του Νίκου Μπινιάρη.
Το άρθρο που ακολουθεί έχει γραφεί ίσως αργά αλλά σίγουρα και νωρίς για το ελληνικό άγος. Έχει χωριστεί σε τρία μέρη τα οποία είναι όλα ανοιχτά σε συζήτηση και αντίλογο. Αυτή η συζήτηση χρειάζεται τεκμήρια, επιχειρήματα μέσα στο πλαίσιο του υπαρκτού καπιταλισμού. Αν ο αντίλογος προκύπτει από μια υπόθεση για παγκόσμια επανάσταση, κάτι δηλαδή που θα ανατρέψει το πλαίσιο στο οποίο υφίσταται το ελληνικό ζήτημα, τότε η συζήτηση παίρνει μια άλλη τροπή η οποία είναι απολύτως θεμιτή αλλά αμφιλεγόμενη όσον αφορά τα μέσα και τις συνέπειες μιας τέτοιας ανατροπής.
Σύντομο Ιστορικό
Η Ελλάδα υπέγραψε συμφωνία σύνδεσης με την τότε Ευρωπαϊκή Αγορά το 1961. Η συμφωνία αυτή πάγωσε μετά το 1967. Το 1975 η Ελλάδα υπέβαλε αίτηση εσόδου στην ΕΟΚ. Το 1981 η Ελλάδα μπήκε στην τότε Ευρωπαϊκή Κοινή Αγορά. Σήμερα, η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά σε μια σειρά από επιλογές τις οποίες πολλοί λίγοι τις έχουν συζητήσει σε όλο το βάθος και το εύρος τους. Και η συζήτηση και η αγωνία περιστρέφεται γύρω από εκείνη την απόφαση την οποία σήμερα η χώρα κρίνει πως κατέστρεψε το μέλλον της και πολλοί βρίσκεται στους δρόμους διαδηλώνοντας και προσπαθώντας να καταλάβουν πως και γιατί αυτό συνέβη. Γιατί ας μην έχουμε αυταπάτες η κρίση είναι κρίση προερχόμενη από την είσοδό μας στην ΕΟΚ και ΕΕ και ευρώ. Έτσι λένε πολλοί συμπολίτες μας. Εν μέρει αυτό είναι αλήθεια, αλλά δεν είναι ολόκληρη. Το πολιτικό-οικονομικό πρόβλημα της Ελλάδος δεν είναι εξωγενές και μόνον. Δυστυχώς, είναι εν πολλοίς ενδογενές. Και αυτό αποδεικνύεται ιστορικά από το 1824 έως σήμερα. Τα δάνεια και μια δυσλειτουργική οικονομία, πόλεμοι, κατοχές, και εσωτερικές συρράξεις δεν άφησαν την Ελλάδα να αναπτυχθεί οικονομικά και με ομαλό τρόπο. Αυτή η δυσλειτουργία συνεχίστηκε όμως και τα τελευταία τριάντα πέντε χρόνια ειρήνης και ευημερίας. (Σχετικής ειρήνης γιατί οι εξοπλισμοί μας δημιούργησαν και διαφθορά και απώλεια πόρων για επενδυσεις) Γιατί; Η απάντηση για τους κλέφτες πολιτικούς και το ευρώ δεν είναι τεκμηριωμένη και δεν είναι πλήρης. Χρειάζεται μια πιο βαθειά ανάλυση και κατανόηση της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας.
Πολλοί αμφισβήτησαν την είσοδο της χώρας στην ΕΟΚ, για λόγους πολιτικούς, ιδεολογικούς, γεωστρατηγικούς, ακόμα και πολιτισμικούς. Τώρα πάρα πολλοί βρίσκονται έτοιμοι να αποκηρύξουν την απόφαση εκείνη η οποία τότε φάνταζε ως μεγάλη και ιστορική επιτυχία.
Εν συντομία, από το 1981 η χώρα αποδέχτηκε ορισμένους όρους και συμβάσεις για το εσωτερικό της δίκαιο, αλλά και για την οικονομική της πολιτική. Απελευθέρωσε την αγορά της και ήρε δασμούς και τέλη για ευρωπαϊκά προϊόντα και ταυτόχρονα άρχισε να εισπράττει επιδοτήσεις και βοήθεια κάθε είδους για την οικονομία της η οποία μπήκε σε φάση προσαρμογής με την ελεύθερη διακίνηση αγαθών, υπηρεσιών και κεφαλαίων. Η ελληνική οικονομία άρχισε να μετασχηματίζεται από μια προστατευόμενη κλειστή οικονομία σε μια οικονομία της μεγάλης ευρωπαϊκής αγοράς. Έγινε αμέσως πρόδηλο πως ο μετασχηματισμός αυτός δεν θα ήταν ομαλός. Μια άμεση επίπτωση ήταν το κλείσιμο μεγάλων βιομηχανικών μονάδων πχ κλωστοϋφαντουργίας, και η υπαγωγή τους στις «προβληματικές επιχειρήσεις». Βέβαια αυτά όλα έγιναν και κάτω από εσωτερικές διεργασίες έντασης πολιτικού, ιδεολογικού, αλλά και οικονομικού περιεχομένου.
Αυτές οι επιπτώσεις δεν είχαν προφανώς εκτιμηθεί δεόντως ούτε από την Ελλάδα, ούτε από την ίδια την ΕΟΚ. Η ανεργία από αυτές τις επιπτώσεις στην ουσία απορροφήθηκε από την γιγάντωση δημοσίων υπηρεσιών και οργανισμών.
Αυτές οι παρατηρήσεις πρέπει να προσεχθούν γιατί σήμερα το πρόβλημα της χώρας παρουσιάζεται στον οικονομικό τομέα και η οικονομία μας αποτελεί το αίτιο της δεινής θέσης που έχουμε όλοι βρεθεί. Η οικονομικές επιπτώσεις λοιπόν από τη δεκαετία του 80 έδειχναν μια οικονομία η οποία προσαρμόζονταν με αργούς και επίπονους ρυθμούς σε αυτό στο οποίο η ελληνική οικονομία και κοινωνία δεν είχαν ποτέ δοκιμάσει πριν.
Η σημερινή Ελλάδα, όμως δεν είναι μόνο μέλος της ΕΕ, του ΟΟΣΑ, του ΝΑΤΟ του ΔΝΤ, δηλαδή μια από τις πιο ανεπτυγμένες οικονομίες του κόσμου και μέλος της γεωστρατηγικού σχεδιασμού της Δύσης. Από το 2002 είναι μέλος της ευρωζώνης. Η μετάβαση από τη δραχμή στο ευρώ, δηλαδή από ένα νόμισμα το οποίο είχε υποτιμηθεί τη δεκαετία του 90 κατά 90%, σε ένα νόμισμα το οποίο ήταν βασισμένο στο γερμανικό μάρκο, ήταν μια μετάβαση εις άλλο γένος οικονομίας, όπως θα έλεγε ο Πλάτωνας. Ήταν μια μετάβαση σε ένα άλλο οικονομικό σύμπαν. Αυτό το σύμπαν η Ελλάδα δεν θέλησε να κατοικήσει είτε γιατί δεν είχε τους ηγέτες για να το σχεδιάσουν είτε η ελληνική κοινωνία δεν βρίσκεται στην αντίστοιχη φάση ανέλιξης του βορρά.
Θα πρέπει εδώ να μην παραβλέψουμε πως η Ελλάδα ως μέλος της ΕΟΚ και της μετέπειτα ΕΕ είχε παραδώσει μεγάλο μέρος του εσωτερικού της δικαίου στα ευρωπαϊκά όργανα καθώς και τους τομείς της γεωργίας της διακίνησης κεφαλαίων αλλά και του δημοσίου της χρέους σε αγορές τις οποίες δεν είχε ποτέ πριν χρησιμοποιήσει, δηλαδή hedge funds, μακροχρόνια ομόλογα, 10 και 20 ετών, και μεγάλο μέρους του χρέους της σε ξένους διαχειριστές πέραν των παραδοσιακών ελληνικών τραπεζών και της ΤτΕ.
Αυτά εν ολίγοις ήσαν κομμάτια της ουσιαστικής εθνικής κυριαρχίας της Ελλάδος τα οποία είχαν παραδοθεί σε άλλους διαχειριστές με αντάλλαγμα τη συμμετοχή μας ισότιμα στα ευρωπαϊκά όργανα και κέντρα αποφάσεων. Η ανταλλαγή αυτή είχε συνέπειες σε όλο το φάσμα της κοινωνικής, πολιτικής, πολιτισμικής αλλά και ασφάλειας της χώρας.
Η έννοια και η πρακτική της εθνικής κυριαρχίας, ήταν υπό διαμεσολάβηση, ήταν σε μια μετά-μοντέρνα πολιτικά Ευρώπη ρευστή ως προς το βάθος και το εύρος της. Η εθνική κυριαρχία ως γένος μιας σειράς από πολιτικές και νομικές έννοιες και πρακτικές, λαϊκή κυριαρχία, δημοκρατία, νομιμοποίηση, κλπ είχε άλλο νόημα στην Αθήνα και άλλο στις Βρυξέλες. Η ελευθερία των αποφάσεων των εκλογών και του κοινοβουλίου ήταν μια επίφαση της πρότερης εθνικής κυριαρχίας αλλά στην πραγματικότητα οι αποφάσεις του κοινοβουλίου σε πολλά θέματα ήσαν προδιαγεγραμμένες από το Συμβούλιο Ηγετών, Υπουργών, Επιτροπής.
Όλα τα παραπάνω είχαν συζητηθεί από μερίδα των Ελλήνων πολιτικών και διανοούμενων αλλά δεν είχαν ποτέ γίνει αντιληπτά στο βάθος τους από τον απλό Έλληνα πολίτη ο οποίος έβλεπε το βιοτικό του επίπεδο να βελτιώνεται θεαματικά και ίσως εύκολα αλλά ο οποίος δεν είχε κατανοήσει τις διεργασίες και τις επιπτώσεις μιας τέτοιας πραγματικότητας. Υπήρχε δε ένα βαθύτατο έλλειμμα ουσιαστικής δημοκρατικής αντιπαράθεσης για τους στόχους και τα μέσα του μετασχηματισμού της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας. Οι πολιτικοί και η πολιτική αναλώνονταν σε επιφανειακού τύπου αντιπαραθέσεις για την κακή δεξιά, το παρελθόν του Μητσοτάκη, την ιθαγένεια των Παπανδρέου, τον Εμφύλιο και το χαμένο παράδεισο των προοδευτικών δυνάμεων, τον πατριωτισμό με το κιλό και μετέχοντες σε διάφορες άλλες προσχηματικές διαφωνίες, οι πολιτικές δυνάμεις κάλυπταν την άρνηση ή την αδυναμία της ελληνικής κοινωνίας να διελεγχθεί σε βάθος και με ψύχραιμη ανάλυση για τις προκλήσεις της ΕΟΚ, ΕΕ και της παγκοσμιοποίησης η οποία από το 90 μας χτύπησε την πόρτα ως μεταναστευτικό κύμα και ως εισαγωγές από τις αναδυόμενες ασιατικές οικονομίες.
Σήμερα, ζούμε στον ορυμαγδό και τη θύελλα της ελληνικής οικονομίας στη ζώνη του ευρώ και ταυτόχρονα έχει ανακύψει το πρόβλημα της εθνικής κυριαρχίας. Το δεύτερο θέμα έχει έρθει στο προσκήνιο λόγω του πρώτου. Τα δάνεια, το Μνημόνιο, το δεύτερο Μνημόνιο, το δίκαιο των ομολόγων και η πρόταση της Γερμανίας για Επιτροπεία της Ελλάδος είναι όλα σοβαροί λόγοι για να προκαλέσουν το πατριωτικό αίσθημα των Ελλήνων.
Η εθνική κυριαρχία, εάν η οικονομία της χώρας ελέγχεται από κάποιον ο οποίος δεν έχει τη νομιμοποίηση του λαού παύει να ισχύει. Αλλά το ίδιο σε ένα πιο ήπιο τρόπο, και μάλλον πιο συγκεκαλυμμένο, ίσχυε μέχρι τώρα με την αποδοχή του ευρώ ως εθνικού νομίσματος το οποίο δεν ελέγχεται από την εκλεγμένη ελληνική κυβέρνηση και τα όργανά της. Η χώρα δεν μπορούσε να ασκήσει νομισματική πολιτική, να ορίσει τα επιτόκια και την ισοτιμία του νομίσματός της σε σχέση με την παραγωγική της βάση.
Θεσμικές Αλλαγές
Σήμερα, εμφανίζεται η Γερμανία να επιζητά έναν μη-δημοκρατικό έλεγχο των πιστωτών, της ΕΕ και της ΕΚΤ στα οικονομικά της χώρας. Είναι προφανές πως η απαίτηση της Γερμανίας είναι όχι μόνον επιζήμια για την δημοκρατία της Ελλάδος αλλά επιζήμια για την ίδια τη Γερμανία.
Είναι επιζήμια για εμάς γιατί ο οικονομικός έλεγχος δίχως νομιμοποίηση αντίκειται στο θεμελιώδες δικαίωμα της λαϊκής κυριαρχίας το οποίο αποτελεί τη βάση των δημοκρατικών καθεστώτων της Ευρώπης. Είναι επιζήμια όμως και για τη Γερμανία γιατί αυτομάτως θέτει το όλο πλέγμα της Ευρωπαϊκής ιδέας υπό αμφισβήτηση. Ο τρόπος εισαγωγής του θέματος είναι αδόκιμος έως προσβλητικός για την ευρωπαϊκή πρακτική. Πρώτον διότι η Ευρώπη δεν μπορεί να ανεχθεί μια Γερμανική γραμμή για λόγους ιστορικούς και εθνικούς. Το παρελθόν της Γερμανίας δεν έχει διαγραφεί από το συλλογικό ασυνείδητο των ευρωπαϊκών λαών. Η Γερμανική Ευρώπη, δηλαδή μια επιβολή της Γερμανίας με μη δημοκρατικό τρόπο στην υπόλοιπη Ευρώπη δεν έχει πιθανότητες επιτυχίας. Η Γερμανία προσπάθησε αλλά ποτέ δεν υπήρξε ηγεμονική δύναμη στην Ευρώπη. Ο δεύτερος πιο ουσιώδης ακόμα λόγος είναι πως η Γερμανία δεν έδωσε καμία λύση στο πρόβλημα χρέους της ΕΕ και μάλιστα τα μέτρα τα οποία έχει λάβει είναι λάθος. Αυτή η αποτυχία της Γερμανίας αποδεικνύει την αδυναμία της να γίνει ηγέτιδα δύναμης ακόμα και τώρα που έχει πολλούς άσσους στο παιγνίδι αυτό. Το μόνο που έχει καταφέρει είναι να δημιουργήσει, παρόλο που πληρώνει, αντιπάθειες και αντιδράσεις.
Η οικονομική θεωρία, πουθενά δεν ορίζει πως η απάντηση στην κρίση χρέους είναι η λιτότητα ή η ύφεση. Η δημοσιονομική προσαρμογή, η πειθαρχία σε λογικό χρόνο, ο περιορισμός των ελλειμμάτων, είναι ζητήματα τα οποία δεν μπορούν να αποφευχθούν. Αλλά ταυτόχρονα, μια οικονομία σε ύφεση η οποία θα φτάσει το 13% από το 2009 δεν μπορεί να συλλέξει ανύπαρκτους νέους φόρους ή να πληρώσει χρέη.
Πέραν του ελληνικού προβλήματος, η Ευρώπη βρίσκεται ολόκληρη σε ύφεση πλην Γερμανίας, Ολλανδίας και Φιλανδίας. Η Γερμανική βιομηχανία εξάγει το 40% της παραγωγής της στην Ευρώπη. Αν αυτή η αγορά συρρικνωθεί, η Γερμανία μειώνει τις εξαγωγές της. Το θέμα δεν είναι η Ελλάδα η οποία απορροφά το 0.6 των γερμανικών εξαγωγών, είναι η υπόλοιπη Ευρώπη.
Στο πρώτο λοιπόν θέμα της εθνικής κυριαρχίας η Γερμανία οφείλει, αν το θέλει, να ηγηθεί της Ευρώπης: να αναλάβει την πρωτοβουλία να εισαγάγει και να διαπραγματευτεί την πλήρη πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης. Αν πράγματι πρέπει οι χώρες να χάσουν την εθνική τους κυριαρχία ας την χάσουν μέσα σε μια Ευρωπαϊκή ομοσπονδία με κοινά συμφέροντα, οικονομικά, γεωστρατηγικά, πολιτικά. Η πολιτεία του Μισισιπή, της Αλαμπάμα, του Κάνσας είναι ελλειμματικές, κανείς δεν μιλάει για απώλεια εθνικής κυριαρχίας τους. Αν υπάρχουν χώρες ελλειμματικές για διάφορούς λόγους αυτές θα έχουν να συνεισφέρουν άλλα στοιχεία στην Ευρωπαϊκή ομοσπονδία. Αν μια κεντρική διοίκηση θέλει να ελέγχει τα οικονομικά μελών ας το κάνει, αλλά να είναι ταυτόχρονα υπεύθυνη για την περίθαλψη, τις συντάξεις και την άμυνα της ομοσπονδίας.
Η πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης δεν είναι εύκολο εγχείρημα, αλλά δεν είναι ακατόρθωτο. Σήμερα, είναι απολύτως απαραίτητο, για λόγους πολιτικούς, οικονομικούς αλλά και γεωστρατηγικούς. Η κρίση αυτή είναι στην πραγματικότητα κρίση ιστορική, δηλαδή κρίση επαναπροσδιορισμού της Ευρώπης, αν υπάρχει μια τέτοια πραγματικότητα στην οποίαν μετέχουμε η Ελλάδα, η Αγγλία, η Πορτογαλία, η Λάτβια, η Ρουμανία. Αν αυτή η πολιτική οντότητα η οποία όμως δεν έχει εθνική ταυτότητα έχει υπόσταση ή λόγους για να αποκτήσει, τότε η Ευρωπαϊκή ιδέα δεν έχει μέλλον και αυτή η κρίση της οικονομικής δυσμορφίας θα αποδειχθεί καταλυτική για όλους. Το ελληνικό πρόβλημα είναι το χειρότερο παράδειγμα αποτυχίας στην Ευρώπη αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτα περισσότερο από ένα στατιστικό φαινόμενο. Το ίδιο βέβαια δεν ισχύει για τους άνεργους της Ελλάδας, της Ισπανίας, της Αγγλίας. Εκεί η στατιστική χάνει την αφηρημένη έννοια του αριθμού και γίνεται πρόσωπο και συμφορά.
Η Ευρώπη είναι σαστισμένη και περιδεής. Αυτό δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί ούτε με κραυγές για τους «τεμπέληδες» Έλληνες τους «σκληρούς» Γερμανούς, τους «ύπουλους» Άγγλους ή τους «καλοφαγάδες» Γάλλους. Τα εθνικά κράτη από το 1957 στην Ευρώπη έχουν παραδώσει μέρος της εθνικής τους κυριαρχίας. Το έκαναν για διάφορους λόγους, αλλά τώρα καλούνται να παραδώσουν περισσότερα, όσα από αυτά το επιθυμούν.
Η Ελλάδα βρίσκεται στο σταυροδρόμι των αποφάσεων. Για πολλούς Έλληνες τα δάνεια, οι συμβάσεις, τα προγράμματα του ΔΝΤ κλπ είναι απώλεια της εθνικής τους κυριαρχίας γιατί πρώτιστα βλέπουν πως έχουν μπει σε ένα δρόμο φτώχειας. Δεν είναι όμως μόνον αυτό. Καλούνται να αποφασίσουν για έναν νέο τρόπο διαχείρισης, διοίκησης, και οικονομικής ζωής. Είναι προφανές πως τα όποια εγκληματικά λάθη έγιναν τα τελευταία τριάντα χρόνια αποδεικνύουν την αποτυχία του «ελληνικού μοντέλου». Για κάποιους αυτό είναι η αποτυχία του καπιταλιστικού μοντέλου. Έστω και αν είναι έτσι, το ελληνικό μοντέλο ως μέρος του καπιταλιστικού είχε μεγαλύτερη αποτυχία από οποιοδήποτε άλλο μέρος του όλου. Αυτό δεν μπορεί να μας αφήνει αδιάφορους ή προσποιητά αμέτοχους στην ανάλυση και στην καταγραφή αυτού του μοντέλου.
Από την άλλη πλευρά ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων πιστεύει πως όλα τα οικονομικά προγράμματα της ΕΕ, του ΔΝΤ της ΕΚΤ είναι ατελέσφορα και πως αν κηρύξουμε πτώχευση μονομερώς θα είναι καλύτερα για μας. Μερικές πολιτικές δυνάμεις μάλιστα θεωρούν πως αυτό είναι ένα καλό διαπραγματευτικό όπλο εκβιασμού απέναντι στους ευρωπαίους.
Πράγματι θα ήταν πολύ καλό όπλο στις αρχές του 2010, εάν και εφόσον ξέραμε τι ακριβώς ζητούσαμε και τι ανταλλάγματα θα μας συνέφερε να ζητήσουμε αντί για μια δανειακή σύμβαση και μόνον. Δεν το κάναμε, και προχωρήσαμε δίχως να μπορούμε να αντιπροτείνουμε τίποτα το ουσιώδες. Θα πρέπει όμως να προσέξουμε κάτι. Όταν μια μικρή χώρα εκβιάζει τους μεγάλους πρέπει να είναι έτοιμη για όλα και για πολλά χρόνια. Πρέπει κανείς να ζυγίζει το κόστος και το κέρδος πολύ προσεκτικά σε πολλά επίπεδα. Δεν μπορώ να πω με κάποια βεβαιότητα πως θα είχαμε κάτι να κερδίσουμε από έναν εκβιασμό. Θα είχαμε όμως να κερδίσουμε πολλά αν είχαμε πολιτευτεί με βάση την πραγματική κατάσταση της χώρας. Αντίθετα κάναμε ό,τι μπορούσαμε να εκθέσουμε τον εαυτό μας στους άλλους και να διασύρουμε το όνομα της χώρας εμείς πρώτοι από όλους. Αν η ηγεσία του τόπου είχε την ικανότητα να εκτιμήσει μια τέτοια προσπάθεια διπλωματικού εκβιασμού θα έπρεπε να το κάνει. Πάντως η αβασάνιστες προτάσεις για κάτι τέτοιο δεν αποτελούν σοβαρές εναλλακτικές λύσεις.
Τι ξέραμε; Ξέραμε με βεβαιότητα πως το χρέος ήταν μη-βιώσιμο. Ξέραμε πως δεν μπορούσε να πληρωθεί. Άρα, η αναδιάρθρωσή του ήταν μονόδρομος. Αυτό το ήξεραν όλοι οι οικονομολόγοι και αναλυτές αλλά η αδυναμία της ΕΕ να το αποδεχθεί και να πάρει τα σωστά μέτρα το 2010 μας έφερε στην απίστευτες παλινωδίες ότι η Ελλάδα σώζεται κάθε τρις μήνες με νέα προγράμματα. Αυτά έφεραν το πρόβλημα της Ελλάδος σε αδιέξοδο και πολιτικό αλλά και οικονομικό. Διαμόρφωσαν δε στη χώρα μια απίστευτη κρίση εμπιστοσύνης μεταξύ πολιτών και πολιτικών και πολιτικής.
Η πρόσφατή σύμβαση για την αναδιάρθρωση είναι μερικώς ορθή. Δεν είναι η απάντηση στο ΔΧ της χώρας. Δεν είναι η απάντηση στην ύφεση της ελληνικής οικονομίας, της ανεργίας, της πιθανής εσωτερικής στάσης πληρωμών, της έλλειψης εμπιστοσύνης στην οικονομία από τους ίδιους τους Έλληνες. Είναι ένα μέρος μιας απάντησης η οποία αναμένεται να συμπληρωθεί λίαν προσεχώς με άλλα μέτρα όχι για την Ελλάδα αλλά για ολόκληρη την Ευρώπη.
ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΣΗΜΕΡΑ
Στις πλατείες ένας αριθμός πολιτών ζητάει από τους βουλευτές να μην ψηφίσουν τη νέα σύμβαση. Την ψήφισαν. Κόμματα της αριστεράς, ή όλες ομάδες καλούν το λαό να πάρει την μοίρα στα χέρια του.
Υπάρχουν επιλογές για τη χώρα; Και βέβαια υπάρχουν. Το ζήτημα είναι ότι υπάρχουν επιλογές τις οποίες δεν τις έχουμε ποτέ συζητήσει σε βάθος αλλά μόνο ως ατάκες ή ως προϊόντα θυμού και αγανάκτησης. Και δεν μιλάω για το θυμό και την αγανάκτηση των ευνοημένων από το «ελληνικό μοντέλο» οι οποίοι έζησαν μια υπέροχη ζωή δίχως προσπάθεια και εργασία, εννοώντας τα ρετιρέ του δημοσίου, τους επαγγελματίες πολιτικάντηδες, τους μιζαδόρους του ιδιωτικού τομέα και πολλούς άλλους επιβλέποντας, διαβλέποντας και παραβλέποντας οι οποίοι είναι «δικαίως» αγανακτισμένοι γιατί χάνουν τα παχυλά τους προνόμια. Πολλοί από αυτούς φωνάζουν περισσότερο από τους πραγματικά μη-προνομιούχους. Μιλάω για όσους δούλευαν, σπούδαζαν, μοχθούσαν και πίστευαν σε μια καλύτερη Ελλάδα.
Πρώτη επιλογή: ο λαός καταλαμβάνει το κοινοβούλιο κάποια στιγμή. ( Βέβαια, αυτό δεν είναι τόσο απλό όσο λέγεται. Ταυτόχρονα θα συμβούν στο πολλαπλάσιο αυτά που έγιναν χτες ). Η σύμβαση ακυρώνεται. Επαναστατικώ δικαίω καταλύεται η δημοκρατία όπως την ξέραμε. Από εκεί και πέρα δεν μπορώ να φανταστώ τη συνέχεια του σεναρίου. Όσοι έχουν μελετήσει και επεξεργαστεί το θέμα μπορούν να μας διαφωτίσουν. Η επιλογή αυτή δεν είναι εύκολο να αναλυθεί. Το κόστος και η ζημία είναι ανοιχτά σε πολλές απαντήσεις. Μπροστά μας ανοίγεται ένα κενό το οποίο δεν μπορεί να συμπληρωθεί εύκολα. Θα χρειαστούμε λεπτομέρειες, όχι για το δέον, αλλά για το πραγματικό και όχι γενικότητες του τύπου «ο λαός θα πάρει τη κατάσταση στα χέρια του» Αυτοί που λένε να πάρει ο λαός την κατάσταση στα χέρια του αποποιούνται εύσχημα πλήρως των ευθυνών τους. Αυτοί απλά και υποκριτικά δηλώνουν πως είναι «υπηρέτες» του λαού. Θα φροντίσουν να πάρουν αυτοί τα πράγματα στα χέρια τους αλλά πάντα για να υπηρετούν το λαό, πιθανότατα όπως τον υπηρέτησαν οι προηγούμενοι. Απλά παρουσιάζονται ως τιμητές και άμωμοι γιατί δεν κυβέρνησαν μέχρι τώρα. Ας τους δοκιμάσουμε πάντως και αυτούς. Ίσως οι άνθρωποι αυτοί να είναι μια κάποια λύση. (δείτε μελέτη σχετικά με τα πολιτικά αποτελέσματα σε χώρες με κρίση χρέους από Κ Μελά)
Δεύτερη επιλογή: Προκηρύσσονται εκλογές. Δημιουργούνται νέα κόμματα με πρόγραμμα ανασυγκρότησης της χώρας τα οποία αντιπαρατίθενται με τα παλαιά. Τα υποψήφια κόμματα οφείλουν να εκθέσουν αυστηρά τα προγράμματά τους και ακόμα ας θέσουν το θέμα ευρώ ή δραχμή, εντός ή εκτός ΕΕ. Ανοιχτός και ειλικρινής διάλογος σε βάθος Η διακυβέρνηση της χώρας θα απαιτήσει συναίνεση κομμάτων διότι κανείς δεν θα πάρει πλειοψηφία όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις. Αν αυτό καταστεί δυνατόν η νέα κυβέρνηση θα έχει να κάνει πολλά και δύσκολα Προχωρά σε νέα συμφωνία με την ΕΕ και τους πιστωτές. Υλοποιεί μια πολιτική απόφαση για την ελληνική οικονομία πράγμα το οποίο θα είναι το δυσκολότερο από όλα όπως και σήμερα. Γιατί βέβαια κανείς δεν προτείνει μια νέα οικονομική πολιτική στην Ελλάδα. Οι γενικολογίες είναι από αστείες έως έωλες. Άμεση αναγκαιότητα η αλλαγή συντάγματος και η θεσμοποίηση της ευθύνης των δημοσίων λειτουργών, όχι μόνον των πολιτικών, με ανεξάρτητα και όχι με συνδικαλιστικά όργανα. Επιμερισμός ευθύνης των πολιτικών οι οποίοι συνέβαλαν στη διαφθορά και την διάλυση της οικονομίας. Υλοποίηση του προγράμματος των πολιτικών κομμάτων μέσα στα πλαίσια των εξαγγελιών τους και των συγκυριών. Μια κυβέρνηση συνεργασίας απαιτεί συγκερασμό προγραμμάτων. Στην πράξη αυτό θα είναι, όπως τα πράγματα έχουν μέχρι σήμερα, σχεδόν ανέφικτο για τις νέες πολιτικές δυνάμεις.
Τρίτη επιλογή: Δεν υπάρχει. Υπάρχει όμως η αλλαγή πλεύσης της Γερμανίας η οποία εκών άκων θα αλλάξει στάση στην οικονομική πολιτική της για την Ευρώπη. Η αλλαγή στάσης θα επέλθει μόλις η Γερμανική οικονομία μπει σε ύφεση ή μόλις η Γερμανία αντιληφθεί το πραγματικό πρόβλημα του χρηματοπιστωτικού συστήματός της Ευρώπης. (δείτε μελέτη του Κ. Μελά επί του θέματος) Το πρόβλημα αυτό εμφανίζεται πρώτον ως η ανάγκη επανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών και δεύτερον ως έλλειψη εμπιστοσύνης που άρχισε να δείχνει το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα προς το ευρωπαϊκό στο σύνολό του. Αυτή η εξέλιξη είναι η χειρότερη για ολόκληρη την ΕΕ. Το πιθανότερο είναι να αντιληφθεί η Γερμανία και τα δύο γεγονότα μαζί. Όσο πιο γρήγορα το καταλάβει τόσο καλύτερα για την ίδια και για την Ευρώπη.
Η δεύτερη και τρίτη επιλογή φαντάζουν ως μη επιλογές. Φαντάζουν ως υποταγή στη μοίρα μας. Η τρίτη επιλογή είναι πράγματι μη-επιλογή. Είναι όμως η επιλογή της υπομονής την οποίαν πρέπει να έχει αυτός που γνωρίζει ιστορία και οικονομία. Η υπομονή βέβαια έχει τα όρια της. Η συμπεριφορά της Γερμανίας στερείται διπλωματίας και πειθούς, όπως πάντα. Αλλά σήμερα πολλοί είναι οι έμποροι της απώλειας υπομονής άμεσα για λόγους από ύποπτους έως άμετρη φιλοδοξία. Η ιστορία των Ελλήνων τεκμηριώνει τρία μεγάλα τους ελαττώματα. Την εσωτερική τους αντιπαλότητα, το οξύθυμο του χαρακτήρα τους και την αδυναμία τους σε οικονομικά θέματα. Ιστορικά, κάθε φορά που οι Έλληνες παρασύρθηκαν σε αλόγιστες και θυμοειδείς αντιδράσεις έχασαν. Σήμερα, ίσως η Γερμανία ποντάρει πάνω σε αυτό το χαρακτηριστικό των Ελλήνων. Ίσως προκαλεί μια τέτοια αντίδραση για να καταφέρει αυτό το οποίο δεν επιτρέπει η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Η ελληνική απάντηση είναι: «Ήλιος ουκ υπερβήσεται μέτρα ει δε μη, Ερινύες μιν Επίκουροι εξευρήσουσιν.» Ηράκλειτος 94. Αυτό όμως ισχύει τόσο για τους Γερμανούς όσο και για τους Έλληνες ή τους όποιους άλλους.
Αν η Γερμανία δεν αλλάξει γραμμή, τότε η Ευρώπη ολόκληρη θα βρεθεί σε παρόμοια θέση με αυτή της Ελλάδος και τότε οι επιλογές για πολλές ευρωπαϊκές χώρες θα είναι διαφορετικές από τις ήδη υπάρχουσες.
Υπήρξε μια εύστοχη παρατήρηση από έναν καλό φίλο για την επιλογή αλά Ισλανδία. Πράγματι, η ισλανδική επιλογή θα ήταν εφικτή αν οι κρίσεις Ισλανδίας και Ελλάδος ήσαν παρόμοιες. Δεν είναι. Το ισλανδικό παράδειγμα όμως δείχνει προς μια σχεδόν ιδεατή κατεύθυνση μιας μικρής κοινωνίας με κοινές αντιλήψεις και ελάχιστες ιδεολογικές αντιπαραθέσεις αλλά με εν πολλοίς κοινά συμφέροντα.
Έχουμε επιλογές, δεν έχουμε πολιτικούς, ενιαία αντίληψη των εθνικών προτεραιοτήτων, ιδεολογική κοινή συγκρότηση και επεξεργασμένα σχέδια. Σχέδια και μέσα πρέπει νε είναι απολύτως συνυφασμένα. Η σημερινή κατάσταση δεν αντιμετωπίζεται με οικονομικά όπλα του παρελθόντος. Τα σημερινά οικονομικά όπλα είναι πολύπλοκα και υψηλής τεχνολογίας. Μοιάζουν περίπου με όπλα μαζικής καταστροφής. Η οικονομία του σήμερα δεν λειτουργεί με λύσεις του 19ου αιώνα. Πως θα κάνουμε σωστές επιλογές; Θυμός ή φόβος; Και τα δύο φυσιολογικές αντιδράσεις του ανθρώπου αλλά τα αποτελέσματά τους πολλές φορές λάθος.
Όλα τα παραπάνω είναι διατυπωμένα πριν τις νέες εμπνεύσεις Σόιμπλε. Οι Γερμανοί δεν θέλουν να δεσμευτούν για το σύνολο του πακέτου. Δεν εμπιστεύονται τους Έλληνες πολιτικούς και προφανώς άλλους εκτός του κατεστημένου για να υλοποιήσουν τη νέα σύμβαση. Λένε πως θα μας αναγκάσουν σε μια στάση πληρωμών και έξοδο από το ευρώ. Αν αυτό είναι αλήθεια και όχι παιγνίδι τύπου κοτόπουλου, τότε οι Γερμανοί έχουν αποφασίσει να κάνουν την Ελλάδα παράδειγμα προς αποφυγήν για τους υπόλοιπους. Το παιγνίδι αυτό είναι υψηλού ρίσκου. Περιγράφεται στις διάφορες εκδόσεις του «διλήμματος του φυλακισμένου». Η πολιτική πραγματικότητα όμως είναι πως οδηγούν την ΕΕ σε διάλυση. Η παγκόσμια κοινότητα θα αντιληφθεί πως η ΕΕ δεν υπάρχει ως σύνολο θετικών κρίσεων αλλά ως υποχρεωτική δέσμευση. Οι επιπτώσεις της απόφασης αυτής πρέπει να συνοδεύονται και από ό,τι γράφτηκε πιο πάνω, την ομοσπονδιοποίηση της Ευρώπης με το βάρος του κόστους του κοινωνικού κράτους και της άμυνας στην κεντρική κυβέρνηση. Μόνο τότε η Γερμανία θα μπορεί να νομιμοποιήσει μια συμμετοχή ευρωπαϊκών κρατών στην εναπομείνασα ΕΕ. Δίχως καρότο, το μαστίγιο και μόνο, θα επιφέρει τα γνωστά αποτελέσματα: αντίδραση.
Νικόλαος Α. Μπινιάρης Συγγραφέας