Πέμπτη 28 Ιουνίου 2012

Παλιές αλλά διαχρονικές αναφορές στο Ευρωπαϊκό ζήτημα[1].

του Κώστα Μελά.



Ο ορισμός της Ευρώπης, [ανεξάρτητα και χωρίς αναφορά στα Κράτη – Έθνη που μετέχουν σ’ αυτήν] κατά την άποψή μου, προϋποθέτει δύο πολύ συγκεκριμένες ενέργειες οι οποίες βεβαίως δεν είναι ανεξάρτητες η μία από την άλλη.
Η πρώτη αφορά στην αναζήτηση σειράς κριτηρίων στη βάση των  οποίων  θα συγκροτηθεί ή μπορεί να συγκροτηθεί η έννοια «ευρωπαϊκός λαός» ο οποίος οφείλει να αναγνωρίζεται όχι μόνο ως συγχρονικό Είναι, αλλά και ως αέναο, διαρκές και δομημένο εξουσιαστικό Γίγνεσθαι. Λαός υπάρχει και νοείται μόνον όταν το συνολικό συμπαγές πλήθος συγκροτείται σ’ένα ήδη δεδομένο σώμα ,το οποίο δρα ως συλλογικός φορέας λήψης αποφάσεων που δεσμεύουν το σύνολο.  Ως μόνη πηγή της νέας εξουσίας, ο κυρίαρχος λαός θα πρέπει λοιπόν να μην είναι δυνατόν να εμφανίζεται ως φαντασιακά  υποκαταστάσιμος από «άλλους» κυρίαρχους λαούς ή διασπάσιμος ή κατακερματίσιμος σε περισσότερους «υπό-λαούς». Ως ήδη δηλαδή συγκροτημένος στον ενικό, ο λαός θα κληθεί να συντάσσεται εσαεί στον ίδιο αριθμό και ο οποίος για να δράσει πρέπει να αναγνωρίζει ως τέτοιον τον εαυτό του. Η απόφαση για τα ποια κριτήρια θα χρησιμοποιηθούν για τη συγκρότηση της έννοιας Λαός ,δεν μπορούν να θεωρηθούν αυτόδηλα.[2] Αποτελούν κατ’εξοχήν πολιτικά κριτήρια  εκφράζοντας κατά τρόπο αποφασιστικό τις εξουσιαστικές δυνάμεις της ιστορικής «στιγμής». Τα κριτήρια αυτά ποτέ δεν εμφανίζονται ως προερχόμενα από συγκεκριμένες εξουσιαστικές βουλήσεις. Ενδύονται εξ’αρχής με τον ηθικοκανονιστικό μανδύα νοηματοδοτώντας πράξεις με νέους συμβολισμούς. Μέχρι σήμερα η  ΕΕ , έχει αρνηθεί να προβεί σε τέτοιες διευθετήσεις αρνούμενη τον ουσιαστικό ρόλο του  Πολιτικού.
   Η δεύτερη προϋπόθεση αφορά τον ορισμό των γεωγραφικών συνόρων της Ευρώπης εντός των οποίων θα δημιουργηθεί η Πολιτεία – Ευρώπη (με όποια μορφή διακυβέρνησης επιλεγεί) θα συγκροτηθεί ο λαός ως μοναδική πηγή κυρίαρχης εξουσίας.
Εάν η συλλογική ταυτότητα θεωρηθεί ότι είναι σήμερα ,αυτό που ενώνει τους ανθρώπους ώστε να δεχθούν να συγκροτήσουν την έννοια «Ευρωπαϊκός Λαός» είναι η ψυχή του όλου εγχειρήματος, η ύπαρξη συγκεκριμένων ορίων και εδάφους αποτελεί το σώμα εντός του οποίου θα κατοικήσει η ψυχή και θα δημιουργηθεί ο «ευρωπαϊκός πατριωτισμός» νοούμενος ως προσπάθεια ανύψωσης διεύρυνσης και υπεράσπισης των όποιων κατακτήσεων έχουν υπάρξει, υπάρχουν ή θα υπάρξουν για τον Ευρωπαϊκό Λαό. Μέχρι σήμερα η ΕΕ έχει αποφύγει  να ορίσει τα σύνορα της επιμελώς. Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι αυτό γίνεται για λόγους σκοπιμότητας ή για λόγους εύλογης διπλωματίας. Θεωρώ ότι αυτό γίνεται λόγω πολιτικής αδυναμίας  και καταφανούς διαστρέβλωσης του ρόλου του Πολιτικού.
Οι δύο αυτές προϋποθέσεις οδηγούν ευθέως στους βασικούς λόγους ύπαρξης του Πολιτικού. Το οριοθετούν και το θεμελιώνουν κατά τρόπο στέρεο και απρόσβλητο. Το Πολιτικόν ορίζεται ως η διαδικασία οριοθέτησης ενός γεωγραφικού χώρου με απόφαση  των κατοίκων αυτού του χώρου και με την κοινή βούληση τους να τον υπερασπισθούν έναντι οποιουδήποτε εχθρού τον επιβουλεύεται.. Ουσιαστικά πρόκειται για ορισμό του Πολιτικού ως διάκριση Φίλου και Εχθρού.[3] Η αντίθεση  Φίλου και Εχθρού είναι πρωτεύουσα προϋπόθεση κάθε κοσμοκατασκευής, είναι η αναγκαία συνθήκη του ανθρώπινου τίθεσθαι εν τω κόσμω.[4] «Η διάκριση Φίλου – Εχθρού , ως εμπειρικό ανθρωπολογικό δεδομένο και κατά τούτο θεμελιακός μηχανισμός αυτοσυντήρησης , περιλαμβάνει την ειδικά πολιτική αντίθεση Εχθρού-Φίλου , δίκην ακρότατης πύκνωσής της , στο απώτατο όριο μιας κατά τα λοιπά συνεχούς κλίμακας»[5] . Υπάρχει συνεπώς ένα είδος διανύσματος η αρχική βαθμίδα του οποίου συνίσταται από την καθαρή ενόρμηση της αυτοσυντήρησης και στην απώτατη η πολιτική διάκριση Εχθρού – Φίλου ως γενεσιουργός του Πολιτικού .Το Πολιτικόν αποτελεί βαθμίδα του δημοσίου βίου συγκροτημένη εν είδει οργανωμένης αξίωσης βουλητικής κατίσχυσης , όπου η υπαρξιακή εχθρότητα είναι πυκνότατη .Μεταξύ των δύο ακραίων καταστάσεων αναδύονται άλλες όπου η πύκνωση του Πολιτικού είναι μικρότερη λόγω των πολιτισμικών παρεμβάσεων και των λοιπών κοινωνικών λειτουργιών. Όμως το Πολιτικόν ως διάκριση μεταξύ Φίλου και Εχθρού παραμένει ανεξίτηλον.[6]  Τούτο σημαίνει ότι όλες οι ενδιάμεσες καταστάσεις δεν έχουν αυτοδύναμη ύπαρξη αλλά νοηματοδοτούνται και υπάρχουν λόγω της ύπαρξης του Πολιτικού. Έτσι και κάθε είδους νομιμότητα δεν είναι προϋπόθεση αλλά προϊόν του πολιτικού αγώνα.  «…Η πολιτική αντίθεση , ως υπαρξιακή και ταυτοχρόνως δημόσια αντίθεση , παραμένει αμαγάριστη στην καθαρότητα και επιτακτικότητά της. Απαβλύνσεις ή παροξύνσεις επιδέχεται μόνο στο εσωτερικό της , αφότου έχει ήδη καθιδρυθεί στην αυτονομία της. Τούτες οι αυξομειώσεις έντασης της εχθρότητας είναι οντολογικά πλέον ετερογενείς, λόγω της έτσι και αλλιώς μεγάλης πυκνότητας προς όσες θα συνεπάγονταν διολίσθηση προς εξωπολιτικές σφαίρες της ύπαρξης, δηλαδή το οικονομικό , το πολιτισμικό και τα συναφή πεδία. Εμφανίζεται  δε εντός του κράτους , του υπέρτατου οργανωμένου Όλου ,κλειδοκράτορα  της αρμοδιότητας για την κατάταξη των Άλλων σε Φίλους και Εχθρούς – εφ’όσον κατέχει το μονοπώλιο της έννομης άσκησης βίας. Εδώ μέσα , όσα μορφώματα πολιτικής αντιστοιχούν σε τούτες τις μεταβολές υπαρξιακής έντασης , δεν συνιστούν παρά δευτερεύουσες έννοιες ,η επιπτώσεις του Πολιτικού και είτε αφορούν επιμέρους ακολουθητέες στρατηγικές είτε προκύπτουν ως φαλκιδεύσεις του Πολιτικού, όπως οι ίντριγκες , οι ραδιουργίες , οι οικονομικές δοσοληψίες  κτλ. Σήμερα θα προσθέταμε αυτονοήτως  ό,τι ονομάζεται «επικοινωνιακή πολιτική» των κομμάτων , πολιτικό star system , διεξαγωγή δημοσκοπήσεων και συναφείς εμπορικού χαρακτήρα, παραπολιτικές δραστηριότητες»[7]. Το παραπάνω απόσπασμα δείχνει με απλότητα και σαφήνεια το αυτόνομο  του Πολιτικού και το ετερώνυμο των λοιπών ενδιαμέσων καταστάσεων. 
Το ότι  το ζήτημα του Πολιτικού εκλείπει παντελώς από τη σημερινή συζήτηση για το πολιτικόν μέλλον της Ενωμένης Ευρώπης είναι πασιφανές και σε όλους γνωστόν.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, όχι μόνο στερείται στη μέχρι σήμερα πορεία της πολιτικής ολοκλήρωσης το πλέον βασικό, δηλαδή μιας αυτοδύναμης «πολιτικής ύπαρξης» αλλά αρνείται ευσχήμως την όποια συζήτηση περί αυτού. Η όποια «πολιτική» έκφραση υπάρχει σήμερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αποτελεί τη συνισταμένη των «διακυβερνητικών» βουλήσεων των εθνικών κυβερνήσεων. Οι βουλήσεις αυτές ουσιαστικά συνίστανται σε μια διεύρυνση της εσωτερικής πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο, και οι εθνικές κυβερνήσεις δρουν πρωτίστως και αποκλειστικώς ως εκφραστές των εθνικών συμφερόντων. Η «κοινή υπόθεση» της Ευρώπης δεν μπορεί να είναι στόχος «διακρατικών» συμφωνιών, αλλά το κοινό αγαθόν μιας ενιαίας πολιτικής βούλησης. Μέχρι τώρα υπάρχει υπεραπασχόληση με την οικονομική οργάνωση της ενώ ουδόλως απασχολεί η πολιτική της υπόσταση. Το θέμα της κοινής εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας που αφορά στην καθαυτή «πολιτική» ύπαρξη της Ενωμένης Ευρώπης, σιωπηρά παραπέμπεται εις «τας  ελληνικάς καλένδας».
Η πολιτική υπόσταση της, κυριολεκτικά έχει «ανατεθεί» στις ΗΠΑ. Παρότι τα κράτη που συμμετέχουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση διαθέτουν στρατό, τούτος βρίσκεται ενταγμένος στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, την ηγεσία του οποίου ασκούν με απόλυτο και αδιαμφισβήτητο τρόπο οι ΗΠΑ. Στο διαμορφούμενο νέο διεθνές σκηνικό, κανένας λόγος δεν γίνεται για τον πολιτικό ρόλο της Ενωμένης Ευρώπης και αν γίνεται, αφορά σε συζητήσεις περιθωριακές, αντιφατικές και ελάχιστα πειστικές.
Σιωπηρώς ισχύει η αρχή της «υποταγής» και μέσω της «υποταγής» εξασφαλίζεται η πολιτική προστασία από την υπερδύναμη της αντίπερα όχθης του Ατλαντικού. Ενώ στο οικονομικό πεδίο επανειλημμένως οριοθετούνται ως ανταγωνιστές, οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία και μάλιστα πλείστα όσα αναφέρονται για τους επερχόμενους «οικονομικούς πολέμους», στο Πολιτικό επίπεδο που αποτελεί το ΛΟΓΟ ΥΠΑΡΞΗΣ κάθε Οντότητας , η Ενωμένη Ευρώπη αναζητεί ακόμη τον υποτιθέμενο ΕΧΘΡΟ της σε χώρους όπως η τρομοκρατία , η μετανάστευση  και τη διακίνηση των ναρκωτικών , δηλώνοντας απερίφραστα ότι η «ευημερία» αποτελεί το ύψιστον πολιτικόν αγαθό. Γιατί όμως υπάρχει η συγκεκριμένη συμπεριφορά ;


Κώστας  Μελάς


[1] Κ. Μελάς, Η Σαστισμένη Ευρώπη, Εξάντας 2009.
[2] Κ. Τσουκαλάς , «Η εξουσία ως Λαός και ως Έθνος» Θεμέλιο  1999.
[3] C.Schmitt, Η Έννοια του Πολιτικού .Κριτική 1988. Π .Κονδύλης , Ισχύς και Απόφαση , Θεμέλιο 1992. 

[4]  Για μια ενδελεχή όσο σφαιρική ανάλυση της έννοιας του πολιτικού βλέπε : Αιμ. Μεταξόπουλος ,    Αυτοσυντήρηση , Πόλεμος , Πολιτική , Λιβάνης 2005.

[5] Ο.π. , σελ. 97.
[6] Δ. Μαρκής , Η κατασκευή της Ευρώπης , Κριτική , 2000 σελ. 55.
[7] Αιμ. Μεταξόπουλος , Ο. π , σελίδα  99.

Τρίτη 26 Ιουνίου 2012

Η κρίση της Κεντρικής Ευρώπης το 1931.

του Κώστα Μελά.

Η εμπειρία της Κεντρικής Ευρώπης το 1931 δείχνει σε ποιο  βαθμό οι χρηματοπιστωτικοί κλονισμοί μπορούν να επιδεινώσουν την ύφεση στην πραγματική οικονομία και πόσο πολύ σημαντική είναι η λειτουργία του χρήματος  κατά την υφεσιακή περίοδο. Είναι γνωστό ότι στην Κεντρική Ευρώπη, οι κρίσεις του χρηματοπιστωτικού συστήματος προκάλεσαν γενικότερες οικονομικές και πολιτικές καταρρεύσεις. Συνδυάστηκαν δύο είδη προβλημάτων : η αστάθεια του χρηματοπιστωτικού συστήματος και η δημοσιονομική αδυναμία να εκπληρωθεί με κάθε τρόπο η απαίτηση του οικονομικού δόγματος της εποχής που απαιτούσε τον πλήρη ισοσκελισμό των κρατικών προϋπολογισμών.
Μετά την άνοιξη του 1931 η παγκόσμια οικονομική κρίση πέρασε σε μια καινούργια φάση , με βασικό της χαρακτηριστικό την κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος.   
Το χρηματοπιστωτικό σύστημα των κεντροευρωπαϊκών χωρών , γνωστό ως Universallbanken , ήταν δομημένο πάνω στη στενή του σχέση με την βιομηχανία. Δέχονταν βραχυπρόθεσμες καταθέσεις , χορηγούσαν μακροχρόνια δάνεια στις επιχειρήσεις , των οποίων κατείχαν μεγάλο αριθμό μετοχών.  Η μορφή αυτή των τραπεζικών δραστηριοτήτων επικρατούσε στην αυτοκρατορία των Αψβούργων , στο Βέλγιο, στη Σκανδιναβία, στην Ολλανδία, στην Ελβετία και στην Ιταλία αλλά και στην Ελλάδα.  Η μορφή αυτή λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος ήταν διακριτή και δημιούργησε ένα πολύ συγκεκριμένο καπιταλιστικό υπόδειγμα ανάπτυξης.  Το χρηματοπιστωτικό σύστημα είχε πληγεί σοβαρά από τους μεταπολεμικούς υπερπληθωρισμούς. Μετά την σταθεροποίηση του νομίσματος το τραπεζικό σύστημα παρουσιάστηκε με ισολογισμούς μειωμένους από το ένα τρίτο έως το ένα δέκατο πέμπτο των προπολεμικών επιπέδων. Οι τράπεζες επιχειρούσαν να επεκτείνουν το ενεργητικό τους στο προπολεμικό επίπεδο  κυρίως μέσω ξένων δανείων , διότι η οικονομία των χωρών τους δεν παρήγαγε ακόμα τους απαιτούμενους αποταμιευτικούς πόρους. Δημιουργήθηκαν στην συγκεκριμένη περίπτωση , χώρες – εξαγωγείς και χώρες –εισαγωγείς  κεφαλαίων στην Κεντρική Ευρώπη.  Τα ποσοστά δανειακής επιβάρυνσης των επιχειρήσεων της Αυστρίας , της Ουγγαρίας και της Γερμανίας  αυξήθηκαν σημαντικά μέσω εισροών ξένων κεφαλαίων. Τέτοιες πιστωτικές δομές ήταν ευάλωτες σε δύο ενδεχόμενα: αν η εισροή κεφαλαίου από το εξωτερικό  σταματούσε, και αν η πτώση των τιμών οδηγούσε σε κατάρρευση της αξίας του επενδυτικού χαρτοφυλακίου κάτι που θα αύξανε την επισφάλεια των δανείων τους προς τις επιχειρήσεις.
Την Άνοιξη και το Καλοκαίρι του 1931 , είχαμε την εμφάνιση κρίσης σε τρεις κεντροευρωπαϊκές χώρες,: στην Αυστρία εμφανίστηκε ως τραπεζική κρίση για να εξελιχθεί σε συναλλαγματική και δημοσιονομική. Στην Ουγγαρία εμφανίστηκε ως δημοσιονομική εξελίχθηκε σε συναλλαγματική κρίση  και κατέληξε σε χρηματοπιστωτική. Στη Γερμανία συνέπεσαν μια δημοσιονομική και μια τραπεζική κρίση για να εξελιχθεί και εκεί σε συναλλαγματική κρίση.
Θα αναφερθούμε κατ’ αρχάς στην αυστριακή κρίση .
Τη δεκαετία του 1920 η Αυστρία είχε πληθώρα τραπεζών , λόγω του ότι η Βιέννη ήταν η τραπεζική πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας των Αψβούργων . Από το 1926 μέχρι το 1929 , είχαμε σημαντικές συγχωνεύσεις στον τραπεζικό τομέα , λόγω των προβλημάτων που παρουσίαζαν διάφορες  τράπεζες, με αποτέλεσμα  να δημιουργηθεί ένας χρηματοπιστωτικός κολοσσός η Creditanstalt , κατά υπόδειξη της κυβέρνησης.  Ο γίγαντας αυτός στηριζόταν σε γυάλινα πόδια. Η συγχώνευση πολλών και αφερέγγυων τραπεζών δεν δημιουργεί μια υγιή τράπεζα.
Το πρόβλημα ξέσπασε όταν η  Creditanstalt ανάγγειλε μια καθυστέρηση στη δημοσίευση του ισολογισμού και των αποτελεσμάτων χρήσης  . Μεταξύ 11ης και 12ης Μαΐου αποκαλύφθηκαν ζημιές 140 εκατομμυρίων σελινίων που αποδόθηκαν στις δαπάνες για τις συγχωνεύσεις. Οι καταθέτες έχασαν την εμπιστοσύνη τους. Αποσύρθηκαν  πάνω από 200 εκατομμύρια σε καταθέσεις . Το ¼ κατατέθηκαν σε άλλες τράπεζες ενώ τα υπόλοιπα πήραν το δρόμο του εξωτερικού.  Το τελικό αποτέλεσμα μετά από διάφορες ενδιάμεσες στάσεις ήταν η Αυστρία να προβεί σε έκκληση για διεθνή βοήθεια.
Το μόνο που κατάφερε η διεθνής κοινότητα ήταν δοθούν δύο δάνεια κεντρικών τραπεζών οργανωμένα από την ΤΔΔ . Αυτά τα δάνεια αποτελούσαν έκφραση της κλασικής περίπτωσης  «πολύ λίγο και πολύ αργά».  Δεν κάλυπταν ούτε στοιχειώδεις ανάγκες της   Creditanstalt.  Η τσιγκουνιά και η καθυστέρηση απέβησαν καταστροφικές[1] .
Η  Creditanstalt αποτελούσε τεράστιο πρόβλημα και για την Αυστρία. Η διάσωση έγινε με ομόλογα της ΚΤ της Αυστρίας.  Τον Ιούνιο οι ζημιές ήταν της τάξεως των 500 εκατομμυρίων σελινίων ενώ η ΚΤ κατείχε ομόλογα της Creditanstalt ύψους 690 εκατομμυρίων σελινίων.
Στο τέλος του 1931 οι ζημιές έφθασαν στα 923 εκατομμύρια σελίνια. Επίσης είχε απαιτήσεις προς τις επιχειρήσεις πολύ υψηλές, πάνω από 1339 εκατομμύρια σελίνια.
Την άνοιξη του 1932 έγινε φανερό ότι ολόκληρο το τραπεζικό σύστημα της Αυστρίας είχε σοβαρά προβλήματα.  Το 1934 (25 Μαΐου)  η Creditanstalt συγχωνεύτηκε με δύο άλλες τράπεζες. Η καταστροφή της  Creditanstalt αποτέλεσε μια κατάσταση έκτατης ανάγκης. Μόνο το κόστος της διάσωσης της  Creditanstalt ισοδυναμούσε με το 9,0% του ετήσιου ΑΕΠ. Όμως το συνολικό κόστος ξεπέρασε το 15,0% του ΑΕΠ  αγγίζοντας το κόστος διάσωσης των κρίσεων της δεκαετίας του 1990.
Ο αυστριακός προϋπολογισμός διογκώθηκε εξαιτίας των δημοσίων δαπανών για τη διάσωση των τραπεζών.  Επίσης η επιβολή σταθεροποιητικού προγράμματος μείωνε το ΑΕΠ, ενώ αυξάνονταν οι δαπάνες για συντάξεις (απολυμένοι δημόσιοι υπάλληλοι) , για την κοινωνική πρόνοια( λόγω των απολύσεων και της ανεργίας).  Τα ελλείμματα συνέχιζαν να αυξάνουν. Η σοβαρότητα της οικονομικής κρίσης στην Αυστρία ήταν, όμως και αποτέλεσμα των μεγάλων κυβερνητικών δαπανών: υψηλά επιδόματα λόγω του μεγάλου βαθμού συνδικαλιστικής οργάνωσης που διατηρούσαν τους μισθούς υψηλούς , παρά τη μικρή αύξηση της παραγωγικότητας στα τέλη της δεκαετίας του 1920.
Το σταθεροποιητικό πρόγραμμα που επέβαλε η Δημοσιονομική Επιτροπή της ΚτΕ , περιελάμβανε , αύξηση της φορολογίας, περικοπή των δημόσιων υπηρεσιών, των μισθών, τις συντάξεις. Παρά το σταθεροποιητικό πρόγραμμα  την 1η Ιουλίου 1932 η Αυστρία σταμάτησε την εξυπηρέτηση του δανείου που είχε λάβει και οι ξένοι πιστωτές δέχτηκαν μια καινούργια συμφωνία (Πρωτόκολλο Λωζάννης) που συμπεριλάμβανε ένα άλλο δάνειο σε αντικατάσταση του προηγουμένου , που ασφαλίστηκε βάσει των μικτών εισπράξεων των αυστριακών τελωνείων και του μονοπωλίου καπνού .
ΥΓ.
Τα γεγονότα της περιόδου 1931- 1934 φαίνεται να προσομοιάζουν με τα σημερινά γεγονότα των νοτίων χωρών της ΕΕ. Ας ευχηθούμε οι μελλοντικές εξελίξεις να μην προσομοιάζουν με ότι επακολούθησε στην Αυστρία και στις άλλες χώρες της Κεντρικής Ευρώπης.

ΚΩΣΤΑΣ ΜΕΛΑΣ  26.06.2012   



[1] Ch. P. Kindlebergfr,  The World in Depression, Berkley 1986,s.147.

Παρασκευή 22 Ιουνίου 2012

Η Παγκόσμια Οικονομία και οι G-20.

του Κώστα Μελά
 
Η ανάδειξη των G-20 σε forum διαβούλευσης μεταξύ των μεγαλύτερων δυτικών οικονομικών δυνάμεων αλλά και των ανερχόμενων οικονομικών δυνάμεων , σχετικά με την κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας , πιστοποιεί κατά τον καλύτερο τρόπο την μεταβατικότητα της κατάστασης που επικρατεί στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας.. Μια μεταβατικότητα με κύριο χαρακτηριστικό την σχετική μετατόπιση του συσχετισμού δύναμης στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα προς την μεριά των αναδυομένων περιφερειακών οικονομικών δυνάμεων. Η Κίνα , Βραζιλία, Ινδία, Ρωσία και άλλες φαίνεται ότι σιγά –σιγά αλλά σταθερά ενσωματώνονται στο παγκόσμιο οικονομικό σκηνικό, επιχειρώντας να μετατρέψουν την παραγωγική ,οικονομική τους δύναμη, σε δύναμη παγκόσμιας ισχύος . Αυτό πιστοποιείται και από τη συμφωνία των χωρών αυτών να αυξήσουν τη συμμετοχή τους στο ΔΝΤ κατά 420 δις δολάρια.
Είναι απολύτως παραδεκτό από όλους τους διεθνείς οργανισμούς αλλά και από τις δηλώσεις των ηγετών των  G-20 που συμμετείχαν στην πρόσφατη σύνοδο στο Λος Κάμπος του Μεξικού, ότι η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται αντιμέτωπη με σοβαρά προβλήματα και υψηλούς κινδύνους .
Σίγουρα ο μεγαλύτερος ασθενής κατά γενική ομολογία ,αυτήν την περίοδο της παγκόσμιας οικονομίας, είναι δίχως άλλο η ΕΕ και τα προβλήματα χρέους που ταλανίζουν κυρίως τις νότιες – περιφερειακές χώρες. Επίσης είναι τα μεγάλα προβλήματα του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού  τομέα   που αποτελούν εξίσου ένα τεράστιο κίνδυνο με σημαντικές επιπτώσεις λόγω αλληλεξάρτησης στην παγκόσμια οικονομία. Η χθεσινή υποβάθμιση σειράς μεγάλων ευρωπαϊκών  χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ,  μεταξύ των οποίων η Deutsche Bank και πολλές μεγάλες αμερικανικές τράπεζες,  από τον  οίκο αξιολόγησης Moody's, με την δικαιολογία  ότι κλιμακώνεται η αναστάτωση στις κεφαλαιαγορές, λόγω της κρίσης στην Ευρώπη δείχνει με τον καλύτερο τρόπο την αλήθεια των ισχυρισμών μας.
Σύμφωνα με τον οίκο Moody's, οι τράπεζες και οι εταιρείες που υποβαθμίστηκαν είναι: Barclays (Βρετανία), Citigroup (ΗΠΑ), Credit Suisse Group AG (Ελβετία), HSBC Holdings (Βρετανία), Morgan Stanley (ΗΠΑ), Royal Bank of Scotland Group (Βρετανία), BNP Paribas (Γαλλία), Citibank (ΗΠΑ), Credit Agricole (Γαλλία), Royal Bank of Canada (Καναδάς), Societe Generale (Γαλλία) και UBS AG (Ελβετία).
Είναι χαρακτηριστικό ότι σχεδόν το σύνολο των ηγετών των κρατών που συμμετείχαν αναφέρθησαν σε αυτό το ζήτημα. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά :
Ως «ζήτημα γενικής ανησυχίας», χαρακτήρισε τις εξελίξεις στην ευρωζώνη, ο πρόεδρος της Κίνας Χου Τζιντάο, καλώντας τους G20 να υποστηρίξουν την Ευρώπη στις προσπάθειές της να περιορίσει την οικονομική κρίση. Με αυτό το περιεχόμενο, δημοσιεύτηκε άρθρο του Κινέζου ηγέτη στη μεξικάνικη εφημερίδα Reforma.
 Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Κίνας: «Η G20 θα πρέπει να το αντιμετωπίσει με έναν εποικοδομητικό τρόπο, με συνεργασία, ενθαρρύνοντας και υποστηρίζοντας τις προσπάθειες που έχουν γίνει από την Ευρώπη για να επιλυθεί η κρίση]και να στείλει μηνύματα αποκατάστασης της ασφάλειας στις αγορές. Πρέπει να αντιμετωπιστούν «οι παράγοντες ανασφάλειας και αστάθειας που απειλούν την ανάκαμψη και συμβάλλουν στην ανεπάρκεια της παγκόσμιας ζήτησης, την ασθενή ανάπτυξη των μεγαλύτερων οικονομιών και οι μεγάλες δυσκολίες σε διάφορες χώρες σε ό,τι αφορά τον συντονισμό των μακροοικονομικών πολιτικών τους. Πρέπει να γίνουν προσπάθειες για να επιτευχθεί μια σθεναρή ανάπτυξη, διαρκής και ισόρροπη στην παγκόσμια οικονομία».
Σε ανάληψη δράσης κάλεσε  ο Βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον, τις κεντρικές τράπεζες, αλλά και τις μεγαλύτερες οικονομίες της ΕΕ, ώστε να επιλυθούν τα προβλήματα που απειλούν την παγκόσμια οικονομία.
Σύμφωνα με τον Βρετανό πρωθυπουργό : «Δεν μπορούμε να αντέξουμε οι κεντρικές τράπεζες σε διεθνές επίπεδο να παραμένουν άπραγες στο περιθώριο εάν θέλουμε να επιτύχουμε την ανάπτυξη την οποία χρειαζόμαστε. Γίνεται όλο και πιο σαφές στην ευρωζώνη ότι ο πυρήνας της, περιλαμβανομένης της ΕΚΤ, πρέπει να κάνει περισσότερα για να υποστηρίξει την ζήτηση και να μοιραστεί το βάρος της προσαρμογής. Οι εναλλακτικές οδοί πέραν της ανάληψης δράσης για την δημιουργία μιας πιο συνεκτικής ευρωζώνης είναι είτε μια μόνιμη αποτελμάτωση από την κρίση στην ευρωζώνη που δεν θα επιλυθεί ποτέ--ή μια διάλυσή της, αυτό θα είχε χρηματοοικονομικές συνέπειες που θα έπλητταν πολύ σοβαρά την παγκόσμια οικονομία».
Υπενθυμίζεται ότι η Βρετανία είναι εκτός της ευρωζώνης, την οποία έχει κατηγορήσει στο παρελθόν για ευθύνες στην ήδη διαμορφωθείσα οικονομική κατάσταση, στοχεύοντας κυρίως τις επιλογές της Γερμανίας. Όμως είναι τουλάχιστον παράδοξο  να κατηγορεί  ο κ. Κάμερον, την κ. Μέρκελ  για το πρόγραμμα λιτότητας που επιβάλει στις ευρωπαϊκές οικονομίες όταν ο ίδιος εφαρμόζει  πρόγραμμα επταετούς λιτότητας  ώστε να μειώσει το έλλειμμα.  Ήδη η κεντρική τράπεζα και η βρετανική κυβέρνηση, ανακοίνωσαν ότι θα χρηματοδοτήσουν με δισεκατομμύρια λίρες το τραπεζικό σύστημα, με στόχο να το αναζωογονήσουν, μέσα σε συνθήκες ύφεσης.
Η σταθεροποίηση του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, αποτελεί βασική προτεραιότητα των ΗΠΑ, ώστε να προωθηθεί η οικονομική ανάπτυξη, σύμφωνα με τον Αμερικανό πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα. Σε δηλώσεις του ο κ. Ομπάμα, από τη σύνοδο κορυφής των G20, στο Λος Κάμπος του Μεξικού, τόνισε ότι: «Τώρα είναι ο καιρός, όπως είπαμε, να διασφαλίσουμε ότι όλοι μας θα κάνουμε ό,τι είναι απαραίτητο για να σταθεροποιήσουμε το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα και να αποφύγουμε τον προστατευτισμό».     
Η καγκελάριος της Γερμανίας Άγκελα Μέρκελ εξέφρασε  την επιδοκιμασία της για το ρόλο που διαδραματίζει η Κίνα στις προσπάθειες για την επίλυση της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους. Κατά τη συνάντησή της με τον Κινέζο ηγέτη Χου Τζιντάο στο περιθώριο της συνόδου της G20 στο Λος Κάμπος του Μεξικού, η Μέρκελ τόνισε ότι η Κίνα έχει κατ' επανάληψη εκφράσει την εμπιστοσύνη της στο ευρώ. Σύμφωνα με πηγές της γερμανικής κυβέρνησης, η καγκελάριος παρουσίασε επίσης τις απόψεις της για τις απαραίτητες ενέργειες που πρέπει να γίνουν εντός της ευρωζώνης. Όμως κανείς δεν καταλαβαίνει τι στην ουσία σημαίνει αυτό με δεδομένη την συστηματική άρνηση της Κίνας να εμπλακεί στο πρόβλημα χρέους της ΕΕ.
 Όμως δεν είναι μόνο τα προβλήματα της ΕΕ που προκαλούν ανησυχία. Παρατηρείται σαφέστατη επιβράδυνση στις οικονομίες των ΗΠΑ , της Κίνας και της Ινδίας. Το γενικότερο  περιβάλλον της παγκόσμιας οικονομίας χαρακτηρίζεται  πολύ κρίσιμο.
Συμπερασματικά δίχως καμία αμφιβολία η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση, η κρίση βαθαίνει και το κυριότερο φαίνεται ότι δεν είναι εύκολη μια έξοδος με αποφασιστικό τρόπο. Οι αλλεπάλληλες σοβαρότατες κρίσεις των τελευταίων 15 χρόνων , χωρών της Α. Ασίας, Ρωσία, κρίση των εταιριών Dot-Com, κρίση των subprime loans, κρίση χρέους χωρών της ΕΕ  δείχνουν με αρκετή σαφήνεια  την υψηλή αληθοφάνεια της παραπάνω εκτίμησης.

Κώστας  Μελάς. 22.06.2012.  


Δευτέρα 18 Ιουνίου 2012

Η κοινωνία και τo άτομo.

του Κώστα Μελά.

Συχνά ακούγεται η επίκληση από διάφορους διανοούμενους  ότι  , αν δεν αλλάξουμε τους εαυτούς μας , τίποτε δεν θα αλλάξει σε αυτή την κοινωνία!  Δηλαδή αρκεί όλα τα άτομα να αλλάξουν τους εαυτούς τους και να αλλάξει η κοινωνία; Και σε ποια κατεύθυνση θα πρέπει να αλλάξουμε τους εαυτούς μας , ο καθένας σε σχέση με τι; Κατά το δοκούν του καθενός; Και αν κάθε άτομο θέσει διαφορετικό δοκούν από το άλλο πως θα σχηματισθεί μια ευνομούμενη κοινωνία με συνοχή και συγκεκριμένη κατεύθυνση ;  Όμως πόσο ανταποκρίνεται στην αλήθεια των πραγμάτων αυτή η ρήση;   
Κατά πόσο η κοινωνία δεν είναι τίποτε άλλο από απλό άθροισμα  ατόμων όπως συνάγεται από την παραπάνω συλλογιστική ; Μήπως  θα πρέπει να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε με διαφορετικό τρόπο , δηλαδή να κατανοήσουμε την κοινωνία σαν κάτι άλλο  ακολουθώντας την άποψη ότι  «δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνία που να μην είναι κάτι για τον εαυτό της, που να μην παριστά των εαυτό της ως κάτι , πράγμα που αποτελεί συνέπεια, τμήμα και διάσταση του ότι η κοινωνία πρέπει να αυτοτεθεί ως «κάτι».
Όμως τι είναι αυτό το κάτι ; Η κοινωνία θεωρεί ότι είναι κάτι , με την έννοια ενός ξεχωριστού και ανεπανάληπτου εαυτού , ο οποίος κατανομάζεται (εντοπίζεται) αλλά κατά τα άλλα είναι «απροσδιόριστος»(με τη φυσική και λογική έννοια του όρου). Δηλαδή η κοινωνία τίθεται σαν κάτι το υπερ-φυσικό, σαν κάτι που δεν προσδιορίζεται λογικά , αλλά εν τούτοις μπορεί να εντοπισθεί , με λεπτομέρεια, μέσω της αναπαράστασης κατηγορημάτων που δίνουν αυτό που εννοούμε συνοχή της κοινωνίας.  Με βάση τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι η κοινωνία δεν θεωρεί  τον εαυτό της σαν συλλογή από άτομα που ζουν , πεθαίνουν και είναι αντικαταστάσιμα.  Ακριβώς το αντίθετο, όλα αυτά τα άτομα «ανήκουν» στην κοινωνία (τη συγκεκριμένη κοινωνία) επειδή μετέχουν στις αξίες της , στα έθιμά της , στις παραδόσεις της , στις παραστάσεις της και σε όλα όσα ονομάζονται φαντασιακές σημασίες . Τα  άτομα που συμμετέχουν στην συγκεκριμένη κοινωνία είναι οι μόνοι «πραγματικοί» φορείς της. Είναι «υποχρεωμένα» ,τα  συγκεκριμένα άτομα, να είναι φορείς , όσο χρειάζεται , της αυτοπαράστασης της κοινωνίας.
Μια κοινωνία εισέρχεται σε κρίση , όταν η αυτοπαράσταση της , οι φαντασιακές σημασίες της  δεν αναγνωρίζεται ως κάτι. Όταν επομένως δεν παρέχει στα άτομα όλες εκείνες τις προϋποθέσεις για να κάνουν την κοινωνία να λειτουργήσει ως τέτοια.  Πως γίνεται αυτό; Μα με βάση  τον τρόπο που έχουμε αλλαγές στις διεργασίες εντός της κοινωνίας που θέτουν σε αμφισβήτηση τα κατηγορήματα της κοινωνίας και οδηγούν σιγά αλλά σταθερά σε μια άλλη κοινωνία. Δηλαδή η κοινωνία θέτει τον εαυτό της σε αμφισβήτηση μόνο εάν μέσα από αυτή την αμφισβήτηση εκδηλώνεται πάλι ως κοινωνία. Επομένως το ζήτημα  δεν είναι να αλλάξουν τα άτομα τους εαυτούς τους  αν δεν αποφανθεί για το είδος της κοινωνίας που επιθυμεί. Τώρα τίθεται το βασικό ερώτημα : ο σύγχρονος έλληνας θέλει την κοινωνία στην οποία ζει; Θέλει μια άλλη;  Τι είδους κοινωνία θέλει;  Αυτό είναι το συγκεκριμένο καθοριστικό ερώτημα . Ποιος θα απαντήσει ; Νομίζω ότι από αυτή την απάντηση θα συνεχίσουμε στο επόμενο άρθρο μας.
Κώστας  Μελάς. 18.06.2012