Παρασκευή 8 Ιουνίου 2012

Αν οι θεοί μόνο γνωρίζουν τα μελλούμενα , οι σοφοί (που να είναι;) μυρίζονται- αισθάνονται τα επερχόμενα.

του Κώστα Μελά.

Το δόγμα του Ελεύθερου Εμπορίου και οι μύθοι του έχουν αναλυθεί επισταμένα[1]. Θεωρώ όμως υποχρέωση μου να μεταφέρω ένα τμήμα αυτού του άρθρου δεδομένου ότι αποτελεί βασική κριτική στη θεωρία περί  ανταγωνιστικότητας που αποτελεί μέρος του Μνημονίου που έχει επιβληθεί στην χώρα μας δείχνοντας τη θεωρητική ανεπάρκεια της συγκεκριμένης άποψης σε μια χώρα που παρουσιάζει βαθειά ύφεση και υψηλότατη ανεργία. Στην ουσία αυτό που συνάγεται είναι ότι υπό τις συνθήκες που υπάρχουν σήμερα στην ελληνική οικονομία η εξισορρόπηση των μακροοικονομικών μεγεθών , αν μπορεί να πραγματοποιηθεί , στην ουσία θα γίνει με περαιτέρω αύξηση της ανεργίας , και επειδή οι άνεργοι πρέπει να τραφούν στοιχειωδώς , θα επιχειρήσουν να βιαιοπραγήσουν έναντι αυτών που έχουν και θα οδηγηθούμε σε αλληλοσφαγή  και σε αλληλοσπαραγμό. Μακροπροθέσμως θα είμαστε όλοι νεκροί , όχι όμως από φυσικό θάνατο αλλά από ξαφνικό και βίαιο θάνατο. Αν οι θεοί μόνο γνωρίζουν τα μελλούμενα , οι σοφοί (που να είναι;) μυρίζονται- αισθάνονται τα επερχόμενα.

Η κεϋνσιανή κριτική στη θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήματος βασίζεται κυριολεκτικά στην θέση ότι σε μια οικονομία με υψηλή ανεργία η περίπτωση του Ελεύθερου Εμπορίου (με τη μορφή του συγκριτικού πλεονεκτήματος) δεν έχει καμιά ισχύ[2]. Αυτό επειδή η καπιταλιστική οικονομία εγγενώς ρέπει στην ανισορροπία  και στην υποαπασχόληση των πόρων και ως εκ τούτου η περίπτωση της πλήρους απασχόλησης η οποία προϋποτίθεται στη θεωρία του Ελευθέρου Εμπορίου , δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα αλλά μπορεί μόνο να εμφανισθεί ως ειδική περίπτωση. Για τον Keynes της δεκαετίας του 1930[3] είναι παντελώς παράδοξο να δημιουργούνται θεωρίες που βασίζονται στην υπόθεση της πλήρους απασχόλησης. Από τη στιγμή που υπάρχει αυτό το υπόδειγμα (Καθαρή Θεωρία του Διεθνούς Εμπορίου/Συγκριτικό Πλεονέκτημα/Θεωρία H-O-S) πρέπει να θεωρείται παντελώς λανθασμένο και λανθασμένες θα πρέπει να θεωρούνται και οι πολιτικές που απορρέουν από αυτή.
“The fundamental argument for unrestricted free trade does not apply without qualification to an economic system which is neither in equilibrium (that is, at full employment) nor is sight of equilibrium. For if a country’s productive resources are normally fully employed , a tariff cannot increase output, but can only divert production from one direction for the employment of resources, which they can reach on their merits and without being special advantages at the expense of others, will yield a superior national dividend. But if this condition of full employment is neither fulfilled nor likely to be fulfilled for some time, then the position is totally different, since a tariff may bring about a net increase of production and not merely a diversion”(CW, XX, 298).
Σε συνθήκες ύπαρξης έντονης και δομικής εμμένουσας ανεργίας η θεωρία του Συγκριτικού Πλεονεκτήματος είναι άνευ αξίας διότι ο μηχανισμός ο οποίος θα μπορούσε κατά τη θεωρία να μετατρέψει μια κατάσταση διαφορικών συγκριτικών κόστη σε μια διαφορά απόλυτων ονομαστικών κοστών και τιμών δεν λειτουργεί πλέον. Έτσι η προσαρμογή απλά δεν πραγματοποιείται σε ένα ικανό βαθμό ώστε να εγγυηθεί ότι ο «νόμος» του Συγκριτικού Πλεονεκτήματος θα υπαγορεύει τη σύνθεση του εμπορεύματος και το εμπορικό ισοζύγιο. Επιπλέον η κανονιστική διάσταση της θεωρίας δεν μπορεί να ισχύει από τη στιγμή που υποθέτει την πλήρη απασχόληση. Ο Keynes αρνείται την αληθοφάνεια και την αποτελεσματικότητα κάθε κλασικού μηχανισμού προσαρμογής – μισθοί, συναλλαγματικές ισοτιμίες- όταν υπάρχει σημαντικό ύψος ανεργίας στην οικονομία. Βεβαίως δέχεται ότι η μείωση του ονομαστικού μισθού θα μπορούσε να έχει κάποιο θετικό αποτέλεσμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών Αλλά αρνείται τον αυτοματισμό μιας τέτοιας προσαρμογής και προειδοποιεί για τα αρνητικά αποτελέσματα που οφείλονται στη συνολική τους συσταλτική επίδραση και τις συνέπειες στην κατανομή του εισοδήματος. Μια δραστική μείωση των ονομαστικών μισθών μπορεί να οδηγήσει σε «κοινωνικές αδικίες και βίαιες αντιστάσεις από τη στιγμή που θα υπάρξουν πολλά πλεονεκτήματα και ωφέλειες ορισμένων εισοδηματικών τάξεων σε βάρος άλλων»[4] . O  Keynes επίσης θεωρεί την υποτίμηση ως αρνητική πράξη λόγω των συσταλτικών της συνεπειών που θα επιφέρει στην ελλειμματική χώρα γεγονός που αντανακλά την λανθασμένη αντίληψη ότι η ελλειμματική χώρα θα πρέπει να φέρει ολόκληρο το βάρος της προσαρμογής ενώ η πλεονασματική χώρα θα συνεχίσει την οικονομική της πολιτική[5]. Η συναλλαγματική ισοτιμία προσδιορίζεται κυρίως από χρηματοοικονομικές θεωρήσεις και βεβαίως δεν αντανακλά «θεμελιώδη» μεγέθη του εμπορικού ισοζυγίου. Για τον Keynes , οι ανισορροπίες στο εμπόριο δεν οδηγούν σε μια αλλαγή στο επίπεδο των τιμών (ή σε μια αυτόματη προσαρμογή των μισθών ή της συναλλαγματικής ισοτιμίας) αλλά σε ένα δυνητικό πρόβλημα ρευστότητας στην ελλειμματική αλλά και στην πλεονασματική χώρα.[6] Το πρόβλημα ρευστότητας θα επιφέρει μεταβολές στην προσφορά χρήματος (το πιθανότερο μέσω της νομισματικής βάσης ) προκαλώντας με τη σειρά μεταβολή στο επιτόκιο. Συνεπώς μια βελτίωση του πλεονάσματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών δεν θα επιφέρει αύξηση των μισθών αλλά πτώση του επιτοκίου. Πράγματι ο Keynes , θεωρεί ότι κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι ο βασικός προσδιοριστικός παράγοντας του επιτοκίου[7].
«Έτσι , η αιχμή της κριτικής μου στρέφεται ευθέως εναντίον της ανεπάρκειας της θεωρητικής θεμελίωσης του δόγματος του laissez-faire, με το οποίο ανατράφηκα και το οποίο δίδαξα επί πολλά χρόνια- έναντι της ιδέας ότι το επιτόκιο και ο όγκος των επενδύσεων αυτορυθμίζονται στο άριστο επίπεδο, ώστε η ενασχόληση με το εμπορικό ισοζύγιο να είναι χάσιμο χρόνου… Υπό την επίδραση της σφαλερής αυτής θεωρίας, το Σίτι του Λονδίνου επινόησε, βαθμιαία, την πιο επικίνδυνη τεχνική που μπορούμε να φανταστούμε για τη διατήρηση ισορροπίας, δηλαδή , την τεχνική του τραπεζικού επιτοκίου σε συνδυασμό με την άκαμπτη συναλλαγματική ισοτιμία. Αυτό είχε συνέπεια να διαγραφεί απολύτως ο στόχος της διατήρησης ενός εγχωρίου επιτοκίου συμβατού με την πλήρη απασχόληση. Επειδή πρακτικά είναι αδύνατον να παραμελήσουμε το ισοζύγιο πληρωμών , αναπτύχθηκε ένα μέσο ελέγχου του που, αντί να προστατεύει το εγχώριο επιτόκιο, το θυσίαζε στη λειτουργία τυφλών δυνάμεων. Προσφάτως , πρακτικοί τραπεζίτες στο Λονδίνο έχουν μάθει αρκετά και μπορούμε να ευελπιστούμε ότι στη Μεγάλη Βρετανία η τεχνική του τραπεζικού επιτοκίου ουδέποτε θα χρησιμοποιηθεί ξανά για την προστασία του εξωτερικού ισοζυγίου σε συνθήκες στις οποίες είναι πιθανόν να προκαλέσει ανεργία στο εσωτερικό»[8].
Για τον Keynes ο νόμος του Συγκριτικού Πλεονεκτήματος είναι στο διεθνές επίπεδο το ανάλογο του Νόμου του  Say[9]. Όπως ο μηχανισμός των ελαστικών ονομαστικών μισθών είναι αδύνατον να φέρει την κλειστή οικονομία σε ισορροπία έτσι και η ελαστικότητα των ονομαστικών  μισθών είναι εξίσου αδύνατον να φέρει δε ισορροπία μια ανοικτή οικονομία.
Σύμφωνα με τη λογική του Συγκριτικού Πλεονάσματος υποτίθεται συνεχώς ισορροπημένο εμπόριο. Οι όποιες ανισορροπίες εμφανίζονται μπορούν να είναι μόνο μεταβατικής φύσεως. Αυτό οδηγεί στην αντίληψη ότι οι εισαγωγές και οι εξαγωγές είναι αιτιακά συνδεδεμένες: μια μείωση των εισαγωγών θα οδηγήσει σε μια αντίστοιχη μείωση των εξαγωγών. Ο Keynes αρνείται τη συγκεκριμένη άποψη , υποστηρίζοντας ότι μια μείωση των εισαγωγών θα μπορούσε να επιτρέψει στην ΚΥ να μειώσει το επιτόκιο , σε συνάρτηση βέβαια  με την κινητικότητα των διεθνών κεφαλαίων αλλά και την αντίδραση των εισαγωγών στις αλλαγές του επιτοκίου και των επενδύσεων στον υπόλοιπο κόσμο. Το αποτέλεσμα μπορεί να είναι είτε αύξηση είτε μείωση των εξαγωγών.




[1] http://www.scribd.com/doc/71964891
[2] W. Milberg, Say’s Law in the open economy: Keynes’s rejection of the theory of comparative advantage, in Keynes, Uncertainty and the global economy. Edited by Sheila C. Dorow and John Hillard ,Edward Elgar 2002.
[3] J.M. Keynes, National Self-Sufficiency, The Yale Review, Summer 1933. Επίσης : J.M. Keynes, Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, του Τόκου και του Χρήματος, Παπαζήση 2001, Κεφάλαιο 23. Επίσης : J.M. Keynes, Macmillan Committee Report , Collected Work, XX. MacMillan Press LTD.
[4] J.M. Keynes, Essays in Persuasion, (CW IX: 235-6). MacMillan Press LTD
[5] Επί της ουσίας σύμφωνα με την κεϋνσιανή αντίληψη όταν υπάρχει συστηματική  ανισορροπία  μεταξύ δύο  χωρών που εμπορεύονται διεθνώς , και οι δύο χώρες παρουσιάζουν προβλήματα ρευστότητας. Η μεν ελλειμματική χώρα διότι δεν έχει τη δυνατότητα να πληρώσει τις εξαγωγές της η δε πλεονασματική χώρα θα πρέπει να επιλέξει πως θα χρησιμοποιήσει την πλεονάζουσα ρευστότητά της. Διαφορετικής βεβαίως φύσης το πρόβλημα για κάθε χώρα. Σε πλανητικό επίπεδο ο Keynes πιστεύει ότι ο συγκεκριμένος τρόπος προσαρμογής μειώνει την παγκόσμια παραγωγή αυξάνοντας την ανεργία. Από εδώ τεκμαίρεται ότι η σταθερότητα της διεθνούς αγοραστικής δύναμης των χρηματοοικονομικών απαιτήσεων διατηρείται με δαπάνη της αξίας της εργασίας.  Στο Παράρτημα 1 κάνουμε μια εκτενέστερη αναφορά στο ζήτημα της υποτίμησης
[6] P. Davidson, Financial Markets, Money and the Real World. Edward Elgar 2002, p 150-168.
[7] «Έτσι, σε μια κοινωνία στην οποία δεν τίθεται ζήτημα άμεσης επένδυσης υπό την αιγίδα των δημοσίων αρχών, τα οικονομικά θέματα με τα οποία πρέπει να καταπιάνεται η κυβέρνηση είναι το εγχώριο επιτόκιο κι το ισοζύγιο εξωτερικού εμπορίου» J.M.Keynes , Η Γενική Θεωρία …οπ.  σ353.  
[8] J.M.Keynes, Η Γενική Θεωρία …οπ..  σ.356
[9] J.M.Keynes, Η Γενική Θεωρία.. οπ.  Κεφάλαιο 2.