Τρίτη 26 Ιουνίου 2012

Η κρίση της Κεντρικής Ευρώπης το 1931.

του Κώστα Μελά.

Η εμπειρία της Κεντρικής Ευρώπης το 1931 δείχνει σε ποιο  βαθμό οι χρηματοπιστωτικοί κλονισμοί μπορούν να επιδεινώσουν την ύφεση στην πραγματική οικονομία και πόσο πολύ σημαντική είναι η λειτουργία του χρήματος  κατά την υφεσιακή περίοδο. Είναι γνωστό ότι στην Κεντρική Ευρώπη, οι κρίσεις του χρηματοπιστωτικού συστήματος προκάλεσαν γενικότερες οικονομικές και πολιτικές καταρρεύσεις. Συνδυάστηκαν δύο είδη προβλημάτων : η αστάθεια του χρηματοπιστωτικού συστήματος και η δημοσιονομική αδυναμία να εκπληρωθεί με κάθε τρόπο η απαίτηση του οικονομικού δόγματος της εποχής που απαιτούσε τον πλήρη ισοσκελισμό των κρατικών προϋπολογισμών.
Μετά την άνοιξη του 1931 η παγκόσμια οικονομική κρίση πέρασε σε μια καινούργια φάση , με βασικό της χαρακτηριστικό την κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος.   
Το χρηματοπιστωτικό σύστημα των κεντροευρωπαϊκών χωρών , γνωστό ως Universallbanken , ήταν δομημένο πάνω στη στενή του σχέση με την βιομηχανία. Δέχονταν βραχυπρόθεσμες καταθέσεις , χορηγούσαν μακροχρόνια δάνεια στις επιχειρήσεις , των οποίων κατείχαν μεγάλο αριθμό μετοχών.  Η μορφή αυτή των τραπεζικών δραστηριοτήτων επικρατούσε στην αυτοκρατορία των Αψβούργων , στο Βέλγιο, στη Σκανδιναβία, στην Ολλανδία, στην Ελβετία και στην Ιταλία αλλά και στην Ελλάδα.  Η μορφή αυτή λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος ήταν διακριτή και δημιούργησε ένα πολύ συγκεκριμένο καπιταλιστικό υπόδειγμα ανάπτυξης.  Το χρηματοπιστωτικό σύστημα είχε πληγεί σοβαρά από τους μεταπολεμικούς υπερπληθωρισμούς. Μετά την σταθεροποίηση του νομίσματος το τραπεζικό σύστημα παρουσιάστηκε με ισολογισμούς μειωμένους από το ένα τρίτο έως το ένα δέκατο πέμπτο των προπολεμικών επιπέδων. Οι τράπεζες επιχειρούσαν να επεκτείνουν το ενεργητικό τους στο προπολεμικό επίπεδο  κυρίως μέσω ξένων δανείων , διότι η οικονομία των χωρών τους δεν παρήγαγε ακόμα τους απαιτούμενους αποταμιευτικούς πόρους. Δημιουργήθηκαν στην συγκεκριμένη περίπτωση , χώρες – εξαγωγείς και χώρες –εισαγωγείς  κεφαλαίων στην Κεντρική Ευρώπη.  Τα ποσοστά δανειακής επιβάρυνσης των επιχειρήσεων της Αυστρίας , της Ουγγαρίας και της Γερμανίας  αυξήθηκαν σημαντικά μέσω εισροών ξένων κεφαλαίων. Τέτοιες πιστωτικές δομές ήταν ευάλωτες σε δύο ενδεχόμενα: αν η εισροή κεφαλαίου από το εξωτερικό  σταματούσε, και αν η πτώση των τιμών οδηγούσε σε κατάρρευση της αξίας του επενδυτικού χαρτοφυλακίου κάτι που θα αύξανε την επισφάλεια των δανείων τους προς τις επιχειρήσεις.
Την Άνοιξη και το Καλοκαίρι του 1931 , είχαμε την εμφάνιση κρίσης σε τρεις κεντροευρωπαϊκές χώρες,: στην Αυστρία εμφανίστηκε ως τραπεζική κρίση για να εξελιχθεί σε συναλλαγματική και δημοσιονομική. Στην Ουγγαρία εμφανίστηκε ως δημοσιονομική εξελίχθηκε σε συναλλαγματική κρίση  και κατέληξε σε χρηματοπιστωτική. Στη Γερμανία συνέπεσαν μια δημοσιονομική και μια τραπεζική κρίση για να εξελιχθεί και εκεί σε συναλλαγματική κρίση.
Θα αναφερθούμε κατ’ αρχάς στην αυστριακή κρίση .
Τη δεκαετία του 1920 η Αυστρία είχε πληθώρα τραπεζών , λόγω του ότι η Βιέννη ήταν η τραπεζική πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας των Αψβούργων . Από το 1926 μέχρι το 1929 , είχαμε σημαντικές συγχωνεύσεις στον τραπεζικό τομέα , λόγω των προβλημάτων που παρουσίαζαν διάφορες  τράπεζες, με αποτέλεσμα  να δημιουργηθεί ένας χρηματοπιστωτικός κολοσσός η Creditanstalt , κατά υπόδειξη της κυβέρνησης.  Ο γίγαντας αυτός στηριζόταν σε γυάλινα πόδια. Η συγχώνευση πολλών και αφερέγγυων τραπεζών δεν δημιουργεί μια υγιή τράπεζα.
Το πρόβλημα ξέσπασε όταν η  Creditanstalt ανάγγειλε μια καθυστέρηση στη δημοσίευση του ισολογισμού και των αποτελεσμάτων χρήσης  . Μεταξύ 11ης και 12ης Μαΐου αποκαλύφθηκαν ζημιές 140 εκατομμυρίων σελινίων που αποδόθηκαν στις δαπάνες για τις συγχωνεύσεις. Οι καταθέτες έχασαν την εμπιστοσύνη τους. Αποσύρθηκαν  πάνω από 200 εκατομμύρια σε καταθέσεις . Το ¼ κατατέθηκαν σε άλλες τράπεζες ενώ τα υπόλοιπα πήραν το δρόμο του εξωτερικού.  Το τελικό αποτέλεσμα μετά από διάφορες ενδιάμεσες στάσεις ήταν η Αυστρία να προβεί σε έκκληση για διεθνή βοήθεια.
Το μόνο που κατάφερε η διεθνής κοινότητα ήταν δοθούν δύο δάνεια κεντρικών τραπεζών οργανωμένα από την ΤΔΔ . Αυτά τα δάνεια αποτελούσαν έκφραση της κλασικής περίπτωσης  «πολύ λίγο και πολύ αργά».  Δεν κάλυπταν ούτε στοιχειώδεις ανάγκες της   Creditanstalt.  Η τσιγκουνιά και η καθυστέρηση απέβησαν καταστροφικές[1] .
Η  Creditanstalt αποτελούσε τεράστιο πρόβλημα και για την Αυστρία. Η διάσωση έγινε με ομόλογα της ΚΤ της Αυστρίας.  Τον Ιούνιο οι ζημιές ήταν της τάξεως των 500 εκατομμυρίων σελινίων ενώ η ΚΤ κατείχε ομόλογα της Creditanstalt ύψους 690 εκατομμυρίων σελινίων.
Στο τέλος του 1931 οι ζημιές έφθασαν στα 923 εκατομμύρια σελίνια. Επίσης είχε απαιτήσεις προς τις επιχειρήσεις πολύ υψηλές, πάνω από 1339 εκατομμύρια σελίνια.
Την άνοιξη του 1932 έγινε φανερό ότι ολόκληρο το τραπεζικό σύστημα της Αυστρίας είχε σοβαρά προβλήματα.  Το 1934 (25 Μαΐου)  η Creditanstalt συγχωνεύτηκε με δύο άλλες τράπεζες. Η καταστροφή της  Creditanstalt αποτέλεσε μια κατάσταση έκτατης ανάγκης. Μόνο το κόστος της διάσωσης της  Creditanstalt ισοδυναμούσε με το 9,0% του ετήσιου ΑΕΠ. Όμως το συνολικό κόστος ξεπέρασε το 15,0% του ΑΕΠ  αγγίζοντας το κόστος διάσωσης των κρίσεων της δεκαετίας του 1990.
Ο αυστριακός προϋπολογισμός διογκώθηκε εξαιτίας των δημοσίων δαπανών για τη διάσωση των τραπεζών.  Επίσης η επιβολή σταθεροποιητικού προγράμματος μείωνε το ΑΕΠ, ενώ αυξάνονταν οι δαπάνες για συντάξεις (απολυμένοι δημόσιοι υπάλληλοι) , για την κοινωνική πρόνοια( λόγω των απολύσεων και της ανεργίας).  Τα ελλείμματα συνέχιζαν να αυξάνουν. Η σοβαρότητα της οικονομικής κρίσης στην Αυστρία ήταν, όμως και αποτέλεσμα των μεγάλων κυβερνητικών δαπανών: υψηλά επιδόματα λόγω του μεγάλου βαθμού συνδικαλιστικής οργάνωσης που διατηρούσαν τους μισθούς υψηλούς , παρά τη μικρή αύξηση της παραγωγικότητας στα τέλη της δεκαετίας του 1920.
Το σταθεροποιητικό πρόγραμμα που επέβαλε η Δημοσιονομική Επιτροπή της ΚτΕ , περιελάμβανε , αύξηση της φορολογίας, περικοπή των δημόσιων υπηρεσιών, των μισθών, τις συντάξεις. Παρά το σταθεροποιητικό πρόγραμμα  την 1η Ιουλίου 1932 η Αυστρία σταμάτησε την εξυπηρέτηση του δανείου που είχε λάβει και οι ξένοι πιστωτές δέχτηκαν μια καινούργια συμφωνία (Πρωτόκολλο Λωζάννης) που συμπεριλάμβανε ένα άλλο δάνειο σε αντικατάσταση του προηγουμένου , που ασφαλίστηκε βάσει των μικτών εισπράξεων των αυστριακών τελωνείων και του μονοπωλίου καπνού .
ΥΓ.
Τα γεγονότα της περιόδου 1931- 1934 φαίνεται να προσομοιάζουν με τα σημερινά γεγονότα των νοτίων χωρών της ΕΕ. Ας ευχηθούμε οι μελλοντικές εξελίξεις να μην προσομοιάζουν με ότι επακολούθησε στην Αυστρία και στις άλλες χώρες της Κεντρικής Ευρώπης.

ΚΩΣΤΑΣ ΜΕΛΑΣ  26.06.2012   



[1] Ch. P. Kindlebergfr,  The World in Depression, Berkley 1986,s.147.