του Νίκου Μπινιάρη
«Όπως κάθε χρόνο…, έτσι και φέτος….». Με αυτή τη
δήλωση με χρονικές αναφορές στο παρελθόν και στο επικείμενο ή εν τοις
πράγμασι παρόν κάνουμε χρήση των εννοιών της αναλογίας και της έννοιας της
ταυτότητας προσπαθώντας να συνδέσουμε το χρονικό τετελεσμένο με το παρόν.
Είναι μια ασυνείδητη νοητική λειτουργία όχι μόνο
για να συνδέσουμε συνειδητά το παρελθόν με ό,τι συμβαίνει ως βιωμένο παρόν,
αλλά για να θεμελιώσουμε και την οντολογική αλλά και την υπαρξιακή μας
ταυτότητα. Η σύνδεση του παρελθόντος με το παρόν ως διαδικασία που
διατηρεί την ταυτότητα του προσλαμβάνοντος υποκειμένου είναι αυτό
που καθορίζει το νοητικό σχήμα για να αντιληφθούμε τις ταυτότητες των
παρόμοιων γεγονότων του παρελθόντος με αυτό του παρόντος.
Μπορούμε να συμπληρώσουμε τα αποσιωπητικά
«…πήγαμε διακοπές στο συνηθισμένο μας νησί ή κάναμε δεκαπενταύγουστο με την
οικογένεια, ή ταξιδέψαμε σε κάποιο καινούργιο προορισμό ή…..». Η επανάληψη των
γεγονότων του χτες στο σήμερα μας οδηγεί σε μια σταθερή σχέση με τον εαυτό μας
ή με ό,τι έχουμε καθορίσουμε εμείς ως εαυτό.
Στην πραγματικότητα όμως τα διάφορα γεγονότα του
χτες δεν ανήκουν στις ίδιες οικογένειες με αυτά του σήμερα. Το
θρησκευτικό συναίσθημα που προκαλεί κάθε χρόνο η περιφορά της εικόνας της
Θεομήτορος δεν είναι το ίδιο με το συναίσθημα που προκαλείται κάθε τόσο για το
νέο τηλέφωνο της Χ εταιρείας, ή το ρίγος για τη δόση της εφορίας που πρέπει να
πληρώσουμε κάθε χρόνο. Ανάμεσα σε τόσες διαφορές αυτό που προσπαθούμε να
ξεχωρίσουμε είναι ό,τι παραμένει το ίδιο.
Τι όμως είναι το ίδιο; Το συναίσθημα γύρω από μια
παράδοση, οι εικόνες και οι ποιότητες των αισθήσεων σε ένα συγκεκριμένο
γεωγραφικό τόπο ο οποίος παραμένει «ίδιος» στους αιώνες των αργών
γεωλογικών αλλαγών; Αυτός καθορίζει και τις ευχάριστες, ηδονικές αντιλήψεις των
αισθήσεων όπως το φως που ανατρέπει τις σκιές, και αλλοιώνει τον όγκο των
βουνών γύρω μας, ή την αρμύρα της θάλασσας που υπεισέρχεται σε κάθε αντικείμενο
το οποίο αγγίζει με τη νοτισμένη πνοή της.
«Όπως κάθε χρόνο…. έτσι και φέτος…» είναι κάτι που
θα θέλαμε ή θα μας έκανε να αισθανθούμε ασφαλείς ως συνέχειες σε μια ασυνεχή
και αδιάλειπτα μεταλλασσόμενη πραγματικότητα με την οποίαν έχουμε σοβαρές
δυσκολίες να συνυπάρξουμε. Γιατί είναι ανεφάρμοστο να δηλώσουμε «όπως κάθε
χρόνο… έτσι και φέτος…», επειδή αυτό που συμβαίνει σήμερα δεν είχε συμβεί ποτέ
στο παρελθόν, επειδή το μέλλον το οποίο πλησιάζει να γίνει παρόν είναι
απροσδιόριστο από το ήδη γνωστό και ασφαλώς τετελεσμένο παρελθόν. Το «όπως κάθε
χρόνο» είχε μια ισχύ φυσικού ή θεϊκού νόμου σε εποχές όπου το μέλλον ήταν ήδη
προκαθορισμένο από το παρελθόν. Είτε ως κυκλική θέαση της ιστορίας είτε ως
πεπρωμένο, το σήμερα ήταν όμοιο ή ανάλογο με το χτες.
Αυτό έχει ήδη ξεπεραστεί όχι από τα φυσικά
χαρακτηριστικά του χώρου όσο από τα όσα έχει «μηχανευθεί», όπως το αναφέρει ο
Σοφοκλής στην Αντιγόνη, ο ανθρώπινος νους.
Δεν έχουμε το χρόνο, γιατί για μας ο χρόνος είναι
μη-πραγματικός, να διαπραγματευτούμε ούτε το μέλλον μας ούτε καν να
αποτιμήσουμε το παρελθόν μας. Και αυτό το τελευταίο είναι ό,τι το χειρότερο
γιατί καταργεί τη διάκριση που οφείλει να επιβάλλει η νόηση επί της πράξης και
της εμπειρίας. Δίχως αυτήν τη παρέμβαση η πράξη θα είναι μια αυτοματοποιημένη
ανακλαστική αντίδραση και η εμπειρία δεν θα μπορεί να αναγνωρίσει αυτό που
χαρακτηρίζεται ως γένεση και φθορά.
Ζούμε μια εποχή όπου ποτέ άλλοτε δεν επιζητήσαμε
όπως τώρα την ασφάλεια του χτες αλλά ταυτόχρονα χαθήκαμε στις συνεχείς αλλαγές
τις οποίες κανείς δεν διανοήθηκε να υποθέσει ως γεγονότα τα οποία θα καθόριζαν
τη ζωή μας.
Η χρονικότητα, το παρόν το οποίο περνάει στο
παρελθόν και φέρνει το μέλλον δεν περιγράφουν έναν πραγματικό χρόνο. Οι σχέσεις
του πριν και του μετά παραμένουν αιώνιες, όπως πάντα θα ισχύει
πως ο Πλάτωνας γεννήθηκε μετά από τον Σωκράτη, αλλά η γέννησή του ήταν κάποτε
μέλλουσα έγινε παρούσα και πέρασε στο παρελθόν.
Το χτες και το σήμερα ως ανάμνηση και ως αίσθηση,
σωματική και νοητική γίνεται ένα σε ώρες και μέρες φορτισμένες από το όσο το
παρελθόν παραμένει αναλλοίωτο ως ένα αέναο παρόν. Είναι κάτι που μας
συγκροτεί ως τετελεσμένες οντότητες, ως ανήκοντες σε μια ολότητα την οποία δεν
θέλουμε να αλλάξουμε αλλά η οποία σιγά σιγά στην περιφέρεια, στις άκρες της
έχει μάλλον μεταλλαχθεί σε κάτι το αόριστο και ουσιαστικά παρωχημένο από τη
ζητούμενη ασφάλεια του τετελεσμένου.
Πορευόμαστε με μια φανταστική αίσθηση του
παρελθόντος ως αποφυγή του παρόντος αλλά και του τρόμου του μέλλοντος το οποίο
φαίνεται να έχει προπαρασκευαστεί από αυτό το αποθετικό παρόν. Η παράδοση η
οποία μας περιβάλει είναι έτοιμη να μετατραπεί σε μια φαταλιστική δήλωση πως
«όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος…», αντί για μια εορταστική μέριμνα για το
μέλλον, κάτι που χρειαζόμαστε ως ένα πραγματικό παρόν .
Νικόλαος
Α. Μπινιάρης 11/8/2016
11/8/11