1. Εισαγωγή.
Με την εργασία αυτή επιχειρείται να τοποθετηθεί ένα πλαίσιο ανάλυσης της σχέσης που πρέπει να έχει η αριστερά με το εθνικό κράτος στη σύγχρονη εποχή της μετανεωτερικότητας. Οι σκέψεις που θα ακολουθήσουν αποτελούν μια πρώτη προσέγγιση του θέματος. Πρωταρχικό μας μέλημα είναι η αναφορά στις επιμέρους έννοιες που συνθέτουν τον τίτλο της ομιλίας , Έθνος κράτος , Αριστερά και Μετανεωτερικότητα . Δίχως τη στοιχειώδη αποσαφήνιση των εννοιών αυτών είναι δύσκολο να προχωρήσουμε στη σύνθεση και στην εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων ικανών να μας οδηγήσουν σε ασφαλή πολιτικά συμπεράσματα. Συνεπώς το περιεχόμενο της εργασίας θα κινηθεί με γνώμονα την εξυπηρέτηση αυτού του στόχου.
.
2. Έθνος - κράτος.
Η πλήρης αποσαφήνιση της έννοιας του έθνους -κράτους αποτελεί τη βασική προϋποθεση για την κατανόηση του ρόλου του ως φορέα διακυβέρνησης , στη σύγχρονη εποχή. Τα βασικά θεσμικά υποκείμενα στο πολιτικό παιχνίδι αυτής της περιόδου είναι τα έθνη- κράτη. Τα τελευταία 300 χρόνια το εθνικό κράτος παρουσιάζεται ως το κυρίαρχο δρων υποκείμενο στις διεθνείς σχέσεις της πολιτικής , της ισχύος και της οικονομίας. Όμως τόσο τα έθνη-κράτη όσο και αυτό που ορίζεται ως νεωτερικότητα αποτελούν κατ' εξοχήν ευρωπαϊκό δημιούργημα και αφορούν πρωτίστως στην Ευρώπη.
Παρότι το Ευρωπαϊκό σύστημα κρατών του 18ου και του 19ου (και του πρώτου μισού του 20ου αιώνα) ήταν εκείνο της ισορροπίας δυνάμεων , το παγκόσμιο σύστημα ήταν εκείνο των αυτοκρατοριών. Το εθνικό κράτος , σε αντιδιαστολή με την αυτοκρατορία , έχει κοσμικό χαρακτήρα . Οι αυτοκρατορίες ήταν δημιούργημα των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων και μπορεί να ειπωθεί ότι ίσχυε παντού. Με αυτή την έννοια τα σύγχρονα εθνικά κράτη κάθε άλλο παρά οικουμενικό φαινόμενο ήταν. Πριν από τις ευρωπαϊκές αποικιοκρατικές αυτοκρατορίες δεν υπήρχαν καθόλου σε μεγάλες περιοχές του κόσμου , όπως η Υποσαχάρια Αφρική. Μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και με την πτώση της αποικιοκρατίας δημιουργήθηκε ένας μεγάλος αριθμός εθνικών –κρατών. Ακόμη μια σειρά νέων εθνικών κρατών δημιουργήθηκε με την πτώση της Σοβιετικής Αυτοκρατορίας τη δεκαετία του ’90.
Οι διακυβερνητικές ικανότητες του έθνους – κράτους όπως άλλωστε όλα τα αντίστοιχα φαινόμενα που υπόκεινται στους νόμους του ιστορικού χρόνου, υφίστανται επιδράσεις, επιρροές, διαφοροποιήσεις και προσαρμογές, αναλόγως των συγκυριών και των αλληλεξαρτήσεων πολιτικών, κοινωνικών, οικονομιών και ψυχολογικών παραγόντων.
Ο συγκερασμός πολιτισμικών αναφορών και πολιτικών στόχων ενυπάρχει στην έννοια του έθνους – κράτους. Το σύγχρονο σύστημα κρατών, δημιουργήθηκε κατά τον 17ο αιώνα έχοντας ως ξεχωριστό χαρακτηριστικό του την κατοχή μονοπωλίου στα μέσα βίας σε συγκεκριμένη εδαφική περιοχή,[1] και από τότε αποτέλεσε τη μοναδική Πολιτική Αρχή που είχε αποκλειστική κατοχή συγκεκριμένων εδαφών. Το Πολιτικόν ορίζεται ως η διαδικασία οριοθέτησης ενός γεωγραφικού χώρου με απόφαση των κατοίκων αυτού του χώρου και με την κοινή βούληση τους να τον υπερασπισθούν έναντι οποιουδήποτε εχθρού τον επιβουλεύεται..
Το κράτος αναφέρεται αποκλειστικά στους δημόσιους θεσμούς οι οποίοι είναι διάφοροι και ανεξάρτητοι από τους κοινωνικούς θεσμούς και διαθέτουν το μονοπώλιο του καταναγκασμού και του αποκλεισμού μέσα σε μια δεδομένη επικράτεια[2] To έθνος από την άλλη πλευρά δηλώνει ένα πολιτισμικό και πολιτικό δεσμό, ο οποίος ενώνει σε μια μοναδική πολιτική κοινότητα όλους όσοι μοιράζονται μια ιστορική κουλτούρα και μια πατρίδα. Το έθνος εκλαμβάνεται πρωτίστως ως ξεχωριστή και μοναδική ομάδα ανθρώπων – σαν τέτοια αποζητάει την πολιτική της αναγνώριση και κατοχύρωση[3] Τα κριτήρια που χαρακτηρίζουν τη μοναδικότητα κάποιας συγκεκριμένης ομάδας ανθρώπων και δηλώνουν το ξεχωριστό χαρακτήρα της δεν μπορεί παρά να είναι κατά κύριο λόγο πολιτισμικά. Το έθνος υπάρχει χάρη στη μοναδική πολιτισμική του ταυτότητα που είναι ασυμβίβαστη προς όλες τις άλλες και πρέπει να διαφυλαχθεί και να καλλιεργηθεί – γι’ αυτό επιβάλλεται να αποκτήσει ή να διατηρήσει πολιτική οντότητα.
Το έθνος λοιπόν θεωρείται μοναδικό, κυρίως επειδή αποτελεί φορέα και εκφραστή ξεχωριστού πολιτισμού, επειδή δηλαδή διακρίνεται από άλλα έθνη εξ αιτίας της καταγωγής του, της πολιτισμικής κληρονομιάς του, της γλώσσας του, της θρησκείας του κ.ο.κ.[4] . Πολιτισμός είναι ο ιστορικός άνθρωπος και η κοινωνικότητά του. Η πολιτιστική ταυτότητα φαίνεται να υπάρχει στην ανωνυμία των λαϊκών ανθρώπων του καθημερινού βίου.
Ο σύνδεσμος πολιτισμικού και πολιτικού στη σύλληψη του έθνους (ανεξάρτητα αν πρόκειται για πραγματικότητα ή φανταστική κατάσταση) χρειάζεται να υπογραμμισθεί κατά τρόπο αποφασιστικό ούτως ώστε να αποφευχθεί η μονόπλευρη ανάλυση του, η οποία μπορεί να οδηγήσει ή σε μια «πολιτική μονάδα ή κράτος) ή σε μια «πολιτισμική» ανάγνωση της («το έθνος αποκλειστικώς ως πολιτισμική ή φυλετική οντότητα»).
Η πρώτη αντίληψη καταλήγει να εξισώνει το έθνος – κράτος με μια αυτόνομη πολιτική οντότητα, ενώ η δεύτερη έχει ως αποτέλεσμα να το παρομοιάζει ως μόρφωμα απλής πολιτισμικής διαφοροποίησης.
Οι έννοιες έθνος και κράτος δεν είναι συνώνυμες και δεν πρέπει να συγχέονται. Συνυπάρχουν στην έννοια του εθνικού κράτους το οποίο λαμβάνει υπόσταση και νόημα μόνον διαμέσου του έθνους: το έθνος είναι αυτό το οποίο εγκαθιδρύει και νομιμοποιεί τα δημογραφικά και γεωγραφικά όρια του οικείου κράτους, όπως το έθνος είναι εκείνο που ορίζει το χαρακτήρα του συστήματος πολιτικής οργάνωσης στο οποίο περικλείεται και από το οποίο προστατεύεται[5] .
Με την έννοια αυτή, η εθνικιστική ιδεολογία αποτέλεσε την κυρίαρχη και πρωταρχική αιτία δημιουργίας του έθνους – κράτους. Επέκτεινε και εμβάθυνε το πεδίο δράσης μιας κυριαρχίας πολιτικής εξουσίας που έχει την πρωτοκαθεδρία σ’ ένα συγκεκριμένο έδαφος και η οποία αντανακλά την πολιτιστική ομοιογένεια, σύμφωνα με το ίδιο κοινό σύνολο ιστορικά συγκεκριμένων πολιτικών συμφωνιών για το πλαίσιο του κράτους.
Από αυτήν την άποψη η εθνικιστική ιδεολογία δεν άλλαξε την έννοια των κρατών ως «κυρίαρχων» φορέων, αντιθέτως την έθεσε ως προϋπόθεση[6] .
Συνεπώς το εθνικό – κράτος αποτελεί ουσιαστικά το πολιτικό δημιούργημα – υποκείμενο της εθνικιστικής ιδεολογίας και της πολιτισμικής της σύλληψης της έννοιας του έθνους. Στο πλαίσιο αυτό το έθνος – κράτος αναλαμβάνει να μεριμνήσει, κατά περίπτωση, και υπό το καθεστώς του διεθνούς περίγυρου, στο οποίο βεβαίως επιχειρεί να διαμορφώσει στα μέτρα του σε μια συνεχή και διαλεκτική αλληλεξάρτηση, για τα παρακάτω:
να διασφαλίσει την πολιτική ελευθερία του έθνους από αλλοεθνείς ελέγχους και επεμβάσεις και από κάθε εξωτερική επιβολή.
να ενισχύσει την εσωτερική ενότητα και ομοψυχία του έθνους με τη διατήρηση της πολιτισμικής, πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής ομοιογένειας του εθνικού σώματος υπογραμμίζοντας συγχρόνως τα συνεκτικά του στοιχεία
να εξασφαλίσει οικονομική αυτάρκεια για την ολοκλήρωση και εμπέδωση της πολιτικής ανεξαρτησίας και την κατοχύρωση της πολιτισμικής αυτοτέλειας του έθνους[7] .
Η δημοκρατική διακυβέρνηση του εθνικού κράτους υπό τη μορφή της αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης που βασίζεται στο καθολικό δικαίωμα ψήφου, κατάκτηση των τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα, προσέδωσε νόημα στην αντίληψη ενός «κυρίαρχου λαού» ως μέσο λήψης πολιτικών αποφάσεων, νομιμοποιώντας υπό την έννοια αυτή τη διαδικασία λήψης αποφάσεων εκ μέρους της κυβέρνησης. Η Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του 1948 , στο άρθρο 21(3) , καθορίζει ότι « η βούληση του λαού….όπως αυτή εκφράζεται μέσω των εκλογών …..θα πρέπει να αποτελεί τη βάση της εξουσίας των κυβερνήσεων».
Όμως δεν επέφερε επιδράσεις διαφοροποίησης στα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του κυρίαρχου έθνους – κράτους.
Το σύγχρονο αντιπροσωπευτικά διοικούμενο κράτος μπορεί να διοικήσει τα εδάφη του με κάποιο βαθμό πληρότητας και περιεκτικότητας που δεν υπήρχε στα προηγούμενα καθεστώτα. Η αντιπροσωπευτική κυβέρνηση ενίσχυσε και νομιμοποίησε τις δυνατότητες του κράτους για φορολόγηση και δεδομένης αυτής της δημοσιονομικής εξουσίας με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός ομοιόμορφου εθνικού συστήματος διαχείρισης.
Μετά τα παραπάνω και τις σχετικές αποσαφηνίσεις μπορούμε τώρα να προχωρήσουμε σε μια σειρά παρατηρήσεων οι οποίες θίγουν επί της ουσίας τα ζητήματα που έχουν τεθεί στο πλαίσιο αυτής της εργασίας.
3.Πρώτη Παρατήρηση .
Υπάρχει πράγματι πάντοτε στην ιστορική πραγματικότητα , η δυνατότητα εντοπισμού εκείνων των αντικειμενικών γνωρισμάτων που προσδιορίζουν την εθνική ταυτότητα και κατά συνέπεια και το έθνος ή σε πολλές περιπτώσεις αυτά τα γνωρίσματα δεν συναντώνται και συνεπώς δεν αποτελούν αναγκαίο και επαρκή όρο για τη συγκρότηση ενός έθνους; Επίσης θα πρέπει να διερευνηθεί αν και κατά πόσον η εθνική κουλτούρα , η πολιτιστική ταυτότητα συνιστά αδράνεια «αενάως» κληροδοτούμενη από το παρελθόν ή μήπως διαμορφώνεται πάντοτε από τις εκάστοτε ειδικές ιστορικές συνθήκες ;
Είναι γνωστό ότι η συζήτηση περί έθνους ήταν είναι και θα παραμείνει πάντοτε ιδεολογική και ως εκ τούτου μεροληπτική. Εύκολα διαπιστώνεται ότι η συζήτηση αυτή περιλαμβάνει ένα φάσμα απόψεων στα δύο άκρα του οποίου στέκονται οι παρακάτω :
- η πρώτη σύμφωνα με την οποία το έθνος αποτελεί το φυσικό πλαίσιο ζωής των ανθρώπων. Κύριος εκφραστής της άποψης αυτής είναι ο Fichte[8], που υποστηρίζει με όρους λίγο ως πολύ μυθολογικούς ότι η πατρίδα και ο λαός είναι αντιπρόσωποι και δείκτες της επίγειας αιωνιότητας…είναι ό,τι εδώ, στη γη , μπορεί να είναι αθάνατο. Η άποψη αυτή εδράζεται σε μία ιστορική και βουλησιαρχική αντίληψη για την καταγωγή του έθνους . Ανατρέχει δηλαδή στην ιστορική εξέλιξη προσθέτοντας σ’αυτή την αντίληψη της κοινής βούλησης ώστε να σχηματιστεί η υπερβατική έννοια της εθνικής κυριαρχίας.
- η δεύτερη υποστηρίζει ότι το έθνος αποτελεί μια φαντασιακή κατάσταση , υπό μια έννοια μια ιδεολογική κατασκευή που επιδιώκει να δείξει ότι καθαρά έθνη δεν υπάρχουν και ότι αποτελούν ουσιαστικά κατασκευάσματα του κράτους την εποχή της νεωτερικότητας[9].
Και οι δύο αυτές απόψεις έχουν τα επιχειρήματά τους και διαθέτουν συγκροτημένο οπλοστάσιο για την καταπολέμηση των αντιπάλων επιχειρημάτων. Στην ουσία όμως γίνεται φανερό ότι , «Παρ’ όλη την αμεσότητα και τη δύναμη της ιδέας του έθνους και τον βασικό της ρόλο στην ιστορία των νεοτέρων χρόνων , στάθηκε δύσκολο, ακόμα ως τα σήμερα, να δοθεί ένας επιστημονικός ορισμός του έθνους κοινά παραδεκτός, να καθοριστεί με ακρίβεια το περιεχόμενό του και το βασικό στοιχείο που διαφοροποιεί το έθνος από άλλες συγγενικές έννοιες , κυρίως από την έννοια του λαού ή της εθνότητας , με την οποία συχνά ταυτίζεται »[10]. Ό,τι κατά καιρούς αναφέρθηκε ως τέτοιο γνώρισμα (καταγωγή , γλώσσα, θρησκεία …) ή δεν απαντούσε πάντοτε ή δεν αποτελούσε αναγκαίο ή επαρκή όρο συγκρότησης ενός έθνους. Αποδείχθηκε ματαιοπονία η αναζήτηση αμιγών φυλών και εθνών . Το κατά πόσον η έννοια του λαού είναι φυσική και φυλετική. Είναι δύσκολο να γίνει αποδεκτή η ρομαντική άποψη που όπως είπαμε παρουσιάζει το έθνος ως κάποια υπερβατική οντότητα δεδομένη από τα πριν, εκτός τόπου και χρόνου, έκφραση μιας φυλής ή ,το πολύ, ενός συνόλου συγγενικών φύλων, ή ενός μεταφυσικού «λαϊκού πνεύματος», μιας «ψυχής».
Παράλληλα από την άλλη πλευρά , ακόμη και αν δεχθούμε πράγματι ότι οι εθνικοί πολιτισμοί συγκροτούνται κατ’ εξοχήν στο φαντασιακό επίπεδο δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι οι φαντασιώσεις αυτές εξελίσσονται σε πραγματικότητες τόσο ανθεκτικές και κυρίαρχες που δύσκολα γκρεμίζονται. «Οι κρατικά οργανωμένες εξουσίες δεν θα μπορούσαν ποτέ να πείθουν για την εθνοτική θεμελίωση της ακέραιας και ακεραιόφρονης συγκρότησής τους αν τα νοήματα που προβάλλονταν μέσα από το υποστασιοποιημένο έθνος δεν ανταποκρίνονταν σε βαθύτερες ανθρώπινες ιδιότητες και ανάγκες…. Εδώ ακριβώς αναδεικνύονται τα όρια και οι ανεπαρκείς οποιουδήποτε αυστηρά έλλογου συστήματος εκλογικευτικών νοημάτων. Το έλλογο πρόταγμα εγκαλεί και πείθει πάντα υπό όρους, που από τη στιγμή που εμφανίζονται ως διαψεύσιμοι απογοητεύουν και αποστρατεύουν. Τα μόνα άφθαρτα νοήματα είναι λοιπόν εκείνα που προκύπτουν από τον μύθο , το μη επαληθεύσιμο όνειρο, τις σημασίες δηλαδή εκείνες που λειτουργούν και «πείθουν» επειδή ακριβώς παραπέμπουν στον μη λόγο , στη μη γνώση , στην παραμυθία ενός «άλλοτε» και «άλλου» το οποίο θα μπορεί να φαντασιώνεται ως ισχύον πριν και πέραν της έλλογα διαπραγματεύσιμης «πραγματικότητας»[11]. Ανέφερα το εκτενές αυτό απόσπασμα του Κ.Τσουκαλά διότι μου επιτρέπει να δείξω με ακρίβεια το ρόλο του συλλογικού φαντασιακού στην κοινωνία και συγχρόνως να καταγράψω τη διαφωνία μου αποσαφηνίζοντας ότι αυτό που ονομάζεται συλλογικό φαντασιακό δεν ορίζεται στη βάση της αντίθεσης έλλογου και μη-έλλογου , έλλογα διαπραγματεύσιμης πραγματικότητας και παραμυθίας , αλλά προκύπτει από την εκάστοτε θέσμιση της κοινωνίας. Είναι δύσκολο στο πλαίσιο αυτού του άρθρου να αναλυθεί στην ολότητά του το προκύπτον ζήτημα . Μεταφέρω όμως αυτό που σημειώνει ο Κ.Καστοριάδης ως απλή ένδειξη : « Η θέσμιση της κοινωνίας είναι κάθε φορά θέσμιση ενός μάγματος κοινωνικών φαντασιακών σημασιών , που μπορούμε και πρέπει να καλέσουμε κόσμο σημασιών….η κοινωνία κάνει να υπάρξει ένας κόσμος σημασιών και υπάρχει η ίδια αναφερόμενη σ’έναν τέτοιο κόσμο… Η κοινωνία υπάρχει θέτοντας την απαίτηση της σημασίας ως καθολική και ολική και θέτοντας τον κόσμο των σημασιών της ως αυτό που επιτρέπει την ικανοποίηση αυτής της απαιτήσεως….»[12]. Επίσης «…Ο θεσμισμένος κάθε φορά από την κοινωνία κόσμος των σημασιών δεν είναι προφανώς ούτε ένα αντίγραφο ούτε ένα αποτύπωμα (αντανάκλαση) ενός «αντικειμενικά πραγματικού» κόσμου αλλ’ ούτε και χωρίς σχέση προς ένα ούτως-είναι της φύσεως.»[13].
4.Δεύτερη Παρατήρηση.
Είναι πολύ δύσκολο να αμφισβητηθεί η πολιτική σκοπιμότητα του εθνικισμού , γεγονός που καθιστά το ζήτημα του εθνικού κράτους κατ’εξοχήν πολιτικό ζήτημα και ως εκ τούτου πολιτικά θα πρέπει να αντιμετωπισθεί. Η πολιτική προσέγγιση του ζητήματος θέτει ως προτεραιότητα την μελέτη και ανάλυση του κάθε συγκεκριμένου εθνικού κράτους σε σχέση με την γεωπολιτική του θέση και τις προτεραιότητες του στον διεθνή καταμερισμό ισχύος και στον ιστορικό χρόνο , στο γεωγραφικό χώρο και όχι το εθνικό κράτος ως αφηρημένη έννοια. Συγχρόνως διαφοροποιεί τα ευρωπαϊκά εθνικά κράτη και το ρόλο τους σε σχέση με τα εθνικά κράτη του λεγόμενου τρίτου κόσμου. Επιπλέον θέτει επί τάπητος το ζήτημα στη σημερινή του διάσταση δηλαδή στην πλανητική εποχή . Το δεύτερο ζήτημα που προκύπτει με την εισαγωγή της ιστορίας στο προσκήνιο αφορά στο αν υπάρχει μια ιδιαίτερη σχέση αλληλεπίδρασης και κάποιου είδους καθορισμού μεταξύ εθνικού – κράτους και της ιστορικής περιόδου της νεωτερικότητας , η οποία ως γνωστόν παρουσιάζει βασικά και σαφή χαρακτηριστικά.[14] που την διαφοροποιούν με άλλες ιστορικές περιόδους [15]. Με άλλα λόγια σήμερα που κατά κοινή ομολογία ευρισκόμαστε στην εποχή της μετανεωτερικότητας, της μαζικοδημοκρατίας και της μονοκρατορίας των ΗΠΑ πως παρουσιάζεται το ζήτημα του εθνικού κράτους από τις πολιτικές δρώσες δυνάμεις στο εγχώριο αλλά και στο διεθνές περιβάλλον ;
Ο πολιτικός ρόλος του εθνικισμού καθίσταται άμεσα εμφανής γνωρίζοντας ότι από τον 17ο αιώνα μέχρι και σήμερα το εθνικό κράτος αποτελεί το βασικό θεσμικό υποκείμενο στο πολιτικό παιχνίδι του πλανήτη . Αποτελεί την «εδαφικότητα» πάνω στην οποία αναπτύσσεται το νέο σύστημα παραγωγής , το καπιταλιστικό , το οποίο προκαλεί έντονες κοινωνικές αλλαγές στο εσωτερικό των χωρών δίνοντας τη δυνατότητα στα κράτη αυτά να ασκήσουν την ισχύ τους στο διεθνή καταμερισμό δύναμης και εργασίας. Η εμφάνιση και η ανάπτυξη του ευρωπαϊκού εθνικισμού πραγματοποιήθηκε κάτω από το βάρος των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης στα τέλη του 18ου αιώνα. Το έθνος – κράτος συγκροτήθηκε με την καθοδήγηση της αστικής τάξης σε πλήρη αντιπαλότητα με τις αριστοκρατικές δυνάμεις της εποχής. Διαμορφώθηκε ο εθνικός χώρος ως ένα ενιαίο όλον , το δικαϊκό , το διοικητικό σύστημα καθώς και ο χώρος της ενιαίας οικονομικής αγοράς. Η ενοποίηση του εσωτερικού χώρου κατέστησε περισσότερο σαφή τα εξωτερικά όρια του εθνικού κράτους. Ο αστικός εθνικισμός των δυτικών ευρωπαϊκών κρατών επικράτησε των αριστοκρατικών – απολυταρχικών δυνάμεων επιτυγχάνοντας τη δημιουργία ενός ενιαίου εσωτερικού χώρου όπου κατέστη κυρίαρχος. Η δημιουργία των εθνικών-κρατών αυτή την περίοδο είχε ως κοινωνικό φορέα , την αστική τάξη , η οποία ήταν και ο φορέας της ιδεολογίας του εθνικισμού. Στην ιστορική διαδρομή της σύγχρονης εποχής , όπως έχουμε προαναφέρει , υπάρχουν δύο ακόμη περίοδοι όπου παρατηρείται έντονα η ύπαρξη της εθνικιστικής ιδεολογίας και το κτίσιμο εθνικών κρατών.
Η πρώτη συμβαίνει κατά τη διάρκεια του αντιαποικιακού αγώνα και της πτώσης των ευρωπαϊκών ιμπεριαλιστικών αποικιακών καθεστώτων. Εδώ η έννοια του έθνους συχνά λειτούργησε πολύ διαφορετικά. Το βασικό πρόβλημα και η κύρια επιδίωξη των διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων και των ποικίλων ελίτ που ανέλαβαν την καθοδήγηση του «εθνικισμού των υποδεεστέρων» , ήταν η κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας από τους ξένους κυρίαρχους (συνήθως ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές) και τους εχθρικούς γείτονες. Το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των υποδεέστερων εθνών είναι κατ’ουσίαν ένα δικαίωμα απόσχισης από τον έλεγχο των κυρίαρχων δυνάμεων , όπως σημείωνε ο Λένιν. Παράλληλα είναι ο μοναδικός δρόμος ώστε οι συνομαδώσεις που θεωρούν τον εαυτό τους ως έθνος , υπό την καθοδήγηση της ιδεολογίας του εθνικισμού , να καταλάβουν μια θέση επιβίωσης στην παγκόσμια κοινότητα.
« Εθνικισμός ήταν στο εξής κατά πρώτο λόγο η προσπάθεια να καταλάβει το εκάστοτε έθνος μιαν εδραία και αδιαμφισβήτητη θέση μέσα στη διαμορφούμενη παγκόσμια κοινωνία,,, ο εθνικισμός ήταν υποχρεωμένος να προσαρμοσθεί στον χαρακτήρα της πλανητικής πολιτικής , όπως τον είχε προσδώσει ο παγκόσμιος ιμπεριαλισμός….Από δω κι εμπρός η συγκρότηση του έθνους σε κράτος αποτελούσε τη μοναδική δυνατότητα συμμετοχής του σε μια παγκόσμια κοινωνία, από την οποία κανείς δεν μπορούσε να μείνει απέξω χωρίς μακροπρόθεσμα να διαπράξει πολιτική και οικονομική αυτοκτονία »[16].
Η δεύτερη περίπτωση παρατηρείται μετά την πτώση του Σοβιετικού Συνασπισμού και την ανάπτυξη των έντονων βαλκανικών ,ανατολικοευρωπαϊκών , κεντρικοασιατικών εθνικισμών και όπου αλλού στον πλανήτη υπήρχε σοβιετική επικυριαρχία. Οι λόγοι που αναφέρθηκαν και αφορούσαν στην προηγουμένη περίπτωση νομίζω ότι ισχύουν και σ’αυτή την περίπτωση. Η σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο περιπτώσεων είναι ότι στη δεύτερη παρακολουθήσαμε μια κατάτμηση πολυεθνικών κρατών σε εθνικά κράτη τα οποία υπό μιαν έννοια υπήρχαν in senso lato. .
Η εθνικιστική έξαρση συνδέεται αναπόδραστα με τον τρόπο που οι καθοδηγητικές ελίτ
αντιλαμβάνονται τα συμφέροντα τους και τους τρόπους που αυτά θα εξυπηρετηθούν καλύτερα.
Η εθνικιστική έξαρση συνδέεται αναπόδραστα με τον τρόπο που οι καθοδηγητικές ελίτ
αντιλαμβάνονται τα συμφέροντα τους και τους τρόπους που αυτά θα εξυπηρετηθούν καλύτερα.
Αυτό βεβαίως δεν γίνεται σε ιδεολογικό κενό , αλλά ακουμπώντας σε μία «πραγματικότητα» που περιλαμβάνει πρωτίστως «θεσμούς και σύμβολα.». Είναι σημαντικό να υπογραμμισθεί ότι στην παρούσα συγκυρία η επιδίωξη οικοδόμησης εθνικών κρατών εκπορεύεται και από συγκεκριμένους κύκλους διανοουμένων έγκυρων εκφραστών των συμφερόντων της αμερικανικής υπερδύναμης[17]. Η επιδίωξη αυτή φαίνεται να συνδέεται με την επιζητούμενη ενσωμάτωση διαφόρων χωρών του προ-νεωτερικού κόσμου[18] στο ιμπεριαλιστικό άρμα της αμερικανικής κυριαρχίας . Ο έλεγχος των ντόπιων κυβερνήσεων σε ένα σχετικά συγκροτημένο κράτος θα επιτρέψει πιο εύκολα τον περιορισμό των ασύμμετρων απειλών , την φυσική παρουσία των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων σε στρατηγικά σημεία του πλανήτη καθώς και τον έλεγχο ,εκτός των άλλων, των ενεργειακών και πλουτοπαραγωγικών πηγών τόσο απαραίτητων στη διαιώνιση της επικυριαρχίας της. Επομένως οι κυρίαρχες πλανητικές δυνάμεις διάκεινται ευνοϊκά έναντι των πολιτικών ελίτ των διαφόρων συνομαδώσεων που απαιτούν την εθνική τους πραγμάτωση με τη δημιουργία εθνικών μορφωμάτων. Άλλωστε είναι τόσο εμφανές αυτό ακόμη και δια γυμνού οφθαλμού ώστε περιττεύει κάθε επιχειρηματολογία. Η παγκόσμια κατάσταση που επικρατεί τα τελευταία τριάντα έτη συνάδει απολύτως με αυτό. Κατ’αρχάς πιστοποιείται εύκολα ότι σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο η παγκόσμια κατάσταση έχει μεταβληθεί άρδην. Σήμερα βρισκόμαστε σ’αυτό που ονομάζεται μετανεωτερική εποχή της ανθρωπότητας η οποία παρουσιάζει σημαντικές διαφορές από την εποχή της νεωτερικότητας. Η μετανεωτερική εποχή αποτελεί μια ιδιαίτερη έννοια ιστορικής εποχής που συνδέεται με χαρακτηριστικές αξίες και απαξίες γύρω από τις οποίες κτίζεται το κανονιστικό της πλαίσιο. Μπορούμε να περιγράψουμε την μετανεωτερικότητα δίνοντας τα βασικά χαρακτηριστικά της αφού πρώτα υπογραμμίσουμε ότι η νέα πραγματικότητα , όπως όλες οι πραγματικότητες , είναι απότοκος κάποιας συγκεκριμένης Πολιτικής Βούλησης, που προάγει συγκεκριμένα συμφέροντα συγκεκριμένων ανθρώπινων ομάδων και όχι όπως παρουσιάζεται ως σιδερένια φυσική νομοτέλεια.
- Παρατηρείται μια εξάπλωση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής σε πλανητικό επίπεδο. Η εξάπλωση αυτή λαμβάνει τη μορφή του χρηματιστηριακού , χρηματοπιστωτικού , χαρτοπαικτικού καπιταλισμού κυρίως στο κέντρο του συστήματος , στις αναπτυγμένες χώρες της Δύσης. Επιβάλλεται και καθοδηγείται άμεσα από την αμερικανική υπερδύναμη και σιγά – σιγά εξαπλώνεται σε ολόκληρο τον πλανήτη συμπαρασύροντας μαζί του τα διαφορετικά υποδείγματα καπιταλιστικής ανάπτυξης που έχουν υπάρξει στην πρόσφατη ιστορία ( Υπόδειγμα των χωρών του Ρήνου, Ιαπωνικό υπόδειγμα , Σκανδιναβικό κτλ). Ο πλανήτης ενοποιείται στη βάση των χρηματικών ροών και του χρήματος ως του μοναδικού ανθρώπινου μέτρου. Στις χώρες της περιφέρειας και συγκεκριμένα στις χώρες της ΝΑ Ασίας , ιδιαιτέρως στην Κίνα , ο καπιταλισμός λαμβάνει μορφές ίσως και χειρότερες από τις αντίστοιχες της πρωταρχικής συσσώρευσης του 18ου και 19ου αιώνα στην Αγγλία. Η εξάπλωση των πολυεθνικών σε συνδυασμό με την χρηματοπιστωτική υπερεξάπλωση επιτρέπουν τη διατήρηση των ιμπεριαλιστικών μηχανισμών εκμετάλλευσης
- Οι ΗΠΑ είναι αναμφισβήτητα η κυρίαρχη πολιτικά και στρατιωτικά δύναμη του πλανήτη. Η κυριαρχία της εκφράζεται ποικιλοτρόπως αλλά κυρίως μέσω της αδιαμφισβήτητης στρατιωτικής της υπεροχής. Οι οικονομικές της επιδιώξεις καθορίζονται από τον στόχο διατήρησης της εγχώριας ευημερίας η οποία όμως «περνάει» από την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των αμερικανικών πολυεθνικών επιχειρήσεων και εις βάρος του υπολοίπου κόσμου.
- Καίριο γνώρισμα της μετανεωτερικότητας είναι η παγκόσμια επέκταση της μαζικής δημοκρατίας ως κοινωνικού σχηματισμού βασιζόμενου στη μαζική παραγωγή και στη μαζική κατανάλωση[19]. Η διαδικασία αυτή οδηγεί με ταχύ βήμα στην συνεχή άνοδο των υλικών προσδοκιών των ανθρώπων παντού στον πλανήτη. Το γεγονός αυτό οξύνει τον ανταγωνισμό μεταξύ των θεσμικών υποκειμένων από τα οποία οι μάζες απαιτούν την υλοποίηση των προσδοκιών τους ενώ συγχρόνως σπρώχνει στην ανεύρεση των κατάλληλων μορφών μέσω των οποίων αυτή η υλοποίηση μπορεί να εξασφαλιστεί με απρόσκοπτο τρόπο.
- Εκλείπει σχεδόν ολοκληρωτικά αυτό που την εποχή της νεωτερικότητας ήταν η αστική τάξη και ότι καθόριζε τη συμπεριφορά της. Οι σημερινές πολιτικές ελίτ συμπίπτουν με τη τάξη των επιχειρηματιών , των τραπεζιτών , των Διοικητών των πολυεθνικών επιχειρήσεων και κάθε λογής νεόπλουτου που εκμεταλλευόμενος τις καταστάσεις αποκτά εξουσία καθορισμού των κοινών. Τα μεσαία στρώματα αυξάνονται και αποτελούν τις κυρίαρχες κοινωνικές ομάδες σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία που συρρικνώνεται συνεχώς οδεύοντας ολοταχώς σε ολιγαρχικές καταστάσεις.
- Το μεταμοντέρνο ως η πολιτιστική έκφραση της μετανεωτερικότητα αποτελεί το τέλος των μεγάλων αφηγήσεων . Το τέλος του χρόνου .Την απόλυτη κυριαρχία του χώρου . Την επικράτηση του ταυτού .Την ανάδειξη του κάθετου στοιβάγματος σε βασικό στοιχείο του γρήγορου αλλά ποτέ αρκετού χρόνου. Την κατάλυση του δημοσίου χώρου και σιγά-σιγά την κατάλυση και του ιδιωτικού βίου. Το συλλογικό φαντασιακό έχει λάβει την παράδοξα κανονιστική μορφή ενός τεχνοκρατικού ντετερμινιστικού μονισμού.
5. Τρίτη Παρατήρηση.
5. Τρίτη Παρατήρηση.
Η παρατήρηση αυτή είναι εξίσου σημαντική με τις προηγούμενες αλλά αφορά πρωτίστως την Αριστερά . Αφορά στο ζήτημα της εξουσίας που μέσω του εθνικού κράτους διαχειρίζεται η αστική τάξη προς ίδιον όφελος.. Θα πρέπει να υπογραμμισθεί εντόνως ότι ο περί έθνους λόγος είναι συνειδητά ή και ασυνείδητα πάντοτε λόγος για την εξουσία , και για όλες τις ρητές και σιωπηρές αξιακές και γνωσιακές προδιαγραφές της[20]. Συνεπώς ας σημειωθεί εμφατικά ότι και η εμφάνιση του εθνικού κράτους ως μορφής κυριαρχίας αποτέλεσε την εξέλιξη της νεωτερικής κυριαρχίας και ως εκ τούτου απαίτησε και ορισμένες νέες υλικές συνθήκες. Πρωτίστως απαίτησε την καθιέρωση μιας νέας ισορροπίας ανάμεσα στις διαδικασίες της καπιταλιστικής συσσώρευσης και τις εξουσιαστικές δομές. Η πολιτική νίκη της αστικής τάξης συνοδεύτηκε από την απαραίτητη κεφαλαιοκρατική ρύθμιση της εθνικής αγοράς και επομένως από τη δημιουργία ταξικών μορφωμάτων τα οποία επιμελώς επιχειρήθηκαν να κρυφτούν κάτω από την έννοια του έθνους και του εθνικού εκσυγχρονισμού. Οι υλικοί προσδιορισμοί της εξουσίας επιβάλλουν την plenitudo potestatis (την πληρότητα της εξουσίας) . Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει μια αστική διατύπωση της έννοιας της εθνικής κυριαρχίας , ένα πλάσιμο στο οποίο εμπλέκεται συνειδητά ή ασυνείδητα (πραγματικά ή φαντασιακά) η αστική τάξη ως ανερχόμενη και κυρίαρχη τάξη. Το ζύμωμα αυτό είχε ως αποτέλεσμα την εδραίωση την εικόνα της νίκης της αστικής τάξης, η οποία κατόπιν περιβλήθηκε ιστορικό ένδυμα και καθολική εφαρμογή. Η εθνική ιδιαιτερότητα μετατρέπεται σε μια κραταιά καθολικότητα. Η ανάδειξη ή και η δημιουργία της εθνικής ταυτότητας , ως συνεκτικού ιστού του λαού και του έθνους , εμπεριείχε δύο επίπεδα πολύ σημαντικών σημασιών αλληλεξαρτημένων και αλληλοδιαπλεκομένων που δύσκολα διαχωρίζονται και τα οποία μέχρι σήμερα αποτελούν πρόβλημα προς επίλυση. Υπάρχει ένα πρώτο επίπεδο εμπλουτισμένο με πολιτισμικές σημασίες , με κοινή ιστορία , με κοινή γλώσσα , με κοινά ήθη και έθιμα. Συγχρόνως όμως ενυπάρχει η εδραίωση μιας ταξικής νίκης , μιας σταθερής αγοράς , η δυνατότητα οικονομικής επέκτασης και νέοι χώροι για επενδύσεις και εκπολιτισμό. Συνεπώς η ύπαρξη μιας εθνικής ταυτότητας εγγυάται μια διαρκώς ενισχυόμενη νομιμοποίηση και το δικαίωμα και την εξουσία μιας ιερής και απαραβίαστης, ακαταπολέμητης ενότητας. Η ανάπτυξη και η γενίκευση της ιδεολογίας των Εθνικοτήτων βαδίζει παράλληλα και σε συσχετισμό με την ανάπτυξη των αγώνων της αστικής τάξης για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας , μολονότι η ιδεολογία αυτή υπερβαίνει τους ταξικούς σχηματισμούς. Στο ιστορικό παρελθόν το έθνος δεν εμφανίστηκε στην πολιτική σκηνή επειδή είχε μόλις σχηματιστεί , αλλά επειδή μια συγκεκριμένη ελίτ επικαλούμενη την ιδέα του έθνους κατάφερνε να κινητοποιεί τις μάζες. Το κράτος προϋπήρχε από αιώνες και η επίκλησή του έθνους εξυπηρετούσε πρωταρχικά την κατάργηση της δυναστικής εξουσίας με την εξουσία της αστικής τάξης. Η δόμηση αυτής καθ’αυτής της εθνικής ταυτότητας υπό την ηγεμονία της αστικής τάξης την καθιστά μέρος του ιδεολογικού της οπλοστασίου εκμεταλλευόμενη προς ίδιον όφελος ότι « η εθνική κουλτούρα , ο εθνικός πολιτισμός ως καταξιωμένο σύστημα κοινωνικών πρακτικών , αξιών και συμβόλων αναπαράγεται αενάως(;) στην Ιστορία) [21].
Πως μπορεί η αριστερά ως εκφραστής εκείνων των κοινωνικών δυνάμεων που αντιπαλεύουν την εξουσία της αστικής τάξης να διαχωρίσει αυτό που πραγματικά είναι εθνικό (αν υπάρχει φυσικά κάτι ως τέτοιο) , δηλαδή την κουλτούρα , τα ήθη και τα έθιμα ή οτιδήποτε άλλο, από εκείνο που πρόσθεσε η αστική τάξη και το οποίο είναι μόνο ταξικό. Αυτό σημαίνει ότι η αστική διατύπωση της έννοιας της εθνικής κυριαρχίας , αυτό το πλάσιμο στο οποίο εμπλέκεται συνειδητά ή ασυνείδητα (πραγματικά ή φαντασιακά) η αστική τάξη ως ανερχόμενη και κυρίαρχη τάξη πρέπει να διαλυθεί σε αυτά που το συνέθεσαν . Η γνήσια εθνική πρώτη ύλη (αν υπάρχει) πρέπει να καθαρισθεί από οτιδήποτε ξένο και πλασματικό και αμόλυντη να συνεχίσει την ιστορική της πορεία . Όμως η προηγηθείσα ανάλυση είναι φανερό ότι αφορά μόνο εκείνες τις περιπτώσεις όπου πραγματικά η εγχώρια αστική τάξη ανέλαβε το ρόλο του καθοδηγητή στη διαδικασία εγκαθίδρυσης του έθνους – κράτους. Ουσιαστικά αφορά κατά κύριο λόγο στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης και δευτερευόντως τις υπόλοιπες χώρες της Νότιας Ευρώπης , όπως η Ελλάδα ή η Πορτογαλία . Παρόλα αυτά , αφήνοντας κατά μέρος τις εξειδικεύσεις τέτοιου είδους για ιδιαίτερη μελέτη , μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι το φαινόμενο αυτό αφορά κυρίως στην Ευρώπη. Όμως σήμερα οι ευρωπαϊκές χώρες στην πλειοψηφία τους έχουν με τη θέλησή τους προσχωρήσει σε μια εν δυνάμει υπερεθνική ένωση η οποία αντιλαμβάνεται τη θέση της στον παγκόσμιο καταμερισμό δύναμης με σαφέστατα μεταμοντέρνο τρόπο[22] . Ασπάζεται δηλαδή θεωρήσεις του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού , της εγγενούς ειρηνικότητας των εμπορικών σχέσεων, της οικουμενικότητας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της σταδιακά φθίνουσας πορείας των εθνικισμών που θα αποτελέσει και σημείο μείωσης των πολεμικών συγκρούσεων. Όλα εδράζονται στην πεποίθηση των ευρωπαϊκών ελίτ ότι αυτός είναι ο ενδεδειγμένος δρόμος για την επιβίωση στο πλανητικό παιχνίδι. Η Ελλάδα συμμετέχει στη διαδικασία αυτή. Ποια είναι η εναλλακτική πολιτική που η Αριστερά πρέπει να προτείνει;
6. Συμπέρασμα.
Οι τρεις αυτές παρατηρήσεις στην αλληλεξάρτηση τους περιγράφουν σφαιρικά το πρόβλημα το οποίο καλούμαστε να αναλύσουμε θεωρητικά αλλά και να συνάγουμε πάνω από όλα τα απαραίτητα πολιτικά συμπεράσματα . Τα ζητήματα που τέθηκαν δείχνουν ότι οι ιδεολογικές αναζητήσεις συχνά μετατρέπονται σε ιδεολογήματα και σε σκιαιομαχίες άνευ ουσιαστικού περιεχομένου . Η διεθνής πραγματικότητα διαμορφώνεται από συγκεκριμένους συσχετισμούς δύναμης τους οποίους πρέπει να αντιληφθούμε και λίγο ή πολύ να τους λάβουμε υπόψη στη χάραξη της εθνικής μας πολιτικής. Βολονταρισμοί και κινήσεις χωρίς σχέδιο οδηγούν σε σίγουρες ήττες.
[1] Weber M , Economia e Societa` ISEDI 1974.
[3] Royal Institute of International Affairs, Nationalism. A Report by a study group 1963.
[4] Λέκκας Π , Η Εθνικιστική Ιδεολογία , ΕΜΝΕ-ΜΝΗΜΩΝ ,1992.
[6] Hirst. P – Thompson G , The Globalization in question. Polity Press 1996.
[7] Hertz .F , Nationality in History and Politics: A study of the Psychology and Sociology of National Sentiment and Character . NY 1950.
[8] Fichte G J, Addresses to the German Nation, Greenwood Press, 1979.
Άντερσεν Μπ , Φαντασιακές Κοινότητες , Νεφέλη 1997.
[10] Σβορώνος Ν , Το Ελληνικό Έθνος , Πόλις 2005.
[11] Τσουκαλάς Κ , Η Έννοια του Έθνους , Το Βήμα 17-12-2000.
[12] Καστοριάδης Κ , Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας , Ράππα , 1981 , σελίδα 499.
[13] Καστοριάδης Κ , Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας , Ράππα , 1981 , σελίδα 492.
[14] Κονδύλης Π , Το τέλος του αστικού πολιτισμού. Θεμέλιο 1992
[16] Κονδύλης Π , Πλανητική Πολιτική μετά τον Ψυχρό Πόλεμο. Θεμέλιο 1992.Σελίδα 75.
[17] Φουκουγιάμα Φ , Οικοδόμηση Κρατών , ΑΑ.Λιβάνης 2005. ( επιστημονική επιμέλεια – προλεγόμενα Κ.Μελάς).
[19] Κονδύλης Π , Το τέλος του αστικού πολιτισμού. Θεμέλιο 1992.
[20] Τσουκαλάς Κ , Η Εξουσία ως Λαός και ως Έθνος . Θεμέλιο 1999. Σελίδα 420.
[21] Herder.G.J: Reflections on the Philosophy of the History of Mankind, University of Chicago Press, 1968.