[του Νίκου Μπινιάρη]
Πρόσφατα, το γνωστό ευρείας επιρροής περιοδικό Foreign Affairs, ηλεκτρονικό τεύχος Μαΐου Ιουνίου, παρουσίασε ένα άρθρο των καθηγητών Δαρείου Ζαχεντί και Γκοκάν Μπασίκ με τίτλο:
«Ο Κεμαλισμός πέθανε, ζήτω ο Κεμαλισμός».
Θα προσπαθήσουμε εδώ να κάνουμε μια παρουσίαση του Κεμαλισμού όπως αυτός ορίζεται από τον ίδιο τον Κεμάλ και την ιστορική διαδρομή του στην Τουρκία. Η μέθοδος θα είναι συγκριτική και ως υπόθεση θα δεχτούμε την σύγχρονη πολιτική ανάλυση του Κεμαλισμού ως κορπορατισμού, ή εταιρισμού
Το πρώτο συγκεκριμένο ερώτημα το οποίο εγείρεται από αυτό το άρθρο είναι «τι ακριβώς είναι ο Κεμαλισμός»;
Κατά τους συγγραφείς σε επίπεδο συμβολισμών ο ίδιος ο Κεμάλ μετά την ανάληψη της ηγεσίας του Τουρκικού κράτους, παρόλο ότι ήταν Στρατάρχης, απεκδύθει της στρατιωτικής του ιδιότητος και φόρεσε το φράκο της πολιτικής ηγεσίας. Αυτό κατά τους αρθρογράφους, δεν ήταν μόνον συμβολικό αλλά και ουσιαστικά εξέφραζε την αποστασιοποίηση του από την σχέση στρατού και κράτους όσον αφορά την πολιτική και θεσμική σχέση στρατού και του νέου Κεμαλικού ιδεολογήματος, του Τουρκικού εθνικού κράτους
Το Οθωμανικό Αυτοκρατορικό κρατικό μόρφωμα το οποίο παρέλαβε ο Κεμάλ μετά τον απελευθερωτικό πόλεμο του 1919-1922 κατά των ιμπεριαλιστικών Δυτικών Δυνάμεων, μεταξύ των οποίων ήταν κυρίως η Ελλάς, ήταν Χαλιφάτο, το τελευταίο Χαλιφάτο του Ισλαμικού κόσμου. Στην «Σύγκρουση των Φονταμενταλισμών» ο Ταρίκ Αλί, διάσημος Πακιστανός συγγραφέας, αναφέρει: «ο σουλτάνος της Ισταμπούλ αναγνωρίστηκε ως ο Χαλίφης της πλειονότητας των Μουσουλμάνων και έγινε ο διαχειριστής των αγίων πόλεων της Μέκκας και Μεδίνας. Η Ισταμπούλ έγινε το νέο κέντρο του κόσμου». Αυτό βέβαια συνέβη μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως. Συνέβη επίσης 817 χρόνια μετά την μάχη του Ιερεμίακα στην έρημο της Συρίας όπου ο Βυζαντινός στρατός ηττάται κατά κράτος από τον Αραβικό στρατό του Χαλίφη Ομάρ και αρχίζει η μεγάλη και ένδοξη περιπέτεια του Ισλάμ στην Ιστορία. Μια νίκη επί των Βυζαντινών εδραίωσε το πρώτο οικουμενικό Χαλιφάτο και μια νίκη επί των Βυζαντινών το τελευταίο. Ίσως μια απόσυρση των Δυτικών από το προσκήνιο να εδραιώσει ένα νεώτερο και πιο ενδιαφέρον στο μέλλον.
Ο Κεμαλισμός ήρθε ως ένα επαναστατικό[1] κίνημα να ανατρέψει της προηγούμενη πολιτική και κυρίως πολιτιστική πραγματικότητα στα εναπομείναντα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά την ήττα και διαμελισμό της από τις Δυνάμεις της Αντάντ το 1918. Στην προσπάθεια αυτή μας άφησε ορισμένες κυρίαρχες πολιτικές και ιδεολογικές υποθήκες, τα λεγόμενα έξι βέλη του Κεμαλισμού. Ήταν οι θέσεις ενός τρίτου δρόμου στην διάρκεια του μεσοπολέμου, ένας τρίτος δρόμος ανάμεσα στον ανερχόμενο κομμουνισμό και τον φασισμό. Η Ευρώπη του μεσοπολέμου ήταν ένα θερμοκήπιο νέων πολιτικών ιδεολογημάτων αποκύημα του καταστροφικού εμφυλίου πολέμου των Ευρωπαϊκών δυνάμεων και των κοινωνικών επαναστατικών κινημάτων σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή ήπειρο, το Επαναστατικό κίνημα των Μπολσεβίκων στην Τσαρική Ρωσία, και τις μετέπειτα φασιστικές επαναστάσεις σε Ιταλία και Γερμανία. Υπάρχει μια σοβαρή διένεξη μεταξύ των μελετητών του Κεμαλισμού κατά πόσον οι έξη αυτές αρχές ήταν επεξεργασμένες ιδεολογικά θέσεις και όχι απαντήσεις σε πραγματικά προβλήματα της εποχής αλλά και της Τουρκίας όταν το 1919 ο Κεμάλ ξεκίνησε την Εθνική Πάλη και όπως αυτή συνεχίστηκε έως το θάνατό του το 1938. Οι αρχές αυτές έχουν ενσωματωθεί στο άρθρο 2 του Τουρκικού Συντάγματος το 1960 και 1980.
Οι έξι αρχές ή βέλη του Κεμαλισμού είναι:
Ο Ρεπουμπλικανισμός, δηλαδή η αναίρεση ενός κληρονομικού μονάρχη, του σουλτάνου. Ο Ρεπουμπλικανισμός μπορεί να ορισθεί αρνητικά ως το πολίτευμα το οποίο δεν συνεπάγεται την μοναρχία. Μπορεί να συνεπάγεται την δημοκρατία και εξ’ ίσου την ολιγαρχία. Ο Ρεπουμπλικανισμός του Κεμάλ ήταν μια ανοιχτή ερώτηση για το πολίτευμα της Τουρκίας. Οι αρθρογράφοι λένε: «Την ευθύνη για την ανάπτυξη της κατανόησης του κοινού των φιλελεύθερων Δυτικών αρχών εναπόθεσε στους πολιτικούς, δημοσίους υπαλλήλους δασκάλους, δημοσιογράφους και διανοούμενους. Και ενεθάρρυνε την ανάπτυξη ελεύθερης οικονομίας».
Ο Ρεπουμπλικανισμός του Κεμάλ όμως δεν ήταν η αποδοχή ενός δημοκρατικού φιλελεύθερου πολιτικού μοντέλου. Ήταν μια εταιρίστικη αντίληψη του πολιτικού φαντασιακού. Αυτό θα φανεί από την σχέση των βελών του Εθνικισμού και του Ποπουλισμού καθώς και με τον τρόπο διακυβέρνησης και την σχέση του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (ΡΛΚ) του Κεμάλ, το μόνο νόμιμο κόμμα στην αρχική φάση της εγκαθίδρυσης του Κεμαλισμού. Όλες αυτές οι παράμετροι εάν μελετηθούν μαζί μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι για τον Κεμαλισμό ο Ρεπουμπλικανισμός δεν είχε ως στόχο μια φιλελεύθερη πολιτική ιδρυτική πράξη αλλά ένα, όχι μόνο ένα εταιριστικό, αλλά σχεδόν φασιστικό πολιτειακό μοντέλο.
Το άρθρο προσπαθεί να καλύψει αυτό το κενό λέγοντας: «η φύλαξη των ελίτ επί των πολιτικών και οικονομικών συστημάτων θα ήταν παροδική, έως ότου ο όγκος του λαού θα είχε αγκαλιάσει τα μοντέρνα στάνταρ και θεσμούς. Εν συνεχεία οι φύλακες θα εγκατέλειπαν τον έλεγχό τους στην οικονομία, θα εκκινούσαν πολυκομματικές εκλογές και θα έδιναν περισσότερα δικαιώματα στους πολίτες».
Ο Κεμαλισμός με την μορφή των «φυλάκων» στο αρχικό της στάδιο, ήταν ένα πείραμα Πλατωνικής έμπνευσης το οποίο θα είχε ένα παροδικό χαρακτήρα, μέχρις ότου η «μεσαία τάξη» να εγκαθιδρυθεί με την συγκεκριμένη Δυτική ιδεολογία. Μια τέτοια εξέλιξη, όπως λένε οι αρθρογράφοι δεν πραγματοποιήθηκε διότι παρενέβη για διάφορους λόγους ο στρατός ως ο θεματοφύλακας των Κεμαλικών ιδεολογημάτων.
Αυτή η κατάσταση, λένε, συνεχίστηκε μέχρι την άνοδο στην εξουσία του Ερντογάν, δηλαδή πριν λίγα χρόνια. Η αλήθεια όμως είναι ότι στις πρώτες πολυκομματικές εκλογές το 1950 εξελέγει ένα Ισλαμικό κόμμα του Αντνάν Μεντερες, τον οποίον ο στρατός απεμάκρυνε με πραξικόπημα το 1960. Το πολιτικό Ισλάμ είχε κάνει την εμφάνισή του μόλις δώδεκα χρόνια μετά τον θάνατο του Ατατούρκ. Στην πραγματικότητα ο Κεμάλ αναζητούσε την «κατασκευή» ενός ρεπουμπλικανικού κράτος δίχως φιλελεύθερες πολιτική σκέψη. Η ύπαρξη φυλάκων στην αρχική φάση της Κεμαλικής μεταρρύθμισής δεν ήταν δυνατόν θα επιτρέψει την δημιουργία ενός φιλελεύθερου αστικού υποκειμένου στην Τουρκία. Οι αρθρογράφοι παρατηρούν: « η αναδυόμενη βιομηχανική, εμπορική και χρηματοοικονομική αστική τάξη, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας ανήκει στο Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΚΔΑ) στην πραγματικότητα έχει πραγματώσει το μεγάλο ιστορικό όραμα του Ατατούρκ. Η ανερχόμενη μεσαία τάξη δεν θέλει πλέον (ούτε χρειάζεται) να την χειρίζονται σαν έφηβη, σαν να έχει ανάγκη εποπτείας. Οικιοθελώς αγκαλιάζει την δημοκρατία, την συμμετοχή της στην κοινωνία των πολιτών, και την αγορά. Επιθυμεί διακαώς να γίνει μέρος του μοντέρνου κόσμου-και θα ήθελε να γίνει μέρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Στο διάστημα από το 1924 μέχρι σήμερα όντως μια μεσαία εισοδηματικά τάξη αναδύθηκε στην Τουρκία. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η τάξη αυτή έχει αποκτήσει αστική ταξική και πολιτιστική συνείδηση. Ο όρος μεσαία τάξη είναι πιο δόκιμος από τον όρο αστική ο οποίος μεταφέρει βαριά ιδεολογικά φορτία από την ανάλυση του Μαρξ. Όντως μέρος αυτής της μεσαίας τάξης έχει ενστερνισθεί Δυτικές αξίες. Μέρος όμως αυτής βρίσκεται σήμερα με το μέρος του Κεμαλισμού των στρατηγών. Ένα άλλο μέρος του όμως, μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων του ΚΔΑ της Ανατολίας οι οποίοι επωφελήθηκαν από την άνοδο του Ισλαμικού αυτού κόμματος σε επίπεδο οικονομικής ευμάρειας και δραστηριότητα είναι ισλαμικό με την έννοια ότι θεωρεί το Ισλάμ ως μια δεξαμενή πολιτιστικών και ηθικών αξιών, μια πολιτιστική παρακαταθήκη η οποία αποτελεί σημαντικό μέρων των βιωμάτων του. Για αυτό το κομμάτι της μεσαίας τάξης ο Κεμαλισμός είναι μια αναίρεση όλων αυτών, μία δύναμη παρεμπόδισης της εκπλήρωσης των δικών του προσδοκιών. Είναι πολύ πιθανόν η μεσαία τάξη η οποία ανεδύθη κατά την διάρκεια της Κεμαλικής ηγεμονίας να βλέπει σήμερα τα προνόμια της να κινδυνεύουν από την αναδυόμενη μεσαία τάξη των ψηφοφόρων του ΚΔΑ. Η Κεμαλική μεσαία τάξη της Κωνσταντινούπολης βλέπει μάλλον με καχυποψία την εισβολή από την Ανατολία, των νεόπλουτων οι οποίοι του ονομάζουν και «λευκούς Τούρκους» δίνοντας έναν τόνο ρατσισμού μεταξύ των δύο διαφορετικών προελεύσεων μεσαίων τάξεων. Μπορεί κανείς να υποθέσει, όπως διαφαίνεται από τα λεγόμενα των αρθρογράφων, ότι τα δύο αυτό κομμάτια της μεσαίας τάξης της Τουρκίας έχουν ενσωματωθεί σε μια ευρεία μεσαία τάξη η οποία πλέον έχει πράγματι ξεπεράσει την ανάγκη εποπτείας των φυλάκων; Μπορεί όμως κανείς να υποθέσει ότι αισθάνονται ασφαλή ως αστική τάξη η οποία μπορεί να συνεχίσει έναν μετασχηματισμό της Τουρκικής κοινωνίας αυτόνομα δίχως την στήριξη του Κεμαλισμού ή του Ισλαμισμού;
Το δεύτερο βέλος του Κεμαλισμού ήταν ο Ποπουλισμός. Θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι το κόμμα του Κεμάλ ονομάστηκε Ρεπουμπλικανικό Κόμμα του Λαού, Λαϊκό με την έννοια ότι ανήκει στον λαό το ΡΛΚ «Τα συμφέροντα και η ευτυχία του λαού είναι κοινά και γενικά»[2]Για τον Κεμάλ όλοι οι Τούρκοι ήσαν ίσοι και κανείς δεν είχε κάποιο ξεχωριστά δικαιώματα. Επίσης στην Τουρκία βάσει του κορπορατισμού η οργανική συγκρότηση της κοινωνίας δεν επέτρεπε την έννοια της σύγκρουσης των τάξεων. Για τον Κεμαλισμό δεν υπήρχε ταξική πάλη. Ο εργάτης ή ο βιομήχανος πρέπει να συνεργαστούν ως μέρη ενός σώματος το οποίο λειτουργεί επ’ ωφελεία του ζώντος σώματος της Τουρκίας ως έθνους κράτους. Και βέβαια σε μια τέτοια κοινωνική ιδεολογία ένας ηγέτης χαρισματικός είναι η αναγκαία συνθήκη για να επιτύχει μια τέτοια κίνηση επ’ ωφελεία των μαζών.
«Για να διασφαλίσουμε την γρήγορη ανάπτυξη του Τουρκικού έθνους προς τον πολιτισμό και για να προλάβουμε τάξεις οι οποίες θα εκμεταλλεύονταν άλλες αντίθετα με τον τρόπο τον οποίον απαιτεί ο ποπουλισμός».[3] Ο ποπουλισμός δεν είναι μια συνεκτική πολιτική θεωρία. Έχει τη βάση της σε μια ρητορεία δεξιά και αριστερή η οποία απευθύνεται σε μια μάζα με επιθέσεις εναντίον των παραδοσιακών συμβόλων και κέντρων εξουσίας και ως υπέρμαχος της ισότητας των πολιτών. Και βέβαια ο ηγέτης δεν έχει επωμισθεί καμία συγκεκριμένη υπόσχεση πέραν αλλαγών στο όνομα της ισότητας.
Αυτή η μορφή πολιτικής παρέμβασης του Κεμαλισμού δεν υπόσχεται καμία φιλελεύθερη δημοκρατία. Κανένα φιλελεύθερο δημοκρατικό όραμα δεν εκπορεύεται από αυτήν. Οι αρθρογράφοι δέχονται ότι η μεσαία τάξη έχει πραγματώσει το όραμα του Ατατούρκ. Αν αυτό έχει συμβεί τότε η μεσαία τάξη έχει πραγματώσει κάποιο άλλο, πιθανόν δικός της όραμα αλλά όχι το όραμα του Κεμαλισμού. Στην σημερινή Τουρκία υπάρχει και ατομισμός και αντιπαράθεση τάξεων και ομάδων συμφερόντων. Αν η μεσαία τάξη επιθυμεί συμμετοχή της στην Δυτική πολιτική πραγματικότητα τότε έχει ανατρέψει το όραμα του Ατατούρκ.
Το τρίτο βέλος ήταν το Λαϊκό κράτος. Εδώ έχουμε τον διαχωρισμό του κράτους από την θρησκεία. Αυτό με την κατάργηση του Χαλιφάτο επετεύχθη σε πολιτειακό επίπεδο. «Το κόμμα θεωρεί αυτό ανάμεσα στις πιο σημαντικές αρχές του: την διάσωση θεμάτων πίστεως και συνείδησης από την πολιτική και από διάφορες συγκρούσεις της πολιτικής για να πραγματοποιήσουμε όλους τους πολιτικούς κοινωνικούς και οικονομικούς νόμους οργάνωσης και αναγκών του έθνους σύμφωνα με τις αρχές και τις εκφάνσεις των θετικών και πειραματικών επιστημών».[4] Εδώ θα πρέπει να αναλύσουμε ορισμένα καίρια ιδεολογικά χαρακτηριστικά του Κεμαλισμού. Ο Εσάτ, υπουργός Δικαιοσύνης είχε δηλώσει, ότι ένα μοντέρνο κράτος βασίζεται στις αρχές του θετικού πνεύματος της μοντέρνας εποχής της Δύσης. Η θετιστική αυτή προσέγγιση ήταν στη βάση της η θεωρία του Α. Κομτ.[5] Σύμφωνα με αυτήν κάθε πρόταση εκτός των προτάσεων της επιστήμης αντιπαρατάσσεται στην λειτουργία του μοντέρνου πνεύματος. Οι προτάσεις της θρησκείας δεν έχουν καμία θέση σε μια τέτοια προσπάθεια ανάλυσης των κοινωνικών φαινομένων. Το ρητό του Κομτ ήταν «Τάξης και Πρόοδος». Το καίριο ζήτημα εδώ είναι κατά πόσον το Ισλάμ είναι συμβατό με το θετικό πνεύμα της επιστήμης. Για πολλούς Ισλαμιστές διανοούμενους και θεολόγους το Ισλάμ είναι συμβατό με την επιστήμη, για άλλους όχι. Ο ίδιος ο Κεμάλ δεν μπορεί να θεωρηθεί άθεος. Υπάρχουν δηλώσεις του οι οποίες εκθειάζουν το Ισλάμ. Θα μπορούσε να κατηγοριοποιηθεί ως αγνωστικιστής. Πάντως ή πεποίθηση του ήταν ότι το Ισλάμ δεν είναι συμβατό με το θετικό πνεύμα της νεωτερικότητας.
Ο Κεμαλισμός όμως δεν μπορεί επίσης να θεωρηθεί μια πρόταση η οποία ενστερνίζεται το διαχωρισμό κράτους και θρησκείας όπως ο λαϊκη Γαλλική Δημοκρατία. Είναι μια προσπάθεια να μειώσει την πολιτική επιρροή του Ισλάμ σε μία ισλαμική χώρα και να ελέγξει αυτήν την επιρροή μέσω της εκπαίδευσης και της λειτουργίας του Ισλάμ στην κοινωνία έχοντας ιδρύσει ένα Διευθυντήριο Θρησκευτικών Υποθέσεων. Με αυτόν τον τρόπο επήλθε μια εθνικοποίηση του Ισλάμ. Αντίστοιχα θα μπορούσαμε να πούμε ότι επήλθε και μια Ισλαμοποίηση του έθνους.[6]
Σε αυτό το σημείο υπάρχει μια ουσιώδης και αγεφύρωτη διαφορά Κεμαλισμού και του κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης. Για το δεύτερο το Ισλάμ αποτελεί μια πλούσια δεξαμενή παράδοσης και τρόπου να αναλύσει κανείς τα κοινωνικά θέματα. Για τον Κεμαλισμό αυτό δεν ισχύει. Η μεσαία τάξης των ήπιων ισλαμιστών δεν βρίσκεται σε αντίθεση με την επιστήμη και το μοντέρνο Δυτικό μοντέλο. Για την Κεμαλική ιδεολογία Ισλάμ και θετικό πνεύμα είναι αντίθετα.. Στην πραγματικότητα το ερώτημα του αν το Ισλάμ είναι συμβατό με την επιστήμη ή το θετικό πνεύμα δεν μπορεί να απαντηθεί θεωρητικά. Βρίσκεται σε μια διαλεκτική ιστορική εξέλιξη την οποίαν δεν μπορεί κανείς να αποφασίσει σε επίπεδο ανάλυσης. Η δυναμική της Τουρκικής κοινωνίας σήμερα είναι ένα πείραμα μέσα στην πολιτιστική πραγματικότητα του Ισλάμ εν τω συνόλω του. Ένα πείραμα του οποίου το αποτέλεσμα δεν θα αποφασιστεί από την Τουρκία και μόνον. Ολόκληρο το Ισλάμ είναι σήμερα κατά μίαν ευρεία έννοια η μοναδική αντιπρόταση στο Δυτικό μοντέλο σκέψης. Και δεν εννοώ ότι έχει μια πολιτική αντιπρόταση, ούτε καν μια αντιπρόταση για την έννοια της «προόδου». Έχει όμως μια πολιτιστική βάση η οποία είναι εν μέρει μία διαφοροποίηση ανθρωπίνων σχέσεων ακόμα και οικονομικών συναλλαγών. Ίσως να είναι απλά και μια τυφλή αντίσταση χωρίς ουσιώδη πρόταση αλλά ως αντίσταση στην πλήρη και ολοκληρωτική χειραγώγηση του πλανήτη από το Δυτικό νοητικό τοπίο.
Η Ισλαμική παράδοση της Τουρκίας είναι ένα πολιτισμικό γεγονός το οποίο δεν μπορούμε να απομονώσουμε από την παρούσα ιστορική εξέλιξη ή την ανάλυση της πολιτικής πραγματικότητας της Τουρκίας και της περιοχής. Η θρησκευτική συνισταμένη των ποιοτικών χαρακτηριστικών μιας κοινωνίας συγκροτεί ένα πολιτικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο δεν μπορούμε να πειραματιστούμε με εφήμερα και παροδικά υλικά, όπως η παγκοσμιοποίηση, οι αγορές, το διαδίκτυο. Όλα τα κοινωνικά φαντασιακά βρίσκονται υπό συνεχή αναθεώρηση και διόρθωση ή βίαιη προσαρμογή όπως συμβαίνει με τις φυσικές θεωρίες. Αλλά τι σημαίνει μετριοπαθές Ισλάμ; Είναι κάτι ανάλογο με την Χριστιανοδημοκρατία, λένε οι αρθρογράφοι. Από ό,τι γνωρίζω Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα υπάρχει στην Γερμανία. Στην Ιταλία έχει εξαφανιστεί.
Τι αντιπροσωπεύει πολιτικά ή ιδεολογικά η Χριστιανοδημοκρατία στη Δύση; Φοβάμαι πως ελάχιστα ή τίποτα. Η αναλογία των συγγραφέων είναι εκτός εποχής με υστέρηση 30 ή και πλέον ετών. Το λαϊκό κράτος στην Δύση είναι πολιτικά ένα αμάλγαμα σοσιαλοδημοκρατίας και νέο-φιλελευθερισμού με ιδεολόγημα των ατομισμό ο οποίος έχει θραφεί από τον καταναλωτισμό και την άμεση ικανοποίηση επιθυμιών και προκατασκευασμένων αναγκών. Ο Δυτικός πολίτης έχει επιτύχει τον διαχωρισμό του σε δύο ταυτότητες, την κοινωνική-πολιτική και την ατομική. Δυο οντότητες οι οποίες συχνότατα έρχονται σε αντιφάσεις και συγκρούσεις. Δυο ταυτότητες οι οποίες δεν του επιτρέπουν να κατασκευάσει συλλογικούς μύθους οι οποίοι να του δημιουργήσουν καινούργιες ρίζες σκέψης και πάθους. Αναδεύει παλιούς μύθους όπως το έθνος και το κοινό συμφέρον, τη θρησκεία και την σωτηρία της ψυχής μέσω κάποιας αγωνίας για ένα σκοπό όπως το περιβάλλον ή τα παιδιά του τρίτου κόσμου αλλά στην πραγματικότητα εξωτερικεύει μιμητικά μόνο την αισθαντικότητα του γιατί δεν έχει καν φανταστεί μια αποενοχοποίηση της ατομικότητας του μέσα από κάτι το οποίον έχει βιώσει ως συλλογικό πάθος.
Ποια είναι η σχέση του μετριοπαθούς Ισλάμ με αυτόν τον Δυτικό ατομιστή ο οποίος στο βάθος έχει χάσει και την σχέση του με την Δημοκρατία η οποία αναδεύεται σαν ένας άλλος παλιός μύθος, μια νεκρή μεταφορά. Η τελευταία παρατήρηση είναι ίσως υπερβολική. Δεν απέχει όμως από μία πραγματικότητα η οποία διαμορφώνεται με αποδοχή μεν της Δημοκρατίας ως μανδύα για την επίτευξη ατομικών στόχων και επιθυμιών αλλά όπου το ατομικό έχει προαχθεί ως συνειδησιακό επίτευγμα του συλλογικού. Από την δημόσια σφαίρα απαιτούμε την κατοχύρωση του κάθε ατομικού μας φαντασιακού.
Το Ισλάμ δεν έχει να παρουσιάσει μια τέτοια εξέλιξη. Είτε ως πολιτική είτε ως κοινωνική διεργασία. Το μετριοπαθές Ισλάμ υποτίθεται ότι θα είναι πιο πρόσφορο στην Δυτική εξατομικευμένη παρουσία του πιστού στην κοινωνία. Είναι προφανές ότι το Ισλάμ δεν είναι ταυτόσημο με τον εξτρεμισμό ή την βία ή τον φονταμενταλισμό. Οι πιστοί μπορούν να ζήσουν σε ειρήνη με άλλους αποδεχόμενοι την ύπαρξη τους. Όμως το πρόβλημα δεν έγκειται σε αυτό το σημείο, έγκειται στην ισορροπία μεταξύ του πολιτικού φαντασιακού της Δύσης και του πολιτικού φαντασιακού του Ισλάμ. Δεν έχουμε μια σαφή εικόνα μιας εξέλιξης μιας πορείας του πολιτικού Ισλάμ όπως γνωρίζουμε την εξέλιξη του πολιτικού φαντασιακού της Δύσης. Αλλά και αυτήν την εξέλιξη δηλαδή το πέρασμα από το φεουδαλισμό στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία το γνωρίζουμε από κάποιες αναλύσεις του Μαρξ ή του Βέμπερ αλλά και αυτές δεν είναι παρά ερμηνείες οι οποίες μπορεί να μην έχουν την βεβαιότητα την οποία θέλουμε να πιστεύουμε ότι έχουν. Αυτό το οποίο συνέβη στην Τουρκία, δηλαδή η εκ των άνω επιβολή μιας μετάλλαξης της Τουρκικής κοινωνίας με τον Κεμαλισμό σε μια νέα παράδοση την παράδοση του κοσμικού κράτους και τώρα την εμφάνιση του μετριοπαθούς Ισλαμικού πολιτικού φαντασιακού ως κληρονόμος και εκφραστής του Κεμαλισμού είναι μια παραδοξότητα ή ένα πείραμα με άγνωστες απολήξεις.
Κανείς δεν διατείνεται ότι το ΚΔΑ έχει ως ουτοπία ένα Ισλάμ το οποίο θα επιστρέψει στις ρίζες του ως Χαλιφάτο. Το ΚΔΑ έχει μάλλον ως στόχο την μετατροπή του Πιστού σε ένα Δυτικό κοσμικό άτομο το οποίο θα ακουμπάει στον άμβωνα του Ισλάμ. Αυτή η αντιμετάθεση δεν είναι εφικτή για ένα κυρίως λόγο. Ο Δυτικός ατομοκεντρικός άνθρωπος δεν έχει πια κανέναν άμβωνα για να ακουμπήσει. Στην πραγματικότητα το μετριοπαθές Ισλάμ πρέπει να αποδεχθεί τον αγνωστικιστή ή εν πολλοίς άθεο ή και ειδωλολάτρη Δυτικό ως το μοντέλο το οποίο πρέπει να αντικαταστήσει το Ισλάμ και αυτό είναι μια ιστορική αντίφαση. Το μοντέρνο είναι σήμερα μετά-μοντέρνο, και το Ισλάμ καλείται, γιατί πρέπει να πούμε την αλήθεια, να μετασχηματισθεί όχι σε μια μοντέρνα αλλά σε μία μέτα-μοντέρνα πρόταση.
Αυτό δεν είναι μια εξέλιξη η οποία αποκλείεται αλλά δεν είναι ένας στόχος εφικτός για το μεσοπρόθεσμο μέλλον ή για δύο ή τρις γενεές. Και όλα αυτά μέσα σε μια διεργασία του Ισλαμικού κόσμου η οποία δεν είναι καθόλου βέβαιο το που θα κατάληξη. Οι πόλεμοι της Δύσης με το Ισλάμ βρίσκονται σε μια επικίνδυνη καμπή. Η οικονομική καταστροφή της Δύσης μειώνει τις πιθανότητες νίκης της. Το μόνο της όπλο είναι η τεχνολογία, τα τηλεκατευθυνόμενα όπλα.
Μέχρι στιγμής η αρθρογράφοι και εμείς έχουμε υποθέσει ένα κλειστό σύστημα όπου στην Τουρκία θα επιτραπεί να επιτύχει τον θρίαμβο του Κεμαλισμού επιτρέποντας το μετριοπαθές Ισλάμ να πάρει την σκυτάλη και να πραγματώσει τα οράματα του Ατατούρκ, να εδραιώσει τον πραγματικό Κεμαλισμό, και όχι να συντηρήσει ένα σύστημα φυλάκων με πρωταγωνιστές τους στρατιωτικούς. Η πραγματικότητα όμως μας υποχρεώνει να μελετήσουμε ένα ανοιχτό σύστημα, το σύστημα των διεργασιών σε ολόκληρο τον Ισλαμικό κόσμο. Είδαμε την αντίδραση του Ερντογάν στην σφαγή της Γάζας. Θα ήταν υπόλογος προς το κόμμα του και την πολιτική του βάση αν δεν είχε αντιδράσει όπως αντέδρασε. Η έκρηξή του όμως για την δολοφονία και αποκλεισμό ενός ολόκληρου λαού από τον Ισραηλινό στρατό είναι μια κραυγή η οποία δεν έχει συντελεσθεί σε όλο της το εύρος και βάθος. Ο Ερντογάν πρέπει να εκφράσει αυτό το οποίο έχει αποκρυβεί από τον Τουρκικό δημόσιο διάλογο, τη εξόντωση εκατομμυρίων αθώων στο βωμό της Κεμαλική Τουρκικής υποστασιοποίησης. Αυτή η σιωπή την οποίαν επέβαλε ο Κεμαλισμός έχει ανάγκη από μια κραυγή λύτρωσης από την ύβρη της θεμελίωσης του εθνικού Τουρκικού κράτος. Γιατί ύβρις είναι η προσπάθεια κάθε Χίτλερ, Κεμάλ, Ισραήλ να εξοντώνει αθώους. Μια ύβρις η οποία μάλιστα είναι πέραν της Αρχαίας Ελληνικής ύβρεως. Είναι ο φόνος, όχι γιατί οι θνητοί δεν γνωρίζουν τις βουλές των Θεών και τα όρια τα οποία τους έχουν θέσει αλλά γιατί έχουν αρνηθεί και τους Θεούς και έχουν θέσει οι ίδιοι τα όρια του καλού και του κακού πέραν των κύκλων του ήλιου. Και τα έχουν θέσει γιατί πιστεύουν ότι η δική τους αντίληψη του κόσμου συγκροτεί το καινούργιο θέατρο για τις μάζες οι οποίες θα θυσιάσουν και θα θυσιαστούν. Στην Τουρκία όμως κανείς δεν γράφει ένα τέτοιο έργο. Η σιωπή δεν θα θεραπεύσει το πάθος, ούτε θα συνθέσει ένα νέο πολιτικό θέατρο. Ο Ερντογάν παίζει ένα ρόλο σε ένα παλιό κείμενο το οποίο πρόσθεσε την αλληλεγγύη του Ισλαμισμού δίχως το έλεος το οποίον δείχνει ακόμα και ο Θεός για τον Πιστό.
Αν σιωπούσε στο Νταβός θα είχε αυτοαναιρέσει την ταυτότητα του, ως μέρος του Ισλαμικού φαντασιακού. Γύρω του, στο Ιράκ, στο Πακιστάν, στην Αίγυπτο, στη Σαουδική Αραβία, την Περσία, το Αφγανιστάν, το Ισλάμ βρίσκεται σε μια διαρκή σύγκρουση με την Δύση. Και εδώ δεν θα υποστηρίξουμε ότι το Ισλάμ είναι υπαίτιο για αυτήν τη σύγκρουση. Τουναντίον, η Δύση είναι σε μόνιμη σύγκρουση με το Ισλάμ, η Δύση της οποίας ένα άλλο εξ ίσου βασικό στοιχείο είναι η διαρκής και πιεστική σύγκρουση με ό,τι διαφορετικό βρίσκεται γύρω της.
Η Δύση δεν αποδέχθηκε ποτέ το διαφορετικό από αυτήν. Ως η κυρίαρχη δύναμη του πλανήτη και ηγεμονική δύναμη με την Γκραμσιανή έννοια της ηγεμονίας τα τελευταία διακόσια χρόνια έχει επεκτείνει την ιδεολογική της κυριαρχία σε όλες τις μορφές διαφορετικότητας, με πολλούς τρόπους άλλοτε θεμιτούς και τις περισσότερες φορές αθέμιτους. Οι μεγάλες επιτυχές της στον πολιτικό της βίο ήρθαν με την ταυτόχρονη εγκαθίδρυση του οικονομικού φαντασιακού, της παραγωγής και της κατανάλωσης, τοποθετώντας τις παραγωγικές δυνάμεις του ανθρώπου στο βάθρο της πεμπτουσίας του. Ο Μαρξ δεν είναι ο απελευθερωτής του προλεταριάτου, είναι ο προφήτης της προλεταριοποίησης του ανθρώπου. Ο οικονομικός φιλελευθερισμός, έχοντας για βασική του αρχή την ατομική ελευθερία και έκφραση, έχει και αυτός αναγορεύσει σχεδόν κάθε κοινωνικό μετασχηματισμό σε οικονομική δράση και είναι εξ ίσου αντίθετος με το Ισλάμ. Αυτό δεν σημαίνει ότι το Ισλάμ είναι αντίθετο με τις αγορές, τουναντίον το Ισλάμ είναι ουσιώδης υπέρμαχος των αγορών. Η ειδοποιός διαφορά έγκειται στο ότι ο άνθρωπος κατά το Ισλάμ δεν είναι πρωταρχικά οικονομικό ον. Σκοπός του είναι το επέκεινα, και αυτό έχει μια τεράστια ισχύ στα μάτια εκατοντάδων εκατομμυρίων Πιστών, μιαν ισχύ μύθου η οποία έχει γίνει αποδεκτή ως ιδεολόγημα μιας μάζας ή οποία καθορίζει και την πολιτική εξέλιξη δεκάδων κρατών και ίσως και της Δύσης. Η παντοκρατορία της Δύσης έχει πληγεί από έναν απηρχαιωμένο μύθο για εμάς αλλά ζώντα για μάζες οι οποίες επιζητούν την πολιτική τους αναγνώριση και την πολιτιστική τους επιβίωση.
Το λαϊκό κράτος του Κεμαλισμού έπρεπε να συγκρουστεί με το Ισλάμ ως θεμελιώδες συστατικό της πολιτισμικής και αξιακής ταυτότητας της προς διαμόρφωση μάζας του λαού της Μικράς Ασίας, των εντός των συνόρων της Τουρκικής κρατικής εξουσίας λαών. Το Ισλάμ όμως είχε το πλεονέκτημα ότι ήταν το συνδετικό ιδεολόγημα το οποίο συγκρατούσε εθνικές οντότητες όπως τους Κούρδους στον ιστό της κρατικής υπόστασης του Οθωμανισμού. Από την διάρρηξη αυτής της σχέση ανεδύθει η εθνικιστική έκφραση των Κούρδων με την οποίαν ή Τουρκία βρίσκεται αντιμέτωπη τα τελευταία τριάντα χρόνια. Το ΚΔΑ έχει προσπαθήσει να προτάξει τις κοινές ρίζες Τουρκισμού και Κουρδικής οντότητας, τις ρίζες του Ισλάμ. Προσπάθησε να αναγνωρίσει την Κουρδική γλώσσα, αλλά φαίνεται ότι μέχρι στιγμής δεν έχει καταφέρει να επιτύχει μια σύντηξη όλων αυτών των στοιχείων σε μία συνισταμένη, μια έστω και προσχηματική ανασύσταση μια Οθωμανικής μίμησης στα σύνορα της Κεμαλικής Τουρκίας.
Το Τουρκικό Ισλάμ έχει υποστεί έντονες επιρροές από το Σουφικό κίνημα. Έχει μια πιο απόμακρη σχέση με το Βιβλίο από ότι άλλες εκφάνσεις του Ισλάμ και μια πιο εσωτερική διάθεση να διαλεχθεί με το Θείο. Αυτό το κάνει να είναι πιο ανοιχτό και πιο ευεπίφορο στις προκλήσεις από την Δύση. Του προσδίδει ένα στοιχείο ανεκτικότητας όπως κάνει και το κομμάτι την παράδοσης των Αλεβιτών το οποίο είναι 15-20% του Τουρκικού Ισλάμ.
Το επόμενο βέλος είναι ο Εθνικισμός. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία υπήρξε μια πολυεθνική και πολυθρησκευτική οντότητα. Η Αυτοκρατορία δεν ήταν μια οντότητα βασισμένη σε συγκεκριμένη εθνική ταυτότητα. Για τον Ατατούρκ η βάση κάθε μοντέρνου λειτουργικού κράτους ενταγμένου στην νεωτερικότητα ήταν το εθνικό κράτος. Ως πρότυπο υπήρχαν η Γαλλία, Γερμανία, ή Ιταλία, η Αγγλία, χώρες οι οποίες είχαν ήδη πραγματώσει την εθνική τους υπόσταση. Αυτές οι οντότητες συμμετείχαν στη νεωτερικότητα. Αυτές οι οντότητες επίσης είχαν και ένα άλλο σημαντικό χαρακτηριστικό. Ήταν κυρίαρχες και ιμπεριαλιστικές. Ήσαν ανεξάρτητες εθνικές κρατικές οντότητες. Ο εθνικός χαρακτήρας αποτελούσε για τον Κεμάλ την προϋπόθεση της ανεξαρτησίας του νέου υπό διαμόρφωση κράτους. Ο ίδιος βέβαια δεν υπελόγισε ότι αυτές οι χώρες είχαν οι ίδιες διαμορφώσει την νεωτερικότητα. Οι αρχές του φιλελευθερισμού και των αξιών της δημοκρατίας ήσαν κατακτήσεις οι οποίες είχαν περάσει μέσα από επίπονες ιστορικές διεργασίες αυτών των ίδιων.
Ο Κεμάλ θα έπρεπε να αρχίσει από το Οθωμανικό πρότυπο και να το μετασχηματίσει. Ως πρώτο του μέλημα λοιπόν έθεσε την δημιουργία του Τουρκισμού ως το νέο φαντασιακό της Οθωμανικής παράδοσης. Έπρεπε να εγκαθιδρύσει την συνείδηση του Τούρκου. Και αυτό ήταν που τον έφερε σε σύγκρουση με το πολυεθνικό υπόστρωμα της Οθωμανικής του κληρονομιάς. Εδώ έπρεπε να συγκρουστεί με του Κούρδους, τους Αρμένιους, τους Έλληνες, τους Πόντιους. Για τον Κεμαλισμό το νέο κράτος δεν μπορούσε να αποδεχθεί την ετερότητα σε επίπεδο εθνικής ταυτότητας. Η προσπάθεια αυτή μέσα στον ιστορικό χρόνο ήταν οι συγκρούσεις του Τουρκικού εθνικισμού με όλους τους επί μέρους εθνικισμούς της Μικράς Ασίας. Το πρόβλημα των Αρμενίων, Ελλήνων και Ποντίων λύθηκε με τον γνωστό ριζικό τρόπο. Οι εθνικές αυτές οντότητες έπαψαν να υφίστανται στον ίδιο χώρο με την Τουρκική εθνική αναδυόμενη συνείδηση. Ο Κουρδικός εθνικισμός προστατευμένος από την Ισλαμική του ταυτότητα όμως παρέμεινε ενεργός και με διάφορες μορφές επανήλθε και βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής της οποιασδήποτε προσπάθειας του Τουρκικού κράτος να ενταχθεί ουσιαστικά στην Ευρωπαϊκή οικογένεια. Το εθνικό τουρκικό κράτος πρέπει σήμερα να έρθει σε συμβιβασμό με μια εθνική οντότητα η οποία αρνήθηκε να ενσωματωθεί στην Κεμαλική προσπάθεια να ταυτιστεί ο κάθε κάτοικος της εδαφικής έκτασης του Τουρκικού κράτους με τον Τούρκο ως εθνική υπόσταση. Έναν Τούρκο ο οποίος ήταν φορέας των πιο εκπληκτικών επιτευγμάτων στην ανθρώπινη Ιστορία.
Όπως διαπιστώνει ο Άγγλος μελετητής Perry Anderson: «Ο Κεμαλισμός κατασκεύασε…την πιο εκπληκτική μυθολογία του εθνικιστικού μεσοπολέμου…το κράτος προπαγάνδιζε μια ιδεολογία κατά την οποίαν οι Φοίνικες και οι Χιττίτες ήταν κλάδοι των Τούρκων…Οι Τούρκοι είχαν εξαπλώσει των πολιτισμό από την κεντρική Ασία στον κόσμο…μιλούσαν μια γλώσσα η οποία ήταν η γενέτειρα γλώσσα όλων των γλωσσών».[7] Αυτά τα θέματα προσπαθούσε να προπαγανδίσει το Υπουργείο Παιδείας.
Ο Εθνικισμός του Κεμαλισμού αποτελεί μια παρακαταθήκη η οποία έχει ήδη ενσωματωθεί στο κρατικοποιημένο Ισλαμικό μόρφωμα του Κεμαλισμού μέσω του Διευθυντηρίου Θρησκευτικών Υποθέσεων. Το ΚΔΑ είναι η πολιτική έκφραση αυτού του μετασχηματισμού το οποίο πέτυχε ο Κεμαλισμός. Σε αυτό το σημείο οι αρθρογράφοι έχουν δίκιο να υποστηρίζουν ότι το Κεμαλισμός πέθανε αλλά ζήτω ο Κεμαλισμός. Όμως αυτό δεν επιτρέπει να συνάγουν όλα τα υπόλοιπα συμπεράσματα τα οποία μένει να αποδειχθούν στο χρόνο.
Ο Ρεφορμισμός ή Μετασχηματισμός ήταν ένα άλλο βέλος. Ο Κεμαλισμός ήθελε να ενσωματώσει στο πρόγραμμά του την δυναμική μιας αλλαγής του πολιτικού συστήματος με την μορφή συνεχών αλλαγών στο εποικοδόμημα των θεσμικών του αλλαγών. Διατηρούσε ανοιχτή την όποια πιθανή επιλογή θα του παρουσιαζόταν σε σχέση με τις επιταγές της θετικιστικής του προσέγγισης σε ζητήματα διοίκησης και οικονομίας. Το ίδιο και για ζητήματα αναθεωρήσεων στο κοινωνικό πεδίο. Ο Κεμαλισμός δεν ήταν μια επαναστατική κίνηση με την έννοια του φιλελεύθερου ή Μαρξιστικού τρόπο αντίληψης της επανάστασης. Ήταν ο μετασχηματισμός του Οθωμανικού κράτους με τις αρχές της προόδου, του πολιτισμού και την νεωτερικότητας. «Η χώρα θα γίνει σύγχρονη, πολιτισμένη και μοντέρνα, αυτό είναι ζήτημα ζωής και θανάτου για μας..».[8]
Το τελευταίο βέλος ήταν ο κρατισμός. Το κράτος αποτελούσε το κυρίαρχο στοιχείο παραγωγής, διανομής και λειτουργίας της κοινωνίας. Ήταν αυτό το οποίο αποφάσιζε για το σύνολο της οργανικής δραστηριότητας της κοινωνίας. Ο Κεμαλισμός διατήρησε την ατομική ιδιοκτησία αλλά ανέθεσε στο κράτος της επενδύσεις της οποίες δεν ανελάμβανε ο ιδιωτικός τομέας ή τις θεωρούσε ζωτικές για τα συμφέροντα του ίδιου του κράτους. Η ανάπτυξη μιας φιλελεύθερης οικονομίας δεν καν στη σκέψη του Κεμαλισμού. Η κρατιστική αντίληψη άλλωστε ήταν για την εποχή λόγω Σοβιετικής Ένωσης και φασιστικών καθεστώτων μια αδήριτη οικονομική πραγματικότητα. Το Τουρκικό κρατιστικό σύστημα κατέληξε να έχει στην κατοχή του κράτους ένα μεγάλο μέρος των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας. Ταυτόχρονα επέτυχε να δημιουργήσει μια Τουρκική Ισλαμική μεσαία τάξη μέσω του κρατικού καπιταλισμού. Αυτό όμως δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο Κεμαλισμός οδήγησε στην ιδεολογία της ελεύθερης αγοράς. Πέραν αυτού η διαπίστωση ότι ο Κεμάλ ενεθάρρυνε την ελεύθερη οικονομία είναι μια άλλη ανοικτή πρόσκληση προς όσους σήμερα θέλουν να ταξινομήσουν εχθρούς και φίλους με βάση την προσήλωσή τους στις αρχές της ελεύθερης οικονομίας. Ο Κεμάλ δεν άφησε ποτέ την οικονομία να λειτουργήσει ελεύθερα αλλά αντίθετα η οικονομία ήταν μέρος της κρατιστικής και ποπουλιστικής του κοσμοθεώρησης.
Όπως είδαμε από την παραπάνω ανάλυση ο Κεμαλισμός δεν εισήγαγε Δυτικές φιλελεύθερες αρχές στο νέο Τουρκικό εθνικό κράτος. Αντίθετα σταμάτησε τις ελεύθερες κοινωνικές εκφράσεις προς όφελος μιας εταιριστικής οργανικής λειτουργίας της κοινωνίας ή οποία προσέφερε σοβαρά πλεονεκτήματα στο νέο δημιούργημα και στην εποχή του μεσοπολέμου αλλά η δομές τις οποίες ίδρυσε ήταν σε αντίρροπη τροχιά από τον φιλελευθερισμό τον οποίον βλέπουν οι αρθρογράφοι. Εδώ πρόκειται για μια συνειδητή παραπλάνηση ή και προπαγάνδα για την σημερινή μορφή της Τουρκίας, η οποία απευθύνεται σε ένα κοινό το οποίο μάλλον διαβάζει αυτά τα οποία θέλει να μάθει παρά αυτά τα οποία πρέπει να μάθει για την Τουρκία.
Οι καθηγητές συνεχίζουν: Στη συνέχεια και μετά τον θάνατο του Κεμάλ, ο Ινονού δεν πραγματοποίησε τα όσα είχε σχεδιάσει ο Ατατούρκ. Ο πολιτικός Κεμαλισμός διεστράφη στην μορφή του στρατιωτικού Κεμαλισμού.
Εδώ θα παραμείνουμε. Κατά τους συγγραφείς υπήρξε ένας πολιτικός Κεμαλισμός τον οποίον αναίρεσε ο Ινονού. Αλλά το ερώτημα το οποίο εγείρεται είναι απλό, ποιος θα όριζε το πότε αυτή η παροδική επιτροπεία των φυλάκων θα τελείωνε και τι σήμαινε η αποδοχή μεγάλου μέρους του λαού των δυτικών προτύπων και θεσμών; Ας υποθέσουμε ότι οι στρατιωτικοί απήγαγαν τον πολιτικό Κεμαλισμό και τον υποχρέωσαν σε μια συνεχή παρουσία των φυλάκων και έθεσαν τους εαυτούς τους στη θέση αυτών των επιτρόπων του ιδεολογήματος του Ατατούρκ. Ας υποθέσουμε ότι η πολιτικές παρακαταθήκες του Κεμάλ διαστρεβλώθηκαν κατάφορα από τους στρατοκράτες της Άγκυρας. Αυτό σημαίνει ότι οι πολιτικές εξελίξεις με την ανάληψη της εξουσίας από το ΚΔΑ είναι η καθαρή έκφανση του Κεμαλισμού. Οι φύλακες θα επιστρέψουν στα συνταγματικά τους όρια και η πολιτική θα συνεχίσει απρόσκοπτα την υλοποίηση του προγράμματος των έξη βελών.
Η παραπάνω ανάλυση του Κεμαλισμού όμως δεν μας οδηγεί σε τέτοια συμπεράσματα. Αν το συγκεκριμένο πολιτικό γίγνεσθαι στην Τουρκία με το ΚΔΑ στην εξουσία εφαρμόσει απρόσκοπτα το Κεμαλικό πρόγραμμα αυτό δεν θα οδηγήσει στην περιγραφή των αρθρογράφων. Το Κεμαλικό πρόγραμμα, δεν μπορεί να ενοποιήσει το Τουρκικό υποκείμενο με τον εθνικισμό των Κούρδων παρά μόνο, και αυτό είναι μία πιθανότητα, μέσω της παράδοσης του Ισλάμ. Πέραν των άλλων αντιφάσεων εδώ βρισκόμαστε σε μια θεμελιώδη αντίφαση του Κεμαλισμού, και του υποτιθέμενου Κεμαλισμού του άρθρου.
Μπορούμε να πούμε ότι ο Κεμαλισμός ήταν στην καλύτερη του μορφή μια βίαιη μεταστροφή προς ένα Δυτικό κοσμοείδωλο, το οποίον έπρεπε να λειτουργήσει για να επιβιώσει το Τουρκικό κράτος. Αλλά το ίδιο το οικοδόμημα, το Τουρκικό κράτος ήταν ένα κτίριο το οποίο έπρεπε να χτιστεί με καινούργια υλικά, τα υλικά του Δυτικού ιδεολογήματος του εθνικού κράτους. Η πρώτη κίνηση επί του εδάφους έγινε με την γενοκτονία των Αρμενίων και Ποντίων και την μετέπειτα εξόντωση των Ελλήνων της Ιωνίας και της Πόλης. Το τεράστιο αυτό κενό δεν αναπληρώθηκε ποτέ. Αναπληρώθηκε μόνο από φαντασμαγορικές προτάσεις για Χιττίτες και την Τουρκική γλώσσα ως μητέρα όλων των γλωσσών. Η αναπλήρωση αυτή δημιούργησε ένα στείρο εθνικισμό ο οποίος είχε σαν μόνη του τροφή το Ισλάμ, και το οποίος ήταν ήδη εθνικοποιημένο. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι ο λαϊκός Κεμάλ σε αντιπαράθεση με τον δημιουργό ενός εθνικού κράτους υπέκυψε σε ένα κράτος με θρησκευτική ταυτότητα, την Ισλαμική. Αυτό ήταν σωστό για την συνοχή του νέου οικοδομήματος αλλά εξασθενούσε την έννοια του λαϊκού, δηλαδή αυτό το οποίο διεχώριζε κράτος από θρησκεία, και φιλελεύθερου κράτος το οποίο θα τοποθετούσε στο κέντρο της εξουσίας την πολιτική.
Το κόμμα του Ταγιπ Ερντογκάν θεωρείται ένα μετριοπαθές ισλαμική κόμμα. Προφανώς δεν ταυτίζεται με τον Ουαχαμπισμό, της Σαουδικής Αραβίας. Το κόμμα αυτό, έχει αποκηρύξει τις πιο φονταμενταλιστικές αξίες του Ισλάμ και ας υποθέσουμε ότι έχει ενστερνισθεί τις αξίες της φιλελεύθερης Δυτικής κοινωνίας. Άρα, έχει επιτύχει αυτό το οποίο το Ισλάμ στον ευρύτερο χώρο του δεν είχε επιτύχει τα τελευταία χίλια χρόνια.
Ο Ταρίκ Αλί διερωτάται: «Γιατί το Ισλάμ δεν πέρασε μέσα από μια Μεταρρύθμιση; Γιατί η Οθωμανική Αυτοκρατορία έμεινε ανέγγιχτή από τον Διαφωτισμό;»[9] Δεν θα απαντήσουμε σε αυτές τις ερωτήσεις. Αυτό το οποίο όμως γίνεται προφανές, αν δεχτούμε τα όσα λέγονται στο άρθρο, είναι ότι ο Κεμαλισμός κατάφερε να είναι και η Μεταρρύθμιση και ο Διαφωτισμός, έτσι ώστε να αναδυθεί στην Τουρκική κοινωνία ένα μετριοπαθές ισλαμικό κόμμα με όλα τα ιδεολογικά συστατικά τα οποία χαρακτηρίζουν τους Δυτικούς επιγόνους της Μεταρρύθμισής και του Διαφωτισμού.
Αυτό φαίνεται να δέχεται η δυτική πολιτική ηγεσία η οποία δείχνει την Τουρκία ως ένα υπόδειγμα του αναδυόμενου αναθεωρητικού φιλελεύθερου Ισλάμ προς ολόκληρο το υπόλοιπο Ισλάμ.
Κάνοντας μιαν αποτίμηση του Κεμαλισμού και την σημερινή του θέση στην Τουρκία θα παρατηρήσουμε ότι ο Κεμαλισμός είναι σε υποχώρηση. Οι επίγονοι του Κεμάλ, οι φύλακες του καθεστώτος από κινήματα (1960, 1980) έχουν διολισθήσει σε κείμενα προθέσεων ( 1997,2007) και σε συνωμοσίες του βαθέως κράτους (Εργκένεκον). Ο Κεμαλισμός όμως δεν είναι νεκρός. Έχει πλέον όλες τις έκδηλες αδυναμίες μιας εκ των άνω επανάστασης η οποία δεν μπορεί να ελέγξει την εσωτερική δυναμική της Τουρκικής κοινωνίας. Σήμερα έχει στραφεί προς τον Τουρκικό εθνικισμό και διατηρεί την φθαρμένη αίγλη του «παλαιού καθεστώτος» το οποίο από την μεταστροφή της Οθωμανικής Τουρκίας σε μια Δυτική Τουρκία, υποψιάζεται την Δύση, και ταυτόχρονα την φοβάται έχοντας καταλάβει ότι η Δύση με τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα δικαιώματα μειονοτήτων και την πολιτική έκφραση τους φέρνει σε κίνδυνο την ίδια την εδαφική ακεραιότητα της Τουρκίας (πιθανό Κουρδικό κράτος) και την έκφραση διαφορετικών τάσεων του Ισλάμ (Σουνίτες, Αλεβίτες) πράγμα το οποίο θα αναιρέσει την θέση ότι το κράτος πρέπει να σώσει την θρησκεία από την πολιτική και να την αφήσει να λειτουργήσει μόνον ως έκφραση πίστεως και συνείδησης.
Άρα ούτε μπορούμε να αναφωνήσουμε «ζήτω ο Κεμαλισμός». Θα ήταν μια κραυγή θαυμασμού για την προσφορά του Κεμαλισμού την περίοδο του 20 και 30 αλλά όχι για την προσφορά του σήμερα. Το ΚΔΑ τουλάχιστον δεν μπορεί να πιστέψει μια τέτοια εκδοχή της διήγησης του Τουρκικού γίγνεσθαι. Το ΚΔΑ δεν μπορεί να είναι η έκφραση του Κεμαλικού φαντασιακού, ούτε να συνεχίσει σήμερα την διήγησή του Ατατούρκ μέσα ή έξω από την Τουρκία.
Συνοψίζοντας: οι αρθρογράφοι δεν έχουν περιγράψει κάτι το οποίο ανταποκρίνεται στην Τουρκική πραγματικότητα, έχουν μάλλον προβάλει ότι θα ήθελαν οι ακροατές τους να ακούσουν. Ποιοι είναι αυτοί οι ακροατές; Το αναγνωστικό κοινό του Foreign Affairs, δηλαδή Αμερικανοί και Ευρωπαίοι οι οποίοι προσδοκούν με αγωνία να δουν το Ισλαμικό πείραμα της Τουρκίας να εξελίσσεται θετικά.
Οι δύο καθηγητές. πέραν όλων αυτών διατείνονται ότι μια Τουρκία με ένα κόμμα όπως το ΚΔΑ στην εξουσία θα είναι σε ειρήνη με τους γείτονές της. Αυτό βέβαια είναι μια πιθανότητα την οποίαν υποθέτουν το ισχύει σήμερα και η οποία προφανώς θα έρχεται σε αντιδιαστολή με την στρατιωτική επιτροπεία η οποία είναι σε σύγκρουση με τους γείτονές της. Αλλά η Τουρκία είναι ήδη σήμερα σε σύγκρουση με την Αρμενία για τους γνωστούς λόγους, με το Ιράκ για το Κουρδικό και με την Ελλάδα για λόγους καθαρά γεωστρατηγικούς και επεκτατικούς από το 1974 τουλάχιστον. Οι συγκρούσεις αυτές είναι καθαρά επεκτατικές, Κύπρος και εποικισμός, Αιγαίο και γκρίζες ζώνες, όπως και εθνικιστικές όσον αφορά το Κουρδικό πρόβλημα. Ο ίδιος ο Κεμάλ υπεχώρησε στο σύνορα του νέου Τουρκικού εθνικού κράτους και δεν ανεμείχθει σε καμία σύγκρουση με τους γείτονές του. Αυτό βέβαια μπορεί να αποδοθεί και στην αδυναμία του νέου Τουρκικού κράτους να συγκρουστεί στην ουσία με τις τότε μεγάλες αποικιοκρατικές δυνάμεις της Ευρώπης.
Το κράτος των επιγόνων του έδειξε μια διαφορετική γεωπολιτική συμπεριφορά τουλάχιστον όσον αφορά την Ελλάδα και αυτό δεν σταμάτησε με την έλευση του ΚΔΑ στην εξουσία. Και σε αυτό το σημείο το άρθρο περιγράφει μια πραγματικότητα η οποία δεν έχει μέχρι στιγμής υλοποιηθεί. Αν οι συγκρουσιακές συμπεριφορές γίνονται από το Κεμαλικό «παλαιό καθεστώς» ερήμην του ΚΔΑ τότε ο πολιτικός μετασχηματισμός με την έλευση του Ερντογάν στην εξουσία είναι μάλλον έωλος. Ο Κεμαλισμός με το μανδύα του εθνικισμού και όχι του Δυτικού φιλελεύθερου φαντασιακού μπορεί να ανατρέψει ολόκληρο το πολιτικό εποικοδόμημα του μετριοπαθούς Ισλαμικού ρεφορμισμού προς όφελος ενός μετά-Κεμαλικού ρεφορμισμού βασισμένου στα βέλη του εθνικισμού του ποπουλισμού και του λαϊκισμού.
Προσπαθήσαμε να καλύψαμε εν συντομία το ερώτημα του τί είναι ο Κεμαλισμός και οι συνέπειες του. Δεν μπορούμε να προδιαγράψουμε τις εξελίξεις στην Τουρκία. Ούτε ο Κεμαλισμός, ούτε το Ισλάμ μπορούν να δώσουν απαντήσεις μέσα σε έναν Πρωτεϊκό κόσμο. Είναι βέβαιο ότι υπάρχει μια διαλεκτική σχέση ανάμεσα στο σημερινό μετά-μοντέρνο Δυτικό παράδειγμα και στο Δυτικό παράδειγμα του 1920-30 το οποίο ενσωματώθηκε στο Οθωμανικό φαντασιακό. Είναι όμως αληθές ότι το Δυτικό παράδειγμα είναι απολύτως ρευστό (σύγκρουση με το Ισλάμ, οικονομικός Αρμαγεδών, τεχνολογία του πολέμου) και ότι ταυτόχρονα το Κεμαλικό φαντασιακό με την Δυτική του συνισταμένη πρέπει να έρθει σε μια διαλεκτική αντιπαράθεση με το Ισλάμ και την πολιτιστική του κληρονομιά. Δεν μπορούμε παρά να περιμένουμε μετέχοντες στην Ιστορία του σήμερα με το πνεύμα του αναλυτή στραμμένο προς το παρελθόν και την ψυχή μας να ατενίζει το μέλλον.
Νικόλαος Α Μπινιάρης 16/5/2010
[1] Το κατά πόσον ήταν επαναστατικό ή ρεφορμιστικό είναι θέμα συζητήσεων και ανάλυσης. Μάλλον πρόκειται για ένα ρεφορμιστικό κίνημα.
[2] Κείμενα από τα αρχεία του ΡΛΚ, 1923
[3] Ο.π 1943
[4] Άρθρο 3 του ΡΛΚ 1927
[5] (1798-1857. Ο Κομτ είναι ο ιδρυτής της κοινωνιολογίας και της έννοιας του θετικισμού στις κοινωνικές επιστήμες. Η Κοινωνική Δυναμική και οι πηγές της αλλαγής και της προόδου βασίζονταν στην σε αλλαγές της ανθρώπινης σκέψης. Για τον Μαρξ αυτό ήταν ανάθεμα.
[6] Κεμάλ Καρακάς Ινστιτούτο Ειρήνης της Φρανκφούρτης. 2007
[7] Perry Anderson: “London Review of Books” 2008
[8] Κείμενα 1923
[9] Ταρίκ Αλί: Η σύγκρουση των φονταμενταλισμών.