Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2016

Σε τι αλήθεια πιστεύει ο Wolfgang Schauble;



του Κώστα Μελά

Οι περισσότεροι παρατηρητές της σύγχρονης γερμανικής σκηνής επισημαίνουν ότι μετά την ενοποίηση της Δυτικής και Ανατολικής  Γερμανίας άλλαξε ο τόνος της γερμανικής πολιτικής κουλτούρας. Άρχισαν να εμφανίζονται εκ νέου προβληματισμοί και θέματα που είχαν ξεχασθεί μετά τις πολιτικές εξελίξεις που ακολούθησαν την ήττα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
 Κυρίως επανήλθαν στο προσκήνιο οι συζητήσεις που είχαν αναπτυχθεί την περίοδο της δεκαετίας του 1920 το κύριο περιεχόμενο των οποίων ήταν προσανατολισμένο στις γερμανικές εθνικοεπαναστατικές παραδόσεις.  Βεβαίως , σήμερα  τουλάχιστον,  το γερμανικό ζήτημα  φαίνεται να μην συνδέεται τόσο με τα παραδοσιακά θέματα της Machtpolitik  και της Realpolitik, τα οποία έχουν βρει μια λύση(;) με την ένταξη της Γερμανίας στο ΝΑΤΟ και στο πολιτικοοικονομικό πλαίσιο της Ενωμένης Ευρώπης.  Συνδέεται κατά πρώτο και κύριο με τη γερμανική ταυτότητα. Προκρίνεται η συζήτηση σε πολιτιστικό επίπεδο.
 Όμως πριν αναφερθούμε σε αυτά τα ζητήματα θεωρούμε σκόπιμο να πούμε δύο λόγια για τον τρόπο που οι Γερμανοί, ιστορικά, αντιλαμβάνονται τη  Realpolitik. Η αναφορά δεν είναι τυχαία όπως θεωρούμε ότι θα δειχθεί στη συνέχεια.
Στη ρίζα της Realpolitik βρισκόταν ένα μεγάλο μέρος της γερμανικής εθνικής ιδεολογίας που μπορεί να συνοψισθεί στα εξής: « Ό,τι κι αν λένε οι άλλοι, η μόνη ρεαλιστική θέση είναι ότι η πολιτική βασίζεται στην αχαλίνωτη χρήση βίας. Πιο συγκεκριμένα, η διεθνής πολιτική δεν είναι τίποτε άλλο παρά η συνέχιση του πολέμου με άλλα μέσα. Διότι παρά τις ωραίες λέξεις που μπορεί να μεταχειρίζονται οι ξένοι πολιτικοί ηγέτες, την κρίσιμη ώρα βασίζονται κι αυτοί στην ισχύ τους, για να πραγματοποιήσουν τους πολιτικούς τους σκοπούς. Και τη χρησιμοποιούν δίχως αναστολές, όπως κι οι Γερμανοί. Η μόνη διαφορά είναι ότι οι Γερμανοί  είναι πιο ειλικρινείς» (Νόρμπερτ Ελίας, Ναζισμός και Γερμανικός Χαρακτήρας).
Η παραπάνω άποψη βρίσκεται πολύ κοντά στην ιστορική πραγματικότητα. Εκεί όμως που χρειάζεται να σταθούμε είναι η λέξη «ειλικρινείς». Ενώ η εθνική πίστη των Γερμανών στη Realpolitik συνδεόταν με την πίστη τους στον πόλεμο και στη χρήση της ένοπλης ισχύος ως έσχατο μέσο για την επίλυση συγκρούσεων μεταξύ των εθνών και έδειχναν ιδιαίτερη ευαισθησία στο ρόλο που έπαιζε η φυσική βία δεν έδειχναν ανάλογη ευαισθησία για τους περιορισμούς στην άσκηση της υπέρτερης ισχύος την οποία συνεχώς υπερτιμούσαν ως προς την μακροχρόνια αποτελεσματικότητά της, πιστεύοντας ότι πάντοτε θα λειτουργούσε υπέρ τους. Αυτή τη μονομέρεια των αντιλήψεών τους την ονόμαζαν ειλικρίνεια.
Αρνούνταν κατηγορηματικά να «ντύσουν» την ωμή βία με  την λεγόμενη «μαλακή ισχύ» ώστε να παραχθεί η ισχύς με τη σύγχρονη έννοια κάτι που , κυρίως οι Αγγλοσάξονες, αλλά και τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά εθνικά κράτη το έχουν αναγάγει σε υπέρτατη τέχνη. Η απουσία  «μαλακής ισχύος»  σε συνδυασμό με την άτεγκτη προτεσταντική ηθική τους στην ουσία μετέτρεπε την γερμανική  Realpolitik σε ένα επικίνδυνο μίγμα κυνικού ρομαντισμού και άτεγκτης πορείας προς το πεπρωμένο.
Ας επανέλθουμε τώρα στα ζητήματα που ανέκυψαν μετά την ενοποίηση και αφορούν στην εκ νέου αναζήτηση της γερμανικής ταυτότητας. Μια συζήτηση που αποτελούσε ταμπού κατά το μεγαλύτερο μέρος της μεταπολεμικής περιόδου. Η συζήτηση γίνεται  στη βάση της ιστορικής ιδιαιτερότητας της Γερμανικής κοινωνίας και επιδιώκεται να δειχθεί ότι αυτή η ιδιαιτερότητα ισχύει μέχρι και σήμερα. Η πολιτιστική στροφή που έχει επισυμβεί στην Γερμανία προκαλεί αναπόφευκτη διάζευξη με την, μέχρι την ενοποίηση, πολιτική πρακτική, προαναγγέλλοντας μια διαφορετική πολιτική αντίληψη στις γερμανικές ελίτ. Οι συζητήσεις για την γερμανική ταυτότητα μοιραία λαμβάνουν χώρα σε ένα πλαίσιο στο οποίο τον πρώτο ρόλο έχουν παλαιές ιδέες που αποπνέουν συντηρητισμό και αντιδραστικό εθνικισμό. Ιδέες που , παρακάμπτοντας εντέχνως την περίοδο του Ναζισμού, θέλουν να ξαναγυρίσουν στις ιερές παραδόσεις της Δεύτερης Αυτοκρατορίας (τις οποίες κατέστρεψαν οι Ναζί ως μικροαστοί).Η συντηρητική αυτή αντίληψη έχει απλώσει την επιρροή της σε ένα ευρύ φάσμα πολιτικών και διαμορφωτών της κοινής γνώμης.
Παράλληλα ο γερμανικός εθνικιστικός ιδεαλισμός  στηρίζει την  αποτελεσματικότητα της οικονομίας αλλά και στηρίζεται από αυτή. Στηρίζει  την  υπέρμετρη «ωμή βία» με την οποία επιβάλλουν ,εκεί που μπορούν, την οικονομική τους λογική, η οποία συνάδει με μερκαντιλιστκά πρότυπα (το εθνικό οικονομικό συμφέρον είναι πρώτιστο) και  με τη σειρά της στηρίζεται στη δύναμη που παρέχει η οικονομική ισχύς.
Ο Γερμανός υπουργός οικονομικών Wolfgang Schauble αποτελεί την επιτομή αυτών των αντιλήψεων. Ενώ η προηγούμενη γενιά πολιτικών ηγετών καθόρισε απόλυτα την εξωτερική πολιτική της με βάση το στόχο της πλήρους ενσωμάτωσης της Γερμανίας στην Ευρώπη και στο ΝΑΤΟ, μια νέα γενιά , αντιπροσωπευτικό δείγμα είναι ο  Wolfgang Schauble , δεν κάνουν καμία προσπάθεια να κρύψουν τη θεμελιώδη και απόλυτη πίστη τους στις αξίες του γερμανικού εθνικισμού.
Τώρα , είναι γνωστόν, ότι στην ιστορία της Γερμανίας , οι συζητήσεις για την γερμανική ταυτότητα καθορίστηκαν από τη διάχυτη και εγγενή αντίληψη της γερμανικής κοινωνίας περί της ιδιαιτερότητας της, σε σχέση με τη Δύση. Δεν πρόκειται, όπως λανθασμένα πολλές φορές αναφέρεται, περί απλού  ιδεολογήματος, αλλά για  συγκεκριμένο περιεχόμενο που πήρε το κυρίαρχο πολιτιστικό υπόδειγμα σε πλήρη αλληλεξάρτηση με τις ιδιαίτερες αναπτυξιακές διαδικασίες της γερμανικής κοινωνίας. Υπ΄ αυτήν την άποψη η συγκεκριμένη αντίληψη ως  δομικό στοιχείο του συλλογικού φαντασιακού της γερμανικής κοινωνίας αποτελεί μέρος της πραγματικότητά ς της.  Συνεπώς χρειάζεται ως τέτοια να ληφθεί υπόψη και ως τέτοια να ενταχθεί σε μια συλλογιστική αντιμετώπισης. Οι θέσεις που θεωρούν τις αντιλήψεις αυτές ως ανορθολογικές , μεταφυσικές κτλ (Richard Wolin, Η Γοητεία του Ανορθολογισμού) απλά επιβεβαιώνουν τα θεμελιώδη λάθη ενός «φιλελευθερισμού» που σφύζει από «οικουμενιστικά ιδεολογήματα» τα οποία δεν αντέχουν στην βάσανο της κριτικής της ιστορίας.
Από ιστορική άποψη, λοιπόν, οι συζητήσεις αυτές παραπέμπουν στην εικόνα της Γερμανίας που ακολουθεί το δικό της δρόμο. Έτσι το ζήτημα με τη γερμανική πολιτική της ταυτότητας είναι ότι τα βασικά σημεία αναφοράς της , τόσο ιστορικά όσο και πολιτισμικά, διαπνέονται από το ήθος της γερμανικής εξαίρεσης.  Αναπόφευκτα, λοιπόν, όταν τίθενται σήμερα εκ νέου ζητήματα που αφορούν την εξέλιξη της γερμανικής εθνικής ταυτότητας είναι δύσκολο –αν όχι αδύνατο- να αποφευχθεί η χρήση της εθνοκεντρικής φρασεολογίας των παλαιότερων συζητήσεων για τη γερμανική ταυτότητα.   
Στο σημείο αυτό πρέπει να επιστήσουμε την προσοχή του αναγνώστη. Το πρόβλημα δεν είναι η  γερμανική ιδιαιτερότητα , άλλωστε όλοι οι λαοί έχουν τις ιδιαιτερότητες τους που ανιχνεύονται σε ολόκληρη την ιστορική τους διαδρομή, παρά τις ισοπεδωτικές επιδράσεις που έχει επιφέρει η νεωτερικότητα κύρια συνιστώσα της οποίας αποτελεί το καπιταλιστικό σύστημα.    Το ζήτημα είναι γιατί η γερμανική ιδιαιτερότητα διάκειται τόσο εχθρικά στις υπόλοιπες εθνικές ιδιαιτερότητες που προσπαθεί ουσιαστικά  να τις απαλλοτριώσει, να τις υποτάξει, να τις υποδουλώσει και εν τέλει να τις εξαφανίσει. Αυτό χρειάζεται να ερμηνευθεί και να κατανοηθεί. Θα το επιχειρήσουμε σε άλλο άρθρο. Όμως μπορούμε απλά να αναφέρουμε ότι : Οι Γερμανοί διακρίνονται από το έντονο πάθος με το οποίο αφοσιώνονται σε διάφορες ιδέες και προσπαθούν να τις μετατρέψουν σε πραγματικότητες. Τα μεγαλύτερα επιτεύγματά τους, οι πιο καταστροφικές αποτυχίες τους, η τραγική πολιτική τους ιστορία διαπνέονται εξ ολοκλήρου από αυτό τον επικίνδυνο ιδεαλισμό. Αν οι περισσότεροι από εμάς είμαστε θύματα των περιστάσεων, μπορεί κανείς να πει ότι ο γερμανικός λαός ως σύνολο είναι έρμαιο των ιδεών (E.M.Butler, The Tyranny of Greece over Germany). Ακόμη: Οι Γερμανοί είναι περίεργος λαός… Κάνουν τη ζωή τους δύσκολη χωρίς λόγο, αναζητώντας βαθιές σκέψεις και ιδέες παντού, δίνοντας βαθύτερο νόημα στα πάντα (Γκαίτε : Γράμμα στον Έκκερμαν).  
Τώρα  μπορούμε να ισχυρισθούμε, ότι ,η  μελέτη της ιστορίας δείχνει ότι , παρά τις  συνεχείς προσπάθειες , αποτυγχάνει , προκαλώντας όμως τεράστιες καταστροφές , στην ίδια την Γερμανία αλλά και στις υπόλοιπες χώρες. Πάντοτε υπήρξε η περίοδος μεγάλης μεγέθυνσης της ισχύος της υπερακοντίζοντας  το εθνικό αίσθημα της ιδιαιτερότητας της , για να ακολουθήσει η υπερτίμηση της ισχύος της και τελικά να επέλθει η καταστροφή. .  Η ιστορία των Γερμανών είναι μια ιστορία των άκρων. Έχει τα πάντα εκτός από τη μεσότητα, εδώ και χίλια χρόνια οι Γερμανοί έχουν ζήσει τα πάντα εκτός από την κανονικότητα…. Το μόνο κανονικό στοιχείο της γερμανικής ιστορίας είναι οι βίαιες μεταβολές (A.J.Taylor, The course of German History)

Δεν θα ήταν παράλογος ο παραλληλισμός , ότι , και σήμερα η Γερμανία ακολουθεί την ίδια λογική με το παρελθόν, αυτή τη φορά στο πεδίο της οικονομίας. Η ρήση του Walter Rathenau « η οικονομία καθορίζει τη μοίρα μας» φαίνεται ότι αποτελεί το moto  των νέων πολιτικών και επιχειρηματικών γερμανικών αρχηγεσιών, τουλάχιστον από τα τέλη της δεκαετίας 1950.  Η τρομακτική ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας σε συνδυασμό με την ενοποίηση της χώρας, παρά τις επίμονες, αλλά ατελέσφορες προσπάθειες ,της Γαλλίας, να θέσουν πολιτικούς φραγμούς ελέγχου(Κώστας Μελάς, Από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα  στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση) οδήγησαν στη Συνθήκη του Μάαστριχτ και εκεί τελείωσαν όλα.  Η πρόταξη της οικονομικής ισχύος της Γερμανίας  δικαιολογήθηκε  με βάση την ιδιαιτερότητα της (το γνωστό :κάντο όπως η Γερμανία)  στην οποία όμως προσέδιδαν οικουμενικά ή τουλάχιστον ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά και καλούσαν τις υπόλοιπες χώρες να μιμηθούν το συγκεκριμένο πρότυπο. Γνώριζαν(ουν) σαφέστατα ότι αυτό δεν μπορεί να συμβεί (κάθε  χώρα έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες) αλλά το προέτασσαν για να αναδείξουν τη δικιά τους  ισχύ και την αδυναμία των άλλων επιδιώκοντας να  τους μειώσουν ηθικά σύμφωνα με το προτεσταντικό δόγμα αλλά επί της ουσίας να επιβάλλουν εντελώς λανθασμένα μέτρα τα οποία εξουθενώνουν τις οικονομίες των υπολοίπων χωρών αλλά μακροπρόθεσμα υποσκάπτουν συστηματικά τη δικιά τους οικονομική ισχύ.  Προσοχή, οι μηχανισμοί που υποσκάπτουν την οικονομική ισχύ της Γερμανίας δεν είναι μόνο οικονομικοί (όπως πολλές φορές έχει υποστηριχθεί) αλλά πρωτίστως είναι λόγοι πολιτικοί και ως γνωστόν η Γερμανία ως πολιτικό υποκείμενο ταλανίζεται από απίστευτο αριθμό λανθασμένων επιλογών και πρακτικών.
 Τίποτα δεν δείχνει καλύτερα τον μη ρεαλιστικό χαρακτήρα της γερμανικής   Realpolitik από τους γερμανικούς  πολεμικούς στόχους τον προηγούμενο αιώνα.  Μολονότι οι ηγετικές ομάδες της Γερμανίας στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους διέφεραν σημαντικά ως προς την κοινωνική τους καταγωγή , οι πολεμικοί τους στόχοι ήταν ουσιαστικά οι ίδιοι: αποσκοπούσαν στη δημιουργία μιας γερμανικής αυτοκρατορίας στην Ευρώπη, πιθανώς με κάποιες υπερπόντιες κτήσεις.  Στην πράξη δεν ήταν παρά μια γερμανική αποικιοκρατική αυτοκρατορία στην Ευρώπη και πέραν αυτής. 
Έχει σημασία να αναφέρουμε (ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στα σημερινά σχέδια της Γερμανίας όπως αυτά εκφράζονται από τον  Wolfgang Schauble )ότι το σχέδιο στην περίπτωση του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου , εκτός από την άμεση προσάρτηση περιοχών, κυρίως στα ανατολικά, απέβλεπε στη σύσταση μιας κεντροευρωπαϊκής ένωσης, αποτελούμενης από τη Γαλλία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, τη Γερμανία, τη Δανία και την Αυστροουγγαρία , με την Ιταλία, τη Σουηδία και τη Νορβηγία ως συνδεδεμένα μέλη. Πολλά εδάφη στην Ανατολή, συμπεριλαμβανομένης της Πολωνίας και μεγάλων τμημάτων της Ρωσίας , προορίζονταν να αποτελέσουν απλώς και μόνο αποικίες. Οραματίζονταν, επίσης, την επέκταση της γερμανικής αποικιακής αυτοκρατορίας στην Αφρική, στον Ειρηνικό ωκεανό αλλά και στη Μέση Ανατολή.   Η σημερινή πολιτική ηγεσία της Γερμανίας , παρακάμπτει τη Ναζιστική περίοδο για πολλαπλούς λόγους ,αλλά  επανέρχεται ποικιλοτρόπως  στο Αυτοκρατορικό παρελθόν της χώρας της.
Το μη ρεαλιστικό και των δύο Παγκοσμίων Πολέμων ήταν , ακόμα και σε περίπτωση νίκης της Γερμανίας στο πεδίο του πολέμου, η απόλυτη αδυναμία ενός λαού με πληθυσμό 60-70 εκατομμύρια να μπορέσει να επιβληθεί ,πολιτικά, οικονομικά ,σε ευρωπαϊκούς πληθυσμούς  αναπτυγμένων εθνικών κρατών μεγέθους 450-500 εκατομμυρίων.   Η αφέλεια των γερμανικών πολιτικών ηγεσιών εδραζόταν στο ότι φθάνει να κερδίσει τον πόλεμο και όλες οι χώρες θα ήταν έτοιμες να δεχθούν την γερμανική κυριαρχία. Επί της ουσίας τα σχέδια των πολιτικών ελίτ στερούνταν ρεαλισμού και αντίληψης της πραγματικότητας. Ο τρόπος που ονειρεύονταν να επιβληθούν στους ευρωπαϊκούς λαούς δεν θα ήταν αποτελεσματικός ούτε για υποανάπτυκτες χώρες της Αφρικής.  
Αν πράγματι έχουμε εισέλθει , κατά κάποιο τρόπο, στο μυαλό του Wolfgang Schauble, κάτι που σημαίνει ότι έχουμε αντιληφθεί την ουσία του σχεδίου του, το πρόβλημα που ανακύπτει είναι ο τρόπος αντιμετώπισής του. Εδώ τα πράγματα δυσκολεύουν. Γίνονται περισσότερο περίπλοκα αλλά και ενδιαφέροντα.  Αποκτούν πρόσθετο ενδιαφέρον διότι συνδέονται άμεσα με το υπάρχον μόρφωμα της ΕΕ και σαφέστατα με την προοπτική του.

Την προσήλωση της Γερμανίας στον στόχο των «Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης» διεκήρυξε  ο Καγκελάριος 
Helmut Kohl κατά την υπογραφή της Συνθήκης των Τεσσάρων συν Δύο (3.10.1990) για την επανένωση των δύο Γερμανιών. Μια δεκαετία αργότερα την επαναβεβαίωσε ο Υπουργός Εξωτερικών Joschka Fischer κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στο Πανεπιστήμιο Humboldt του Βερολίνου (12.5.2000).
Η άποψη του Χέλμουτ Κολ ότι η Γερμανική και η Ευρωπαϊκή ενοποίηση αποτελούν τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος έχει τεθεί για καλά στις ελληνικές καλένδες.
Η Γερμανία αυτή την στιγμή κατέχει περισσότερο από το ένα τέταρτο του πλούτου της ευρωζώνης, αλλά η χώρα τα βρίσκει δύσκολα να χειριστεί τον ηγεμονικό ρόλο που έχει αποκτήσει και που ποτέ δεν ήθελε.
Αυτό που διαφαίνεται με σχετική ακρίβεια,  είναι ότι υπάρχουν χώρες  σήμερα στην ΕΕ που δεν  «χωρούν» στο σχέδιο  Schauble  σε μια ένωση υπό την απόλυτη κυριαρχία της Γερμανίας. Το ΗΒ είναι η πρώτη και ισχυρή χώρα που βρίσκεται σε αυτήν τη κατηγορία. Βεβαίως η Β. Ιρλανδία ως κομμάτι του αγγλοσαξονικού κόσμου  και έπονται οι τρεις χώρες της Μεσογείου : Ισπανία, Πορτογαλία και Ελλάδα. Οι γνωστές προτάσεις του  Schauble προς την Ελλάδα για «προσωρινή» αποχώρηση από το ευρώ αποτελούν αποχρώσεις ενδείξεις της συγκεκριμένης άποψης.  Η Κύπρος και η Μάλτα, όπως είναι λογικό, δεν φαίνεται να λαμβάνονται υπόψη.
Ήδη η αποχώρηση του ΗΒ από την ΕΕ, φαίνεται ότι εξυπηρετεί τα σχέδια του Wolfgang Schauble και της παρέας του. Με την γερμανική ενοποίηση, ένα στοιχείο – κλειδί της δυναμικής της Ευρώπης, που ήταν βασισμένη στην ισορροπία μεταξύ των  μεγαλύτερων μελών – κρατών, της Δυτικής Γερμανίας, της Γαλλίας, της Βρετανίας και της Ιταλίας , χάθηκε. Δεν αποτελεί σύμπτωση ότι με την γερμανική ενοποίηση, το ενδιαφέρον της Βρετανίας στην Ε.Ε. εξαφανίστηκε. Και με την απόσυρση αυτή της Βρετανίας, η ισορροπία των δυνάμεων κλονίστηκε ακόμη περισσότερο.
Η μέχρι το πρόσφατο παρελθόν, τακτική της Γαλλίας για πολιτικό έλεγχο της οικονομικής ισχύος της Γερμανίας μέσω δημιουργίας διαφόρων γραφειοκρατικών μηχανισμών και συγκεκριμένων θεσμών (από την ΚΑΠ μέχρι την ΕΚΤ) έχει αποτύχει με βάση τα σημερινά αποτελέσματα. Η Γερμανική οικονομική ισχύς έχει μετατραπεί και σε πολιτική ισχύ έχοντας δημιουργήσει:  θεσμικό πλαίσιο που την εξυπηρετεί, συμμαχίες προθύμων χωρών που την ακολουθούν, αποδυνάμωση των ισχυρών χωρών της ΕΕ (Γαλλία, Ιταλία) που διστάζουν ή αδυνατούν να προβάλλουν αντιρρήσεις σοβαρού περιεχομένου στην πορεία της ένωσης. Ο λόγος είναι ένας και μοναδικός: ο φόβος για τη «νομιμοποιημένη»  ανάδυση ενός ανεξέλεγκτου γερμανικού επιθετικού ιδεαλιστικού εθνικισμού μέσω της αποδυνάμωσης ή και τελικά διάλυσης της ευρωζώνης και της ΕΕ, η αντιμετώπιση του οποίου σχεδόν θα είναι αδύνατη από κάθε χώρα ξεχωριστά. Ο φόβος είναι υπαρκτός και δεδομένος. Δείχνει με σαφήνεια ότι η προβαλλόμενη αντίληψη αντιμετώπισης του γερμανικού ιδεαλιστικού εθνικισμού με άμεση αντιπαράθεση με οποιοδήποτε άλλον ευρωπαϊκό εθνικισμό είναι ατελέσφορη. Εδώ εντάσσεται και η ανιστόρητη αντίληψη της αποχώρησης της Ελλάδας από την ΕΕ ως στρατηγική επιλογή για την αντιμετώπιση της πληθώρας των υπαρκτών προβλημάτων μας  κατά μόνας.  Όλοι όσοι φαντασιώνονται ότι η αποχώρηση της χώρας από την ΕΕ θα σταματήσει με μαγικό τρόπο την εκδήλωση των υπαρχόντων εθνικισμών οι οποίοι λαμβάνουν διάφορες μορφές (από οικονομική μέχρι γεωπολιτική πλευρά). Εξάλλου η Ελλάδα έχει πικρή πείρα από την εχθρότητα της Γερμανίας από την περίοδο του χαμένου πολέμου του 1897 και τη σαφή υποκίνηση της Τουρκίας προκειμένου να ικανοποιηθούν τα γερμανικά συμφέροντα (μεταξύ άλλων και οι γερμανοί ομολογιούχοι) με την επιβολή στη συνέχεια του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου. Ο οικονομικός έλεγχος πολύ νωρίς συσχετίσθηκε από τους μελετητές της εποχής με τα αίτια του πολέμου. Θεωρήθηκε δηλαδή ότι η Γερμανία, προεξοφλώντας την ελληνική ήττα, εξώθησαν σε πόλεμο – την Ελλάδα έμμεσα με πράκτορες, την Τουρκία άμεσα- για να εξαναγκαστεί η Ελλάδα να δεχτεί τον έλεγχο. «Ως εκρίθη η μάχη του Δομοκού, η Γερμανία ήρξατο να ομιλή περί ελέγχου» γράφει ο Α. Ανδρεάδης (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΔ). 
 Παράλληλα δείχνει, επίσης, αυτό που γνωρίζουν πολύ καλά οι γερμανοί: ότι δεν μπορεί να υπάρξει ΕΕ χωρίς την Γερμανία.   Η Γερμανία αυτή την στιγμή κατέχει περισσότερο από το ένα τέταρτο του πλούτου της ευρωζώνης ενώ ένας σημαντικός αριθμός κρατών , κυρίως της Β. κα Κ. Ευρώπης  έχουν δεθεί ποικιλότροπα στον γερμανικό πυρήνα ισχύος.
 Όλες οι σκέψεις για συνεργασία των χωρών του Νότου προσκρούουν κατ’ αρχάς στη ισχύ της Γερμανίας. Ουσιαστικά χωρίς την Γερμανία είναι πρακτικά αδύνατον να υπάρξει Ενωμένη Ευρώπη που να έχει ρόλο στα διεθνώς τεκταινόμενα είτε αυτά είναι οικονομικά θέματα είτε γεωπολιτικά, αλλά και να λειτουργεί σε καθεστώς «συνεργασίας και συνεννόησης» με την υπόλοιπη καθοδηγούμενη από την Γερμανία Ευρώπη.  Είναι τουλάχιστον αφελές και άστοχο να υποστηρίζεται ότι η σημερινή Γαλλία θέλει και μπορεί να παίξει το ρόλο του εναλλακτικού πόλου ισχύος έναντι της Γερμανίας. Αυτό θα σήμαινε ,κατ’ αρχάς, πλήρη ανατροπή της μέχρι σήμερα ακολουθούμενης στρατηγικής από τη μεριά της Γαλλίας, κάτι που μόνον η Λεπέν υποστηρίζει και συνεπώς το καθιστά περισσότερο δύσκολο με την πόλωση που δημιουργεί στο εσωτερικό της Γαλλίας. Ανατροπές στρατηγικής αυτού του βεληνεκούς  αποτελούν ιστορικές αποφάσεις και συμβαίνουν στην πολιτική όταν ο αντίπαλος λάβει , απολύτως, τη ξεκάθαρη μορφή του εχθρού.
Συγχρόνως δεν είναι καθόλου βέβαιον, ότι, τα συμφέροντα των χωρών του Νότου ταυτίζονται και ότι είναι έτοιμες να προχωρήσουν σε αμοιβαιοποίηση των διαφορετικών  βαρών και κόστη που υπάρχουν σε κάθε ξεχωριστή χώρα και παράλληλα να   διασαλέψουν, ομοιόμορφα , τις σχέσεις τους με την ισχυρή Γερμανία
 Όλες αυτές οι σκέψεις ένα στόχο μπορούν  να έχουν  :  να αμβλύνουν ορισμένες από τις εκφάνσεις της  ασκούμενης γερμανικής κυριαρχίας στον οικονομικό τομέα, κάτι που είναι εξαιρετικά δύσκολο διότι προϋποθέτει αλλαγές στις βασικές συνθήκες δημιουργίας της ΕΕ. Διακηρύξεις τύπου ότι χρειάζεται «νέο κοινωνικό συμβόλαιο για τους ευρωπαϊκούς λαούς» μάλιστα από πλήρως υποταγμένες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις προκαλούν μειδιάματα καθώς αντανακλούν εμφανή αδυναμία πρόσληψης της σημερινής πραγματικότητας. Διαμορφώνεται ήδη ένα «νέο κοινωνικό συμβόλαιο» το οποίο δεν έχει λάβει υπόψη του καθόλου τις μελαγχολικές κενολογίες αυτού του είδους. Φθάνει να κοιτάξει κανείς τον εκλογικό χάρτη των ευρωπαϊκών χωρών. Η συνέχιση της αυταπάτης τελικά θα μετατραπεί σε απάτη , για να μην πούμε ότι κάθε αυταπάτη είναι απάτη.
Τελικά φαίνεται ότι ο απόλυτος εγκλωβισμός των ευρωπαϊκών χωρών στο πείραμα της ΕΕ και της ευρωζώνης φοβούμαι ότι  μπορεί να σπάσει μόνο «με ένα πάταγο και όχι με ένα λυγμό» σε αντίθεση με όσα αναφέρει ο ποιητής.
 Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από τις σκοτεινές, αλλά τόσο εμφανείς, κινήσεις της ανθρώπινης ιστορίας.    
 





Το αναλλοίωτο χτες;



 του Νίκου Μπινιάρη

«Όπως κάθε χρόνο…, έτσι και φέτος….». Με αυτή τη δήλωση με χρονικές αναφορές στο παρελθόν  και στο επικείμενο ή εν τοις πράγμασι παρόν κάνουμε χρήση των εννοιών της αναλογίας και της έννοιας της ταυτότητας προσπαθώντας να συνδέσουμε το χρονικό τετελεσμένο με το παρόν.
Είναι μια ασυνείδητη νοητική λειτουργία όχι μόνο για να συνδέσουμε συνειδητά το παρελθόν με ό,τι συμβαίνει ως βιωμένο παρόν, αλλά για να θεμελιώσουμε και την οντολογική αλλά και την υπαρξιακή μας ταυτότητα. Η σύνδεση του παρελθόντος  με το παρόν ως διαδικασία  που  διατηρεί την ταυτότητα  του προσλαμβάνοντος υποκειμένου  είναι αυτό που καθορίζει το νοητικό σχήμα για να αντιληφθούμε  τις ταυτότητες των παρόμοιων γεγονότων του παρελθόντος με αυτό του παρόντος.
Μπορούμε να συμπληρώσουμε τα αποσιωπητικά  «…πήγαμε διακοπές στο συνηθισμένο μας νησί ή κάναμε δεκαπενταύγουστο με την οικογένεια, ή ταξιδέψαμε σε κάποιο καινούργιο προορισμό ή…..». Η επανάληψη των γεγονότων του χτες στο σήμερα μας οδηγεί σε μια σταθερή σχέση με τον εαυτό μας ή με ό,τι έχουμε καθορίσουμε εμείς ως εαυτό.
Στην πραγματικότητα όμως τα διάφορα γεγονότα του χτες δεν ανήκουν στις ίδιες οικογένειες με αυτά του σήμερα.  Το θρησκευτικό συναίσθημα που προκαλεί κάθε  χρόνο η περιφορά της εικόνας της Θεομήτορος δεν είναι το ίδιο με το συναίσθημα που προκαλείται κάθε τόσο για το νέο τηλέφωνο της Χ εταιρείας, ή το ρίγος για τη δόση της εφορίας που πρέπει να πληρώσουμε κάθε χρόνο. Ανάμεσα σε τόσες διαφορές αυτό που προσπαθούμε να ξεχωρίσουμε είναι ό,τι παραμένει το ίδιο.
Τι όμως είναι το ίδιο; Το συναίσθημα γύρω από μια παράδοση, οι εικόνες και οι ποιότητες των αισθήσεων σε ένα συγκεκριμένο γεωγραφικό τόπο ο οποίος  παραμένει «ίδιος» στους αιώνες των αργών γεωλογικών αλλαγών; Αυτός καθορίζει και τις ευχάριστες, ηδονικές αντιλήψεις των αισθήσεων όπως το φως που ανατρέπει τις σκιές, και αλλοιώνει τον όγκο των βουνών γύρω μας, ή την αρμύρα της θάλασσας που υπεισέρχεται σε κάθε αντικείμενο το οποίο αγγίζει  με τη νοτισμένη πνοή της.
«Όπως κάθε χρόνο…. έτσι και φέτος…» είναι κάτι που θα θέλαμε ή θα μας έκανε να αισθανθούμε ασφαλείς ως συνέχειες σε μια ασυνεχή και αδιάλειπτα μεταλλασσόμενη πραγματικότητα με την οποίαν έχουμε σοβαρές δυσκολίες να συνυπάρξουμε. Γιατί είναι ανεφάρμοστο να δηλώσουμε «όπως κάθε χρόνο… έτσι και φέτος…», επειδή αυτό που συμβαίνει σήμερα δεν είχε συμβεί ποτέ στο παρελθόν, επειδή το μέλλον το οποίο πλησιάζει να γίνει παρόν είναι απροσδιόριστο από το ήδη γνωστό και ασφαλώς τετελεσμένο παρελθόν. Το «όπως κάθε χρόνο» είχε μια ισχύ φυσικού ή θεϊκού νόμου σε εποχές όπου το μέλλον ήταν ήδη προκαθορισμένο από το παρελθόν. Είτε ως κυκλική θέαση της ιστορίας είτε ως πεπρωμένο, το σήμερα ήταν όμοιο ή ανάλογο με το χτες.
Αυτό έχει ήδη ξεπεραστεί όχι από τα φυσικά χαρακτηριστικά του χώρου όσο από τα όσα έχει «μηχανευθεί», όπως το αναφέρει ο Σοφοκλής στην Αντιγόνη, ο ανθρώπινος νους.
Δεν έχουμε το χρόνο, γιατί για μας ο χρόνος είναι μη-πραγματικός, να διαπραγματευτούμε ούτε το μέλλον μας ούτε καν να αποτιμήσουμε το παρελθόν μας. Και αυτό το τελευταίο είναι ό,τι το χειρότερο γιατί καταργεί τη διάκριση που οφείλει να επιβάλλει η νόηση επί της πράξης και της εμπειρίας. Δίχως αυτήν τη παρέμβαση η πράξη θα είναι μια αυτοματοποιημένη ανακλαστική αντίδραση και η εμπειρία δεν θα μπορεί να αναγνωρίσει αυτό που χαρακτηρίζεται ως γένεση και φθορά.
Ζούμε μια εποχή όπου ποτέ άλλοτε δεν επιζητήσαμε όπως τώρα την ασφάλεια του χτες αλλά ταυτόχρονα χαθήκαμε στις συνεχείς αλλαγές τις οποίες κανείς δεν διανοήθηκε να υποθέσει ως γεγονότα τα οποία θα καθόριζαν τη ζωή μας.
Η χρονικότητα, το παρόν το οποίο περνάει στο παρελθόν και φέρνει το μέλλον δεν περιγράφουν έναν πραγματικό χρόνο. Οι σχέσεις του πριν και του μετά παραμένουν αιώνιες, όπως πάντα θα ισχύει πως ο Πλάτωνας γεννήθηκε μετά από τον Σωκράτη, αλλά η γέννησή του ήταν κάποτε μέλλουσα έγινε παρούσα και πέρασε στο παρελθόν.
Το χτες και το σήμερα ως ανάμνηση και ως αίσθηση, σωματική και νοητική γίνεται ένα σε ώρες και μέρες φορτισμένες από το όσο το παρελθόν παραμένει αναλλοίωτο ως ένα αέναο  παρόν. Είναι κάτι που μας συγκροτεί ως τετελεσμένες οντότητες, ως ανήκοντες σε μια ολότητα την οποία δεν θέλουμε να αλλάξουμε αλλά η οποία σιγά σιγά στην περιφέρεια, στις άκρες της έχει μάλλον μεταλλαχθεί σε κάτι το αόριστο και ουσιαστικά παρωχημένο από τη ζητούμενη ασφάλεια του τετελεσμένου.
Πορευόμαστε με μια φανταστική αίσθηση του παρελθόντος ως αποφυγή του παρόντος αλλά και του τρόμου του μέλλοντος το οποίο φαίνεται να έχει προπαρασκευαστεί από αυτό το αποθετικό παρόν. Η παράδοση η οποία μας περιβάλει είναι έτοιμη να μετατραπεί σε μια φαταλιστική δήλωση πως «όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος…», αντί για μια εορταστική μέριμνα για το μέλλον, κάτι που χρειαζόμαστε ως ένα πραγματικό παρόν .  
Νικόλαος Α. Μπινιάρης     11/8/2016                                                                          11/8/11