του Νίκου Μπινιάρη
1)
Το
πλαίσιο
Είναι
υπερφίαλο και παρακινδυνευμένο να προσπαθήσει κανείς να προβλέψει το μέλλον,
είτε ενός νέου ανθρώπου είτε ενός κράτους. Παρ’ όλα αυτά είμαστε αρκετά
αισιόδοξοι για να θέλουμε να προβλέψουμε το μέλλον του Σύμπαντος. Δεν υπάρχουν
σιδηροί κανόνες που ορίζουν το μέλλον, ούτε είναι υποχρεωμένα από κάποιο νόμο
της ιστορίας άτομα ή κράτη να ακολουθήσουν την πεπατημένη πορεία του παρελθόντος.
Τα άτομα μπορεί βέβαια να αλλάξουν πολύ πιο εύκολα τη ζωή τους από τα κράτη
γιατί τα δεύτερα έχουν στην πορεία τους χτίσει θεσμούς και γραφειοκρατικούς
μηχανισμούς οι οποίοι δεν αλλάζουν παρά αργά στο χρόνο και μάλιστα μπορεί να
είναι σοβαρά εμπόδια για οποιαδήποτε αλλαγή. Μπορεί να είναι ακόμα και αίτια
της διάλυσής τους.
Το
ιστορικό φαινόμενο Οθωμανική Αυτοκρατορία και της κληρονόμου αυτής Τουρκίας
έχει απασχολήσει πλειάδα ειδικών και πρόσφατα και στο παρελθόν. Σήμερα όμως, σε
μια εποχή που οι αλλαγές είναι καταιγιστικές σε αξίες, στις διεθνείς σχέσεις,
ιδέες και τεχνολογία σε διασύνδεση με την οικονομία, οι αλλαγές στη συμπεριφορά
της Τουρκίας όπως και γενικά των λαών της Μ. Ανατολής μας αναγκάζουν, για τη
δική μας επιβίωση, να προσπαθήσουμε να προβλέψουμε το μέλλον της γείτονος. Οι
απρόσμενες και ραγδαίες εξελίξεις μας επιβάλουν να διακρίνουμε μέσα στους
καπνούς των συγκρούσεων, πολεμικών και ιδεολογικών ποιο θα είναι το μέλλον της
«φίλης, συμμάχου» και κυρίως δυστυχώς γείτονος χώρας μέσα σε αυτήν την περιοχή
που βρίσκεται σε διάλυση.
Έχω
χρησιμοποιήσει τις φράσεις «για τη δική μας επιβίωση» και «την περιοχή που
βρίσκεται σε διάλυση» που ίσως αμφισβητηθούν. Θεωρώ όμως πως ο Ελληνισμός
βρίσκεται μπροστά σε μία υπαρξιακή απειλή λόγω δημογραφικού, λόγω οικονομικής
κατάρρευσης αλλά και λόγω της αρτηριοσκληρωτικής δομής των θεσμών και της
δημόσιας διοίκησης της χώρας. Η ελληνική κοινωνία δεν είναι ούτε ευπροσάρμοστη
ούτε ανθεκτική σε εξωτερικές προκλήσεις. Ο αντίλογος είναι πως ο Ελληνισμός
βρισκόταν υπό παρόμοιες απειλές πολλές φορές στο παρελθόν και πάντα επιβίωνε.
Έτσι, λένε, οι αισιόδοξοι και ντετερμινιστές για την ιστορική μας παρουσία, θα
γίνει και τώρα. Θα επαναληφθεί ένα Ναυαρίνο και μια Συνθήκη της Αδριανουπόλεως.
Το άλλο άκρο είναι να γινόμαστε μελοδραματικά απαισιόδοξοι όπως ο καθηγητής
Γιανναράς στο Finis
Graeciae.
Δυστυχώς, για λόγους που θα χρειαστούν πολλές σελίδες επιχειρημάτων, είμαι
πεπεισμένος πως η πλάστιγγα, αργά αλλά σταθερά, γέρνει προς την πλευρά άλλων
λαών και ίσως άλλων πολιτισμών. Ο Ελληνισμός επέζησε άλλοτε ως κυρίαρχο
υπόδειγμα και άλλοτε ως πολύτιμή κληρονομία και μέσα από την ύπαρξη του
ελληνορωμαϊκού, του χριστιανικού και του επιστημονικού υποδείγματος. Αυτό, ως
ιστορικό φαινόμενο, συνέβη γιατί η Δυτική σκέψη και πρακτική ήσαν βασισμένη σε
ελληνικές προτάσεις. Απ’ ότι φαίνεται όμως, είναι αυτό το πολιτισμικό πλαίσιο
που χάνει την επιρροή του στην ιστορία. Παραμένει ως παγκόσμια κληρονομιά η
επιστημονική σκέψη και πράξη ως τεχνολογία, αλλά αυτή έχει πλέον αυτονομηθεί
από την έννοια Ελληνισμός.
Ο
Huntington,
στην επικεφαλίδα του διάσημου και για άλλους κακόφημου πλέον βιβλίου του «Η
σύγκρουση των πολιτισμών» προσθέτει τη φράση «και η νέα τάξη πραγμάτων». Μετά
το 1991 όλοι οι ερευνητές και θεωρητικοί των διεθνών σχέσεων αναζητούν αυτή τη
«νέα τάξη πραγμάτων» η οποία άλλοτε είναι η φιλελεύθερη οικονομική
παγκοσμιοποίηση, το μοντέλο ΕΕ, θεσμικοί μη- κρατικοί ή υπέρ-κρατικοί
οργανισμοί και ίσως μια πιθανή επιστροφή
σε μορφές αυτοκρατορικής διοίκησης. Το βέβαιο είναι πως ο ΟΗΕ ως υπέρ-κρατικός
οργανισμός που αποτελούσε κάποτε μια ελπίδα για ένα εύνομο και ανθρώπινο μέλλον
δεν διαθέτει πλέον την επιρροή και την βαρύτητα που είχε κάποτε για τη
διευθέτηση συγκρούσεων. Σε αυτή τη νέα
αταξία πραγμάτων υπάρχει το ερώτημα που ενδιαφέρει άμεσα εμάς τους γείτονες
της Τουρκίας πού και πώς θα καταλήξει αυτή η χώρα, γιατί δυστυχώς από τον 15ο
αιώνα και μετά η ιστορία μας είναι άρρηκτα συνδεμένη με τη δική της.
Υπάρχουν
δύο σενάρια για το μέλλον της γείτονος. Η επέκταση της και η επαναφορά στο
προσκήνιο μιας Νέο-Οθωμανικής Τουρκίας, ή η διάλυσή της όπως έχει σαν κρατική
οντότητα σήμερα. Ως μελετητής της περιοχής, ιστορικά, πολιτικά, και
πολιτιστικά, έχω ταχθεί υπέρ της δεύτερης άποψης. Οι τελευταίες εξελίξεις όμως δείχνουν
πως συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο και πως η γείτων βρίσκει αρκετό χώρο να
ελίσσεται ώστε να επιτυγχάνει, όπως φαίνεται, τους μεγαλοϊδεατικούς της
οραματισμούς. Πράγματι, η κοινωνική συνοχή της, η Asabiyyah κατά των Ιμπν Χαλντούν, που
τώρα βασίζεται στον εθνικισμό της, είναι μια ισχυρή συγκολλητική ουσία για τη
διατήρηση της ως ενιαίο εθνικό-κρατικό μόρφωμα και ως κινητήριος μοχλός για την
επέκτασή της.
Η
θέση του Κεμάλ, «είμαι περήφανος που
είμαι Τούρκος», με την οποία ξεκινούν την ήμερα τους οι μαθητές στη γείτονα
είναι ένα πιστεύω το οποίο διαπερνά και δυτικότροπους και ισλαμιστές. Αυτό ήθελε
να πετύχει ο Κεμάλ αντικαθιστώντας το μοντέλο Αυτοκρατορία με το Δυτικό μοντέλο
εθνικού κράτους. Σήμερα ο εθνικισμός του Κεμάλ συνδεδεμένος με το πολιτικό
Ισλάμ κάνει μέρος της Τουρκικής ελίτ να παρατηρεί αυτό το φαινόμενο με
καχυποψία και φόβο. Εξ ου και κάποιοι επιφανείς Τούρκοι έχουν μεταναστεύσει ή
έχουν μεταφέρει τις επιχειρήσεις τους στο εξωτερικό. Μέχρι σήμερα όμως το
μεγαλύτερο ποσοστό στηρίζει τον Ερντογάν και τις αντί-αμερικανικές και
αντί-ευρωπαϊκές του κορώνες και τις προσπάθειες του να προβάλει την Τουρκική
ισχύ στη διεθνή σκηνή.
Ο
Κεμάλ, πραγματικός μεταρρυθμιστής, άλλαξε τα πάντα στην Τουρκία μετά το 23, από
το αλφάβητο, μέχρι τη γλώσσα, την ενδυμασία, την εκπαίδευση, τη σχέση κράτους
και Ισλάμ, καταργώντας το Νόμο Σαρία αντικαθιστώντας τον με το Ευρωπαϊκό κοσμικό
δίκαιο. Συστηματικά δε, με κάθε τρόπο, έκανε εκκαθαρίσεις σε όλους τους μη-Τουρκικούς
πληθυσμούς την Μ. Ασίας: Έλληνες, Αρμένιους, Χαλδαίους, Ασσύριους, Άραβες, και
άλλες μειονότητες, απομεινάρια των αρχαίων πολιτισμών της περιοχής. Άλλοι από
αυτούς εξανδραποδίσθηκαν, άλλοι εκδιώχθηκαν. Απέμειναν η Κούρδοι (αρχαία
ινδοευρωπαϊκή φυλή η οποία εξισλαμίσθηκε όταν οι Άραβες κατέλαβαν την Περσική
Αυτοκρατορία), οι «ορεινοί Τούρκοι» όπως τους βάφτισαν εύσχημα οι Τούρκοι, τους
οποίους άλλοτε με πογκρόμ, άλλοτε με υποσχέσεις τους κρατούσαν εντός του νέου
κρατικού οικοδομήματος της «εθνικά» καθαρής Τουρκίας.
Όσο όμως τα παραπάνω είναι αληθινά άλλο τόσο
αληθινό είναι το γεγονός πως ο ίδιος ο Κεμάλ είχε αναγνωρίσει το Ισλάμ ως
ισχυρό συναισθηματικό πολιτιστικό πόλο και ως την ειδοποιό διαφορά για να
συγκροτηθεί το Τουρκικό έθνος. Ο Τούρκος δεν ήταν Χριστιανός ή κάποιο άλλο
θρήσκευμα αλλά Μουσουλμάνος. Οι 400000 που ήρθαν στην Τουρκία μετά το 22 από
την Ελλάδα μπορεί να ήσαν ελληνόφωνοι αλλά ήσαν Μουσουλμάνοι. Από την αρχή της
Τουρκικής «Δημοκρατίας» το 23 το Ισλάμ υπήρχε ως ισχυρότατος συνεκτικός ιστός
για την δημιουργία του νέου εθνικού κράτους και μόνιμα παρών στις πολιτικές και
πολιτιστικές διαδικασίες της Τουρκίας. Εθνικισμός και Ισλάμ συνυπήρχαν από τότε,
όμως υπό τον απόλυτο έλεγχο του Κεμαλικού λαϊκού κράτους, και συνυπάρχουν αλλά
με άλλους συσχετισμούς έως σήμερα.
Μετά
τις πρόσφατες κοινοβουλευτικές και τοπικές εκλογές έγινε φανερό πως ο Ερντογάν
είναι όμηρος στις ψήφους και συνεπώς στις θέσεις του Μπεχτσελί, ηγέτη των
Γκρίζων Λύκων, δηλαδή του ακραίου εθνικιστικού κόμματος το οποίο αντιτίθεται σε
οποιαδήποτε συνεννόηση με το Κουρδικό στοιχειό. Σήμερα ο Ερντογάν έχει στείλει
στη φυλακή τους πλέον επιφανείς Κούρδους πολιτικούς και έχει κηρύξει
ολοκληρωτικό πόλεμο σε κάθε αυτονομιστική κίνηση τους είτε εντός είτε εκτός, σε
Συρία και Ιράκ. Όποιος συνομιλεί με Κούρδους, είναι τρομοκράτης και οδηγείται
στη φυλακή. Δεν πρέπει να ξεχνάμε επίσης πως η διένεξη Ερντογάν με τον
θρησκευτικό ηγέτη Γκιουλέν, πρώην υποστηρικτή και φίλο του η οποία ξεκίνησε το
2014, είναι επίσης ένας πόλεμος χωρίς τέλος. Ο Ερντογάν έχει εξαπολύσει μια
απηνή καταδίωξη κατά των οπαδών του, οι οποίοι ανήκουν στην αστική τάξη στους
διανοούμενους πανεπιστημιακούς, δικαστές και στρατιωτικούς. Η αποξένωση του
κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης και από τους οπαδούς του Γκιουλέν και από
τους αστούς Κούρδους της δυτικής Τουρκίας, και από τους διανοούμενους και μέρος
της Κεμαλικής ελίτ έχει στοιχίσει ψήφους τους οποίους αναπληρώνουν οι ψήφοι των
εθνικιστών και Ισλαμιστών κάθε άλλης απόχρωσής.
Ο
μεγαλοϊδεατισμός και η πίστη, και από τους κεμαλιστές και από τους Ισλαμιστές εθνικιστές,
πως το Κουρδικό στοιχείο είναι υπαρξιακός κίνδυνος για το Ντοβλέτι (το διαιώνιο
κράτος) έχει καταστεί μια έμμονη και καταστροφική ιδέα για το Τουρκικό
κατεστημένο το οποίο ασπάζεται μια εθνική ιδεολογία. Οι Κούρδοι υπήρξαν ένα
εξαίρετο αποκούμπι για κάθε εσωτερική πολιτική δυσκολία της Τουρκίας και ο Ερντογάν, από φίλος και συνομιλητής
τους στις αρχές της πρωθυπουργίας του (ετοιμαζόταν να βγάλει τον Οτσαλάν από τη
φυλακή!) έγινε ο ανήμερος εξολοθρευτής τους προβάλλοντας πάντα το ότι είναι
τρομοκράτες. Αυτό το πέτυχε μια και οι κοντόφθαμοι Δυτικοί ανεγνώρισαν το PKK ως
τρομοκρατική οργάνωση την εποχή του Ψυχρού Πολέμου σε αλληλεγγύη με την Τουρκία
του ΝΑΤΟ. Εξ ου και η από 9/10/2019
εισβολή στη Συρία για να εξοντώσει τους τρομοκράτες τους οποίους αναφέρει
συνεχώς, οι οποίοι «αποτελούν υπαρξιακή απειλή για την Τουρκία». Ο κουρνιαχτός
της εισβολής θα κρατήσει για πολύ με διπλωματικές μανούβρες πιρουέτες μεταξύ
Ρωσίας, Τουρκίας, Ιράν και Άσαντ αλλά και τις γεωπολιτικές επιπτώσεις της
απόφασης του Τραμπ να «αποσυρθεί» από «ατελείωτους πολέμους», αποσύροντας 2000
στρατιώτες από τη Συρία για να τους πάει στο Ιράκ, ενώ κάποιοι θα μείνουν να
φυλάνε τα πετρέλαια ή και την ΙΣΙΣ και στέλνοντας 3000 νέους στη Σαουδική
Αραβία! Με αυτόν τον τρόπο προσπαθεί να αποδείξει στους ψηφοφόρους του πως
είναι υπέρ της ειρήνης και κρατά τις υποσχέσεις το
2) Κεμαλισμός και η επανεμφάνιση του
Ισλάμ
Ο
Κεμαλισμός άντεξε ως κυρίαρχο θεώρημα της Τουρκικής Δημοκρατίας, με παρεμβάσεις
του στρατού, οικονομική βοήθεια από τη Δύση λόγω ΕΣΣΔ και συμμετοχής της
Τουρκίας στο ΝΑΤΟ σε όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Μετά το 1991 όμως
έχοντας ζωντανό το υπόδειγμα της Ιρανικής Επανάστασης του 79 αλλά και τη νίκη
των Ταλιμπάν και Μουτζαχεντίν στο Αφγανιστάν, το Ισλάμ άρχισε να αισθάνεται πως
μπορούσε να παίξει ξανά κάποιο ρόλο στην ιστορία. Το Ισλαμικό κόμμα του
Ερμπακάν γίνεται κυβέρνηση αλλά πέφτει. Το μέλος του όμως, ο Ερντογάν
δημιουργεί νέο, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης και εκλέγεται Πρωθυπουργός
το 2002.
Η
Τουρκία κάτω από τη σταδιακά αυξανόμενη απολυταρχική διοίκηση του Ερντογάν,
είχε από πολύ νωρίς ξεκινήσει μια διαδρομή απεξάρτησης από ΗΠΑ και Ευρώπη.
Αρνείται να επιτρέψει να περάσουν από τη χώρα Αμερικανικά στρατεύματα το 2003
για να εισβάλουν στο Ιράκ από το βορά. Αυτή ήταν μια καλομελετημένη κίνηση την
οποίαν προφανώς οι Δυτικοί ηγέτες την πήραν αδιάφορα. Ο Ερντογάν επιτίθεται
στον Ισραηλινό πρόεδρο στο Νταβός, Οι Τούρκοι υποστηρίζουν αναφανδόν τους
Παλαιστινίους. Ο Ερντογάν αρχίζει να εμπλέκεται στο παιγνίδι της προστασίας των
Μουσουλμάνων και να ενδιαφέρεται για χώρες που ανήκαν στην Οθωμανική
Αυτοκρατορία. Είχε ένα μακρόπνοο σχέδιο και το εκτελεί μεθοδικά. Το πρώτο
στάδια ήταν η ανόρθωσης και μετασχηματισμός της Τουρκικής οικονομίας. Από το
2003 έως σήμερα το τουρκικό ΑΕΠ από $304 δις το 2004 έφτασε τα 950 το 2013 και
766 το 2018. Το δεύτερο στάδιο ήταν η πολιτική δημοσίων σχέσεων παγκοσμίως και
ιδιαίτερα μετά την Αραβική Άνοιξη, η προσπάθεια δηλαδή να προσεταιρισθεί τα Ισλαμικά
πολιτικά κινήματα. Ο σύμβουλος, Υπουργός Εξωτερικών και μετέπειτα Πρωθυπουργός
Νταβούτογλου είχε επεξεργαστεί το σχέδιο μιας Νέο-Οθωμανικής επέκτασης της
Τουρκίας καθιστώντας την σχεδόν την «κεντρική» πολιτική δύναμη του Ισλάμ
παγκοσμίως. Το τρίτο στάδιο ήταν η αμυντική θωράκιση της χώρας με εγχώρια
πολεμική βιομηχανία. Τα τρία αυτά στάδια προχώρησαν παράλληλα αποκομίζοντας
σημαντικά πολιτικά και διπλωματικά οφέλη για την Τουρκία και τον Ερντογάν.
Χτίζει
τζαμιά (υπάρχουν 80000 τζαμιά στη γείτονα) και αποκαθιστά με αργές κινήσεις το
στάτους των ιμάμηδων και του Γραφείου Θρησκευτικών Υποθέσεων. Στα δικαστήρια η
μαρτυρία του Ιμάμη για το πόσο καλός
Μουσουλμάνος είναι ο κάθε διάδικός έχει βαρύτητα στην απόφαση του δικάστη.
Επιτρέπει τη μαντίλα σε επίσημες εκδηλώσεις και στα πανεπιστήμια. Απαγορεύει το
αλκοόλ. Κάνει εμφανές στην Τουρκική κοινωνία πως το ορθό γι’ αυτήν είναι να
ακολουθήσει την Ισλαμική παράδοση της χώρας, της πατρίδας των Γκαζί, πολεμιστών
της πίστης.
Η
παραπάνω σύντομη εξιστόρηση των γεγονότων και εξελίξεων θέτουν τις βάσεις για
τα επιχειρήματα υπέρ και κατά του ερωτήματος αν η Τουρκία θα μετεξελιχθεί σε
Νέο-Οθωμανική ή θα διαλυθεί.
Το
υπόβαθρο για την πιθανή εξέλιξη της Τουρκίας είναι η σημερινή κατάσταση στη
Συρία. Η απόφαση ενός ανθρώπου, του Τραμπ, για τους λόγους που προανέφερα όπως
και για άλλους από ένα ψυχολογικά ευμετάβλητο άνθρωπο προσέφερε στην Τουρκία
μια ευκαιρία να γίνει επιδιαιτητής και στα προβλήματα μιας περιοχής της πρώην
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η υποχώρηση των ΗΠΑ μπροστά στον εκβιασμό ή και
αποφασιστικότητα Ερντογάν αλλάζει τις ισορροπίες ισχύος στην περιοχή.
Με
αυτό το σκεπτικό ποιά θα είναι η θέση της Τουρκίας σε ένα κόσμο στον οποίον η
τράπουλα θα ξαναμοιραστεί και τοπικές ηγεμονικές δυνάμεις θα έχουν την ισχύ να
επιβάλουν τη θέλησή τους γύρω τους; Η Ρωσία την στηρίξει σε αυτό της το εγχείρημα αν
και έχει παρεμβάλει δικά της στρατεύματα στη ζώνη ασφαλείας που χάραξε ο
Ερντογάν. Αν μετακινήσει πληθυσμούς και εξοντώσει στρατιωτικά και ηθικά τα Κουρδικά
κινήματα, τί θα σημάνει για την περιοχή; Ποιός θα αντισταθεί στις βλέψεις της
Τουρκίας έναντι της Κύπρου και της Ελλάδος; Ποιός θα αντισταθεί στο να έχει η
Τουρκία επιρροή στα Βαλκάνια; Και ποιός θα μπορέσει να σταματήσει την Τουρκία
να αποκτήσει ένα στάτους στο Σουνιτικό Ισλάμ σχεδόν εφάμιλλο με το στάτους του
Τουρκικού Χαλιφάτου;
Η
Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν Ισλαμική. Ήταν και η έδρα του τελευταίου, «Χαλίφη»
ο οποίος μόνο Άραβας μακρινός απόγονος του Μωάμεθ δεν ήταν. Όπως λέει ο Huntington, ή Τουρκία υπήρξε η
«κεντρική» κρατική οντότητα του Ισλαμικού πολιτισμού. Η «κεντρική» κρατική
οντότητα ενός πολιτισμού είναι αυτή από την οποία προήλθε και άνθισε αυτό ο
πολιτισμός. Αυτόν τον τίτλο ιστορικά θα τον είχε η Συρία, ή η Αίγυπτος, ή
συμβολικά η Αραβία, σήμερα Σαουδική. Ιστορικά όμως από το 1517, με το Χαλιφάτο της
Κωνσταντινούπολης η Τουρκία γίνεται έως το 1923 η «κεντρική» κρατική οντότητα
του Ισλαμικού κόσμου. Σήμερα, η Τουρκία προσδοκά να ξαναπάρει αυτόν τον
τίτλο.
Αν
όλα τα σχέδια της Τουρκίας ευοδωθούν, τότε
έχει ξεκινήσει μια εξάπλωση της επιρροής και της επιβολής της στην
περιοχή την οποίαν πολύ δύσκολα κάποιος θα προέβλεπε πέντε χρόνια πριν. Η
απάντηση λοιπόν στην αρχική μας ερώτηση είναι πως η Τουρκία οδεύει, έστω με δύο
βήματα μπροστά και ένα πίσω σε μια θέση ισχύος στην Μ. Ανατολή, στα Βαλκάνια,
ακόμα και στην Ευρώπη. Η εξάπλωση της επιρροής της γείτονος αναπόφευκτα θα
περιορίσει τον Ελληνισμό στο ελάχιστο της επιβίωσής του ως αυθύπαρκτη και
ανεξάρτητη πολιτική και πολιτιστική οντότητα.
Μια
εσωτερική διαίρεση θα εξουδετερώσει την πίεση που ασκείται πάνω στην Ελλάδα και
τα συμφέροντά της στην περιοχή, και δεύτερον μια αντιπαράθεση της με τη Δύση ή
την άλλη ηγεμονική δύναμη της περιοχής, το Ισραήλ. Μόνον έτσι η Ελλάδα θα
παύσει να βρίσκεται κάτω από μια συνεχή στρατιωτική, πολιτική και πολιτιστική
πίεση όπως βρίσκεται κυρίως μετά τα Ίμια. Σε μια εσωτερική διαίρεση θα υπάρξουν
και παρενέργειες όπως μετακινήσεις
μεγάλου αριθμού Τούρκων στην Ελλάδα αιτούντων πολιτικό άσυλο, είτε καταφύγιο
έναντι αβέβαιων και ίσως αιματηρών συγκρούσεων στη Μ. Ασία. Μια εσωτερική
αστάθεια μπορεί ακόμα και να γίνει έναυσμα για περεταίρω επιθετικές ενέργειες
εναντίον μας ως πρόσχημα εσωτερικών πολιτικών αλλαγών.
Για
να αντικρούσω τις προβλέψεις για μια Νέο-Οθωμανική Τουρκία, πρέπει να αναλύσω το
εσωτερικό της μέτωπό της, δηλαδή την κοινωνική
πραγματικότητά της, μια κοινωνία που είναι πολύπλοκη και με βαθιές
αντιθέσεις. Η Σουνιτική Τουρκία είχε ένα επίχρισμα δυτικής κουλτούρας (Κεμαλισμός)
στα παράλια του Αιγαίου και την Κων/πολη. Στο εσωτερικό υπάρχουν δύο ομαδοποιήσεις
υπό διαφορετικές ιδιότητες, το Ισλάμ ως πίστη, και οι Κούρδοι ως εθνότητα, αλλά
και αυτοί Σουνίτες και μάλιστα πολλοί από αυτούς Σαλαφιστές. Τα δύο τμήματα της
Τουρκίας το Κεμαλικό και το Ισλαμικό έχουν δώσει τροφή σε σοβαρούς αναλυτές
όπως ο Huntington
να
θεωρούν την Τουρκία ως χώρα σε «σχίσμα». Βασισμένοι σε τέτοιες αντιθέσεις άλλοι
αναλυτές υποστήριζαν, όπως στο Economist
το
1995 πως η Τουρκία θα τριχοτομηθεί σε Ισλαμική, Κεμαλική και Κουρδική.
Μια
χώρα βρίσκεται σε σχίσμα εφόσον διαιρείται σε δύο αντίθετες ιδεολογίες,
θρησκείες, πολιτισμούς. Η Τουρκία μετά τον Άτα-Τουρκ αλλά ουσιαστικά μετά την
Ελληνική Επανάσταση βρίσκεται σε αυτήν την αντιπαράθεσή την οποίαν προσπαθεί να
διευθετήσει με μεταρρυθμίσεις (Τανζιμάτ), κινήματα, και τελικά με τους Νεό-Τούρκους,
τους δυτικότροπους στην εξουσία και οι οποίοι γίνονται καθεστώς μετά το 1918
και τη διάλυση του Χαλιφάτου το 1923. Η θέση της Κων/πολης η γέφυρα, μεταξύ
Ευρώπης και Ασίας δεν είναι μόνο συμβολική. Είναι μια πραγματικότητα η οποία
επηρεάζει ολόκληρη την Τουρκική ιστορία. Η Τουρκία είναι φυσική γέφυρα μεταξύ
δύο διαφορετικών τρόπων ζωής, θρησκειών και πολιτισμών, αλλά δεν τα κατάφερε
ποτέ να είναι ένας πετυχημένος συγκερασμός και των δύο. Τα παράλια όπως και από
την Μυκηναϊκή εποχή ανήκαν στη Δύση και το εσωτερικό στην Ανατολή. Το 1922 η
Ανατολή πήρε στα χέρια της το σύνολο αλλά είναι προφανές πως η παράδοση
παραμένει ζωντανή ακόμα και τώρα. Τα παράλια βλέπουν δυτικά.
3)
Το
χτες οδηγεί το σήμερα σε ένα αβέβαιο αύριο
Για
τον Ερντογάν όμως όπως και για τις υπόλοιπες Ισλαμικές χώρες έχει έρθει πια
στην επιφάνεια το κρίσιμό ιστορικό ερώτημα: ποια είναι η θέση του Ισλάμ στο
σημερινό κόσμο; Και αυτό γίνεται οξύτερο με την εμφάνιση των Σαλαφιστικών και
των παραφυάδων των κινημάτων εντός του Ισλάμ. Ο Ερντογάν κατηγορεί τη Δύση ως
Ισλαμοφοβική και η αλήθεια είναι πως υπάρχει διάχυτή Ισλαμοφοβία, μόνο που και
οι Δυτικοί για δικούς τους λόγους, και ο Ερντογάν για δικούς του ξεχνούν την
απέραντη και επιθετική Χριστιανοφοβία στις Μουσουλμανικές χώρες. Δεν θα
επεκταθώ σε κραυγαλέα παραδείγματα παρά μόνο σε δύο: πόσοι είναι οι
εναπομείναντες χριστιανικοί πληθυσμοί στη Μ. Ανατολή σήμερα μετά το Β΄ΠΠ και τί
συμβαίνει σήμερα στους Χριστιανούς της Νιγηρίας;
Το
ερώτημα της θέσης του Ισλάμ στο σημερινό κόσμο ευσχήμως ο Ερντογάν αποφεύγει να
απαντήσει, όπως και η Τουρκική κοινωνία, όπως και όλες οι Ισλαμικές κοινωνίες.
Η απάντηση στο ερώτημα εμφανίζεται στην πλήρη της έκταση και βάθος στον πόλεμο
στη Συρία ως μια τερατώδης ενδό-ισλαμική πολιτικό-ιδεολογική σύγκρουση αλλά και
ως σύγκρουση πολιτισμών. Εκεί κάθε σέκτα του Ισλάμ παίρνει μέρος σε έναν
ανελέητο πόλεμο όλων εναντίον όλων. Το καθεστώς είναι Αλαουίτες, και γύρω
υπάρχουν Σιίτες, σαλαφιστές, τζιχαντιστές ή εκφραστές του πολιτικού Ισλάμ κάθε
απόχρωσής. Οι υπόλοιπες ομάδες όπως οι κοσμικοί Κούρδοι, οι Ζωροάστρες
Γιαζίντις και οι Χριστιανοί, τείνουν
προς εξόντωση. Η Τουρκία θέλοντας να
παίξει το ρόλο του επιδιαιτητή προσπαθεί άλλοτε να κρύψει κάτω από το χαλί τις
σχέσεις της με την ΙΣΙΣ, την Αλ-Κάιντα και άλλες παρόμοιες ομάδες και
ταυτόχρονα να εμφανιστεί ως διαπρύσια πολέμια της «τρομοκρατίας». Την
τρομοκρατία όμως την καθορίζει πως
προέρχεται μόνο από το κουρδικό κίνημα,
από τη δήλωση δηλαδή μιας διαφορετικής εθνικής ταυτότητας από την Τουρκική. Η
εξέγερση των Κούρδων είναι ένας απελευθερωτικός πόλεμος αλλά αυτό έχει
βαφτιστεί τρομοκρατία και από τους Δυτικούς. Ταυτόχρονα, οι Ρώσοι, οι
Αμερικανοί, οι Ευρωπαίοι, και το Ισραήλ δηλώνουν στην περιοχή την παρουσία και
τα συμφέροντα της Δύσης, ό,τι και αν σημαίνει αυτό.
Ανάμεσα
στις σέκτες του Ισλάμ και στο μεγάλο χάσμα Σουνιτών και Σιιτών οι οποίοι πολεμούν
στο πλευρά του Άσαντ, το Τουρκικό κοινωνικό-ιστορικό φαντασιακό προσωρινά δεν
έχει επιλέξει παρά το μεγαλείο της παρελθούσης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ενώ
προσπαθεί να συναρθρώσει γύρω της τα κομμάτια της παλιάς γεωπολιτικής
οντότητας, ή ίδια είναι λόγω Κεμάλ η μήτρα που έχει γεννήσει τον πιο ισχυρό
δυτικότροπο τρόπο σκέψης στον Ισλαμικό κόσμο της περιοχής. Η ανάμειξη του Ισλάμ
με την παρουσία της Δυτικής πολιτικής, οικονομικής και τεχνολογικής παράδοσης
στην Τουρκία έχει δημιουργήσει ένα τέρας το οποίο αποτελείται από παράταιρα
κομμάτια τα οποία το ανοσοποιητικό σύστημά της απορρίπτει.
Ο
αντίλογος σε αυτό είναι πως η συνάρθρωση μιας απολυταρχικής Αυτοκρατορικής
πολιτικής οντότητας, με το δυτικότροπο οικονομικό μοντέλο, έρευνας, παραγωγής
και διάθεσης των προϊόντων, σε ένα παγκοσμιοποιημένο οικονομικό γίγνεσθαι. Μπορεί
να επιτύχει, όπως το κινεζικό πείραμα αποδεικνύει μέχρι σήμερα; Θα μπορούσε
όμως το Ισλάμ, το οποίο δεν έχει καμία σχέση με την κινεζική πολιτιστική
παράδοση, να είναι το δεύτερο διαφορετικό μοντέλο που θα αντιπαρατεθεί με το
Δυτικό μοντέλο: φιλελευθερισμός, δημοκρατία, ανθρώπινα δικαιώματα και κράτος
κοσμικού δικαίου;
Στην
πραγματικότητα η Ερντογάν στις συνεχείς επιθέσεις του κατά Ευρώπης και Αμερικής
κατηγορεί τη Δύση, για υποκρισία, επίπλαστες αξίες, καζουισμό, και αδυναμία. Ο
Νταβούτογλου κατηγορεί τη Δύση για την ενασχόληση της με τη γνωσιολογία σε
αντίθεση με το Ισλάμ που η βάση της σκέψης του είναι η οντολογία, δηλαδή η
ύπαρξη του Θεού. Ο Ερντογάν δεν παίζει απλά γεωπολιτικά παιγνίδια, αλλά ένα
σύνθετο στοίχημα μεταξύ, ισχύος, πολιτισμού, πίστης και απομείωσης της Δύσης ως
μοντέλου εξέλιξης της ανθρώπινης κοινωνίας. Η Δύση θεωρεί ως δεδομένο πως οι
αξίες της έχουν καθολική ισχύ τόση όση και η φυσική φιλοσοφία της, δηλαδή η
επιστημονική σκέψη. Εδώ ίσως να βρίσκεται και η αχίλλειος πτέρνα της Δύσης.
Μπορεί η φυσική φιλοσοφία της να είναι η οδηγός προς το μέλλον αλλά δεν είναι
καθόλου αυτονόητο πως θα είναι και μια φιλοσοφία ζωής ή συμβίωσης ανθρώπων ή
κρατών.
Εάν
η πολιτική, η ισχύς και η οικονομία
έχουν τον πρώτο λόγο, το Ισλάμ επειδή είναι και πολιτική και οικονομία και μια
θεωρία ισχύος, δεν μπορεί παρά να είναι ένας καθοριστικός παράγων για τη
συνέχεια της ιστορίας και της παρουσίας της Τουρκίας σε αυτόν τον χώρο. Η
Τουρκία ταλανίζεται από δύο επίπεδα συγκρούσεων. Δεν είμαστε μάρτυρες μόνον μιας
σύγκρουσης πολιτισμών. Η βασική σύγκρουση που παρακολουθούμε εδώ είναι ενδοπολιτισμική,
σύγκρουση ανάμεσα στις σέκτες και τις ερμηνείες του Ισλάμ που έχει μείνει ως
δόγμα παγωμένο στο χρόνο, ανίκανο να εξελιχθεί, να εναρμονισθεί με το σήμερα
όπως έγινε με την αρχαιότερη παράδοση της Κίνας ή της Ιαπωνίας. (Παρακολουθούμε
πόσο δύσκολο είναι αυτό και για τον Ινδουισμό). Ας σκεφτούμε για μια στιγμή πως
ο μόνος Μουσουλμάνος που πήρε το βραβείο Νόμπελ φυσικής, ο Πακιστανός Σαλάμ.
στον τάφο του έχει σβηστεί η λέξη «Μουσουλμάνος» γιατί ανήκε στη σέκτα των Αχμεντί
οι οποίοι δεν θεωρούνται Μουσουλμάνοι στο Πακιστάν. Το Ισλαμικό Κράτος και οι
άλλες φανταμενταλιστικές σέκτες, όπως οι Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν, δεν
εξαφανίστηκαν ποτέ. Στη Συρία και στο Ιράκ παραμένουν χιλιάδες μέλη του ΙΣΙΣ οι
οποίοι περιμένουν να ζυγίσουν τη συμπεριφορά της Τουρκίας τώρα που έχει
αναλάβει το ρόλο του φύλακα στην περιοχή.
Στο Ιντλίμπ, κάτι το οποίο δεν έχει γίνει ευρέως γνωστό, παρά τη συμφωνία με τη
Ρωσία, η Τουρκία απέτυχε (δεν τόλμησε;) να διαχωρίσει τους αντάρτες κατά του
Άσαντ από τους τρομοκράτες της Αλ-Κάιντα. Πώς θα τα καταφέρει στη νέα
επιχείρηση στη Συρία; Η ίδια έχει στείλει ως μισθοφόρους μπαζιμπούζούκους 28
διαφορετικές ομάδες Σύρων αντί-καθεστωτικών εκ των οποίων οι 21 είναι
τζιχαντιστές και πρώην μισθοφόροι των ΗΠΑ και της Σαουδικής Αραβίας. Μια
δημοσκόπηση έδειχνε πως το 13% των Τούρκων επικροτούσαν τον ΙΣΙΣ. Για να τους
χειραγωγήσει η Τουρκία θα πρέπει να επιβάλει ως νόμιμο και αποδεκτό το Τουρκικό
Σουνιτικό μοντέλο. Εδώ ακριβώς βρίσκεται το ενδοισλαμικό αδιέξοδο, ένα αδιέξοδο
το οποίο για την Τουρκία θα είναι η κύρια αιτία της ανατροπής της ισορροπίας
μεταξύ Κεμάλ και Ερντογάν.
Όσο
η Τουρκία διατηρούσε το προσωπείο του εκδυτικισμού, της απόρριψης της Αραβικής
και Περσικής της κληρονομιάς, όπως επρέσβευε ο Κεμάλ, ο οποίος δεν ήθελε να
ακούσει για Άραβες (τους γνώριζε πολύ καλά ως στρατιωτικός και μάλιστα στη
Λιβύη όπου πολέμησε τους Ιταλούς) είχε με το μέρος της μια ευνοϊκή Ευρωπαϊκή
κοινή γνώμη και τις θωπείες και τις επενδύσεις
της Δύσης. Σήμερα, τα δυτικά ΜΜΕ αρχίζουν να ανοίγουν τις κουρτίνες και
να παρουσιάζουν το πραγματικό πρόσωπο
της Τουρκίας. Οι περίφημοι τρομοκράτες του PKK, θέση που αποδέχτηκαν οι δυτικοί και
πάνω της έχτισε ο Ερντογάν και οι Γκρίζοι Λύκοι τον εθνικισμό ως ιδεολογικό
βάθρο της εσωτερικής πολιτικής της γείτονος, είναι αποκύημα του Ψυχρού Πολέμου.
Σήμερα το PKK
και
το YKG θα
ήταν δύο προοδευτικά σοσιαλιστικά ή και φιλελεύθερα κόμματα και μάλιστα θα
είχαν ως προτεραιότητα την ισότητα των γυναικών στον ισλαμικό κόσμο. Και όμως
οι αγκυλώσεις του Ψυχρού Πολέμου έχουν παραμείνει ενεργές και καταστρέφουν ζωές
εκατομμυρίων. Η Αμερικανική Βουλή αποδέχθηκε ψήφισμα όπου αναγνωρίζει τις
σφαγές των Αρμενίων ως Γενοκτονία. Η Τουρκική κοινή γνώμη (το 73% θεωρεί τις
ΗΠΑ εχθρική δύναμη) πνέει τα μένεα κατά των ΗΠΑ. Για τους Τούρκους ό,τι έχουν
κάνει είναι καλώς καμωμένο και ηθικά και πολιτικά Το να πρέπει να απολογούνται
για τα εγκλήματά τους είναι μια πρόκληση για την οποία δεν έχουν απάντηση.
Πιστεύω
πως η Τουρκία θα παραμείνει ενωμένη όσο ο εθνικισμός βρίσκει έδαφος σε μια καλή
οικονομία και μια επιτυχημένη επιβολή της ισχύος της χώρας στο εξωτερικό. Η
επιτυχία του Ερντογάν στη Συρία θα κερδίσει τις καρδίες πολλών Τούρκων, ακόμη
και από την Κεμαλική ελίτ. Για αυτό το λόγο οπωσδήποτε της χρειάζεται, αν όχι
μια αναγνώριση, αλλά μια ανοχή και σιωπηλή βοήθεια από τη Δύση. Αυτή η
τελευταία είναι απαραίτητη να κρατήσει της ελίτ, οικονομική, πανεπιστημιακή,
τεχνολογική στη χώρα και πιστή στην πολιτική Ερντογάν.
Αυτή
η πολιτική όμως δεν θα μπορέσει να πετύχει τους στόχους της στο χώρο της Μ.
Ανατολής γιατί πρώτον η περιοχή ιστορικά δεν είχε ποτέ πολιτικά ισχυρούς
δεσμούς παρά μόνο όποιους επέβαλε ο ισχυρότερος. Οι δεσμοί του Ισλάμ, αν και
σημαντικοί, Τουρκικό, Αραβικό και Ιρανικό, ενέχουν ουσιώδεις αντιπαλότητες.
Δεύτερον, πολιτικά ολοκληρωτικά καθεστώτα όπως της περιοχής, δεν μπορούν να
συνυπάρξουν ως συμπαγής ομάδα. Οι ηγέτες είναι πάντα ετοιμόρροποί και
βασίζονται στη βία για να διατηρηθούν στην εξουσία. Η υπονόμευσή τους είναι μέσον
εξάπλωσης των άλλων. Τρίτον, η αποχώρηση των Αμερικανών φέρνει στο προσκήνιο
τους Ρώσους αλλά στη σκιά βρίσκονται οι Κινέζοι. Για παράδειγμα, το 80% της
παραγωγής μαρμάρου της Τουρκίας πηγαίνει στην Κίνα, και ανήκει σε κινεζικές
εταιρίες. Ο Δρόμος του Μεταξιού περνά από την Τουρκία όπως και από τη Συρία.
Αντίθετα
η απόρριψη, το πραγματικό πάγωμα των σχέσεων Ευρώπης Αμερικής Τουρκίας θα έχει
καταλυτικές συνέπειες για την κοινωνική συνοχή και κατά συνέπεια για την
πολιτική σταθερότητα στη χώρα. Ο Ερντογάν παίζοντας πάνω στην κατασκευασμένη
αντιπαλότητα ΗΠΑ-Ρωσίας κρατάει τις απαραίτητες ισορροπίες βοηθούντος ενός
απίστευτου Τραμπ και μια διηρημένης και περιδεούς Αμερικανικής πολιτικής ελίτ η
οποία αδυνατεί πλέον να πάρει
στρατηγικές αποφάσεις.
Δυστυχώς
για τους Ρώσους, όπως και για τους Αμερικανούς τίποτα δεν είναι βέβαιο στους
αντικατοπτρισμούς της ερήμου. Οι Ρώσοι ψαρεύουν στα θολά νερά της Αμερικανικής
ανικανότητας και άγνοιας αλλά δεν θα μπορέσουν να καταφέρουν να αποσπάσουν την
Τουρκία από το ΝΑΤΟ, να εγκαθιδρύσουν μια Συρία υπό τον Άσαντ να διατηρήσουν
τις καλές τους σχέσεις με το Ισραήλ και το Ιράν και να συνεργαστούν με την
Σαουδική Αραβία. Οι αντιπαραθέσεις είναι τόσο βαθιές ώστε δεν θα μπορέσουν να
τις γεφυρώσουν. Άλλωστε κάποια στιγμή οι Ισραηλινοί θα έχουν κυβέρνηση και τότε
θα δούμε πως θα διαμορφωθεί η κατάσταση σε μια περιοχή όπου το μόνο Δυτικό
προγεφύρωμα θα βρεθεί αντιμέτωπο με μια Νέο-Οθωμανική Τουρκία. Ήδη ο Ισραηλινός
πρέσβης στον ΟΗΕ είπε πως η Τουρκία δημιουργεί στη Συρία ένα καινούργιο άντρο
τρομοκρατίας. Μόλις σήμερα έγινε γνωστό πως το Ισραήλ προσφέρει ανθρωπιστική
και άλλου είδους βοήθεια στους Κούρδους της Συρίας θεωρώντας τους στοιχεία
αντίστασης κατά της Ιρανικής επιρροής στη Συρία.
Επί
αιώνες η Οθωμανική Τουρκία διατηρούσε την υπόστασή της διότι η Ευρωπαϊκές
δυνάμεις δεν ήξεραν τι να κάνουν με το Ισλάμ. Άλλωστε η κάθε μία εποφθαλμιούσε
την άλλη για το ποιο κομμάτι της θνήσκουσας Αυτοκρατορίας θα κληρονομούσε.
Μέχρι σήμερα συμβαίνει το ίδιο. Κανείς δεν είναι έτοιμος για την μετά τη
σημερινή Τουρκική κρατική οντότητα εποχή. Αυτό θα συμβεί ως ένα ιστορικό
φαινόμενο όπως η πτώση του Τοίχους ή όπως ο καπιταλισμός που έφερε την Κίνα στο
προσκήνιο της ιστορίας.
Νικόλαος
Α. Μπινιάρης Συγγραφέας 7/11/2019