτηριστική εκδήλωση της μάνιο-καταθλιπτικής τους κατάστασης.
[11] Αποτελεί παγκόσμια πρώτη να είναι αρχηγός του ΠΑΣΟΚ ο άνθρωπος που εισηγήθηκε το νόμο περί μη-ευθύνης υπουργών. Ο άνθρωπος ο οποίος νομικά κατοχύρωσε τη διαφθορά στο δημόσιο βίο. 
[12] Η εξαφάνιση του Βενιζελικού φιλελεύθερου κέντρου με μια σειρά από μεγάλους Έλληνες οικονομικούς και πολιτιστικούς παράγοντες της διασποράς με έντονα ελληνοκεντρικές ιδέες αλλά και με μεγάλα κομμάτια των αστών προσφύγων από τη Μ. Ασία, είναι ένα σημαντικό ζήτημα πολιτικής εξέλιξης το οποίο χρήζει μελέτης. Αυτό απορροφήθηκε είτε από τη δεξιά είτε από την «προοδευτική παράταξη» παίρνοντας τα χειρότερα χαρακτηριστικά και των δύο. 
[13] Θα λέγαμε πως η ελληνική κοινωνία πάσχει από έναν έντονο ναρκισσισμό ο οποίος υποδηλώνει έλλειψη αυτοεκτίμησης και τάσης υπεραναπλήρωσης από κλέη του παρελθόντος. Είναι βέβαια διαφορετικό ζήτημα η βαθειά απόληξη του παρελθόντος ως πολιτιστική κληρονομιά με ζώσες εκφάνσεις, όπως ο μοναχισμός, η ποίηση, δημοτική και έντεχνη, η μουσική παράδοση, η γλώσσα και η αγάπη για την εθνική ανεξαρτησία. Οι ζωοποιές ρίζες του ελληνισμού δεν μπορούν να απομειωθούν αλλά δυστυχώς παραμένουν σε καταστολή λόγω της αδυναμίας μας, για άγνωστους λόγους, να αφομοιώσουμε τη δική μας «υψηλή κουλτούρα» αιώνων, την αρχαία και την αυτοκρατορική (ελληνιστική και Βυζαντινή) στη δική μας πρόσφατη πραγματικότητα του νέο-ελληνικού κράτους και στο σημερινό πλαίσιο του παγκόσμιου γίγνεσθαι. Ίσως αυτό να συμβαίνει γιατί η Ευρώπη αφομοίωσε την αρχαία «υψηλή κουλτούρα» και η Οθωμανική Αυτοκρατορία τη Βυζαντινή αυτοκρατορική παράδοση πιο πριν και με μεγαλύτερη επιτυχία από το νέο-ελληνικό κράτος το οποιο παρέμεινε μετέωρο ανάμεσα στις δύο.  
[14] Σε αυτό συμφωνούμε με την Κα Παπαρήγα. Η ωμή πραγματιστική της άποψη θέτει το ζήτημα σε μια άλλη βάση πέραν των φαντασιώσεων διαφόρων προτάσεων οι οποίες όμως θα καταλήξουν, όπως εξελίσσονται τα πράγματα στην ωμή βία. 
[15] Πρόσφατα έγιναν δηλώσεις του Κου Τσίπρα για να φύγει η Τουρκία από την Κύπρο. Αυτή είναι μια ενδιαφέρουσα υφαρπαγή εθνικών διεκδικήσεων από την αριστερά η οποία διολισθαίνει προς τα δεξιά αλλά με ποιο στόχο; Αν μεταλλαχθεί σε μια εθνική αριστερά τότε έχουμε μια ενδιαφέρουσα μετεξέλιξη της αριστεράς, όχι του ΚΚΕ, εν τω γίγνεσθαι. Οψόμεθα. 
[16] Στην Τρίτη ενότητα αυτής της εργασίας θα διερευνηθούν τα όρια και οι αντιφάσεις της δημοκρατίας όπως αυτή έχει διαμορφωθεί από την αρχαιότητα, την Ένδοξη Επανάσταση, τη Γαλλική έως και σήμερα.
[17] Αν ο Αριστοφάνης διάβαζε πως κάποιος τον αποκαλούσε πατέρα θα έβαζε τα γέλια. Και όμως του οφείλουμε μια αναγνώριση για τα όσα είχε εύστοχα παρατηρήσει και μας προσέφερε «κτήμα εσαεί» όπως λέει ο Θουκυδίδης για την Ιστορία του. Ο πραγματισμός είναι ζητούμενο για την επιβίωση της ΕΕ. Το καλό νόμισμα είναι επίσης ζητούμενο γιατί το ευρώ είναι μεν ισχυρό αλλά δεν αντικατοπτρίζει τις ανίσχυρες οικονομίες του νότου. Θα πρέπει να υπάρξει μια ανακατάταξη προς τις πραγματικότητες του συνόλου και όχι προς το επίπεδο των εξαιρέσεων. Αυτό το οποίο αποκρύπτεται έντεχνα από όλους όσους ευαγγελίζονται την πτώση του ευρώ είναι πως το αποτέλεσμα δεν θα είναι λουλούδια και σαμπάνιες αλλά μια ομαλή προσαρμογή προς χαμηλότερα επίπεδα εισοδημάτων και διαβίωσης για όλους τους Ευρωπαίους. Ήδη η Γερμανία με την προσαρμογή της στις νέες συνθήκες έχει καθηλώσει τους μισθούς και τις συντάξεις σε επίπεδα 2004. Ο χαμηλό πληθωρισμός βοήθησε αλλά έως πότε;