Τρίτη 5 Απριλίου 2011

ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ

[του Κώστα Μελά]

 

 Εισαγωγή


Στην εργασία αυτή επιχειρούμε να αναλύσουμε ένα από τα κύρια ζητήματα που προκύπτουν ως απόρροια του γνωστού φαινομένου της «Παγκοσμιοποίησης» της Οικονομίας.[1]
Συγκεκριμένα το ζήτημα για το μέλλον του Εθνικού κράτους στην καινούργια διαμορφούμενη διεθνή οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα.

Ειδικότερα αυτό που προτιθέμεθα να επιχειρήσουμε είναι το να θέσουμε υπό διερεύνηση τη γνωστή θέση των θεωρητικών της «Παγκοσμιοποίησης» σχετικά με τη σταδιακή ελλάτωση του βάρους του εθνικού κράτους, μέχρι και της σχετικής του εξαφάνισης, στην παρούσα φάση διεθνοποίησης της οικονομικής δραστηριότητας.
Με απλά λόγια βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το ακόλουθο ερώτημα:
«Ποιό είναι το μέλλον του εθνικού κράτους σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης της οικονομίας;».



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Η ρητορική της Παγκοσμιοποίησης: Η οικονομία ως μοναδικός φορέας της Παγκοσμιοποίσης.



Eίναι αναμφισβήτητο γεγονός, ότι η εποχή μας κυριαρχείται από μια νεο-φιλελεύθερη ιδεολογία, η οποία βασίζεται στην απλοϊκή αλλά και άκρως επικίνδυνη άποψη ότι για να επιτευχθεί η ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας και η ευημερία του παγκόσμιου πληθυσμού φθάνει να απελευθερωθεί η οικονομία από οποιαδήποτε μορφή κρατικής ή κοινωνικής παρέμβασης. Αρκεί να λειτουργήσουν οι κανόνες της ελεύθερης οικονομίας και το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα θα βρει  την ισορροπία του, θα αυτορυθμισθεί μακριά από οποιαδήποτε παρέμβαση πολιτικής υφής.

Αυτή η κυρίαρχη ιδεολογία στην προσπάθεια της να δώσει τη δική της ερμηνεία στη νέα φάση της διεθνοποίησης, επιταχύντοντας τις εξελίξεις, και προωθώντας τα συμφέροντα εκείνων των κοινωνικών ομάδων για χάρη των οποίων οι παραπάνω εξελίξεις πραγματοποιούνται και αποπροσανατολίζοντας την κοινή γνώμη, εφεύρε στην κυριολεξία την έννοια της παγκοσμοιοποίησης. Μια έννοια ιδεολογικής κατασκευής, η οποία περιγράφει ένα πραγματικό γεγονός κατά τρόπο ψευδή και διαστρεβλωτικό.

Οπως είναι γνωστό σε όλους, ο επίσημος λόγος που κυριαρχεί σήμερα είναι ένα συνοθύλευμα από ιδεολογήματα περί αγοράς, τα οποία εξισώνουν την «αγορά» με την «ανάπτυξη» και την «ελευθερία». Και αφού όλο και σπανίζουν οι γωνιές του πλανήτη όπου η νίκη της δεν είναι πλέον εξασφαλισμένη, η αγορά παρουσιάζεται σαν ένα είδος «φυσικού» και «σωτήριου» νόμου.

Απόλυτα δεμένη με την παραπάνω αντίληψη είναι και η θέση σύμφωνα με την οποία ως φορέας της Παγκοσμιοποίησης δεν θεωρείται οποιαδήποτε δραστηριότητα, π.χ. το κήρυγμα της αδελφοσύνης ή της αγάπης, αλλά μια δραστηριότητα εντελώς συγκεκριμένη : η διευρυνόμενη και διαπλεκόμενη οικονομία.

Αντί για μια «πανανθρώπινη επιταγή», η οποία θα επιβαλόταν από εξωγενείς παράγοντες στο οικονομικό πεδίο, βρισκόμαστε μπροστά σε μια κατάσταση άρρηκτης συνοχής του συστήματος, με προνομιούχους πρωταγωνιστές τις πολυεθνικές εταιρείες και κύριους δείκτες της τα παγκοσμίων διαστάσεων «συνολικά μεγέθη» (τις ισοτιμίες των ισχυρών νομισμάτων, τις τιμές των πρώτων υλών, τα τραπεζικά επιτόκια, τα περιθώρια εμπορικού κέρδους).

Έχει γίνει συνείδηση σε όλον τον κόσμο ότι η οικονομία επιχειρείται να αυτονομηθεί ως σύστημα2 , στο οποίο τείνουν να υποταχθούν όλοι οι τομείς και οι δράσεις της κοινωνικής ζωής.

Τι υποκρύπτεται λοιπόν κάτω από τον ιδεολογικό μανδύα με τον οποίο περιβάλλεται η έννοια της  Παγκοσμοιοποίησης;

Πρώτον: υποκρύπτεται η επιχείρηση απεμπόλησης της πολιτικής, από το προσκήνιο της καθημερινής ζωής και παραχώρηση της πρωτοκαθεδρίας των κρισίμων αποφάσεων που αφορούν στο σύνολο των κοινωνικών και οικονομικών εξελίξεων στην Οικονομία. Είναι σαφές ότι όταν αναφερόμαστε στην απεμπόληση της πολιτικής, δεν εννοούμε την πολιτική η οποία ασκείται στον περιορισμένο χώρο ενός εθνικού κράτους, αλλά της πολιτικής tout court.. Της πολιτικής όπως την δίδαξαν από  αρχαιοτάτων χρόνων ο Θουκιδίδης, ο Αριστοτέλης μέχρι τον Μακιαβέλλι, τον Τοκεβίλ, τον Μάρξ, τον Γκραμσί κ.λ.π.
Οι Θεωρητικοί του οικονομισμού, δηλ. εκείνοι που αναγορεύουν την οικονομία σε πολιτική ιδεολογία, εφορμούν με γυμνές λόγχες από όλες τις πλευρές του πλανήτη, αδιαφορώντας για τα κοινωνικά προβλήματα της ανθρωπότητας.

Η βασική προϋπόθεση της παραπάνω αντίληψης είναι η πίστη στην πρωτοκαθεδρία της οικονομίας και ειδικά της οικονομίας στην αντίθεση της προς την πολιτική, θεωρώντας ότι η οικονομία εμπεριέχει εγγενώς ειρηνικότητα και ως εκ τούτου βρίσκεται σε διαρκή αντιπαράθεση με την πολιτική η οποία βασίζεται κυριολεκτικά στην «ισχύ».
Η άποψη αυτή δεν εμφανίζεται για πρώτη φορά.
«Το πρόβλημα των σχέσεων μεταξύ πολιτικής και οικονομίας τέθηκε αναπόφευκτα στους  Νέους Χρόνους, όταν η έκρηξη της βιομηχανικής επανάστασης μετά από μακρά και έντονη δραστηριότητα του εμπορικού καπιταλισμού - δημιούργησε την εντύπωση ότι ο οικονομικός παράγοντας είναι αυτοτελής και μάλιστα πρωταρχικός ανάμεσα στις μορφές της κοινωνικής πράξης»3 .

Η άποψη αυτή υποστηριζόταν έντονα από συγκεκριμένο κοινωνικό φορέα (αστική τάξη) ο οποίος είχε πολλαπλά οφέλη και κυρίως ΠΟΛΙΤΙΚΑ από τη διάδοση της αντίληψης περί ζωτικότητας και αναγκαιότητας της οικονομίας σε πλήρη αντίθεση με την παρακωλυτική, επιζήμια και μακροπρόθεσμα περιττή «πολιτική» δραστηριότητα, η οποία τη συγκεκριμένη περίοδο εκφραζόταν κυρίως από την κυριαρχία μοναρχών και στρωμάτων κοινωνικά ριζωμένων στον προκαπιταλιστικό κόσμο.
Αυτή η άποψη όμως, προϋποθέτει τη δυνατότητα πλήρους διχοτόμησης μεταξύ πολιτικής και οικονομίας, διαμέσου ενός τόσο στενού ορισμού (αν π.χ. η οικονομία περιοριστεί στην τεχνική διαδικασία της παραγωγής και η πολιτική περισταλεί στη διοίκηση και στη διαχείριση) που χάνεται κάθε ουσιαστική σχέση με την πραγματικότητα.

Παράλληλα και από ιστορική και κοινωνιολογική άποψη η διχοτομία αυτή αποτελεί μια ιδεολογική κατασκευή και δεν έχει καμμία σχέση με την πραγματικότητα.

Το ότι στην ιστορική διαδρομή η οικονομία δεν μπόρεσε ποτέ ν’ αναπτύξει την αναμενόμενη αυτοτελή νομοτέλεια της, οφείλεται κύρια στο ότι η οικονομία συνυφάνθηκε ουσιωδώς με παράγοντες συναφείς με την  ισχύ και την εξουσία και άρα με την πολιτική.
Ο γενικός λόγος για τον οποίο, πολιτική και οικονομία παραμένουν αδιαχώρηστες είναι προφανής. Η οικονομία και η πολιτική αφορούν εξίσου τις συγκεκριμένες σχέσεις συγκεκριμένων ανθρώπων και κάθε οικονομική αλλαγή, προκαλεί μια μετατόπιση του συσχετισμού δυνάμεων προς όφελος ορισμένων ανθρώπων και εις βάρος άλλων. Οι οικονομικοί σκοποί ούτε επιδιώκονται ούτε επιτυγχάνονται μέσα σ’ ένα κοινωνικό κενό: « . . . η πολιτική διεισδύει στην οικονομία όχι τόσο μέσω των διαδικασιών της παραγωγής και της επικοινωνίας, όσο μέσω του προβλήματος της κατανομής. Είναι άκρως χαρακτηριστικό ότι η συζήτηση για την παγκοσμιοποίηση στρέφεται γύρω από διαδικασίες και προτάσεις οι οποίες αφορούν τη διαπλοκή της παγκόσμιας βιομηχανίας και του παγκόσμιου εμπορίου καθώς και την πύκνωση των παγκοσμίων επικοινωνιακών δικτύων - το μυστικό μιας παγκόσμιας αποδεκτής κατανομής των πόρων και του πλούτου δεν το έχει αποκαλύψει ως σήμερα κανείς4 . . .».

Δεύτερον:  Θα πρέπει να σταθούμε επίσης σ’ ένα ακόμη σημαντικό σημείο: η θέση ότι η πολιτική είναι λίγο πολύ ένα αναγκαίο κακό, παρέμεινε σχεδόν μόνιμη για την αστική τάξη ολόκληρη την περίοδο που επικράτησε πολιτικά.

Ενώ παραμένει και σήμερα προσφιλές επιχείρημα διαφόρων οικονομικών κύκλων, οι οποίοι χρησιμοποιούν κατά κόρον τις Κρατικές υπηρεσίες και δαπάνες ως κύριο μέσον πλουτισμού και επίτευξης των οικονομικών τους σκοπών.

Εδώ η θέση αυτή εκπληρώνει μια πρόσθετη ιδεολογική λειτουργία, επιχειρεί  να συγκαλήψει την συγκεκριμένη και ουσιαστική βοήθεια που προσέφερε το Κράτος στην καπιταλιστική οικονομία, παρουσιάζοντας τάχα το κράτος ως απλό εγγυητή του γενικού συμφέροντος.
Από τη στιγμή που απεμπόληση του πολιτικού καθίσταται πρακτικά αδύνατη, η όλη προσπάθεια υποκρύπτει την πρόθεση όχι την απεμπόληση του πολιτικού στη γενική του μορφή, αλλά την απεμπόληση της πολιτικής όπως αυτή εκφράζεται στις μαζικοδημοκρατικές δυτικές κοινωνίες και αντικατάσταση τους από φορείς της πολιτικής οι οποίοι δεν θα είναι αναγκασμένοι να διαβούν τη στενωπό της “λαϊκής βούλησης” και επιλογής.
Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια κατάσταση ριζικής υποτίμησης του παραδοσιακού ρόλου της πολιτικής, ο οποίος επικεντρωνόταν στον χειρισμό της κρατικής εξουσίας στο εσωτερικό και στο εξωτερικό αλλά και στον τρόπο αντιπροσώπευσης αλλά περισσότερο της νομιμοποίησης της πολιτικής δύναμης.
“Η  κατάργηση των ορίων της πολιτικής συνδέεται με την καθιέρωση νέων κέντρων και πεδίων “υποπολιτικής”, τα οποία βρίσκονται - πέρα από τους θεσμούς και τις συμβολικές μορφές της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας - αφ' ενός στα κέντρα εξουσίας του οικονομικού και επιστημονικού συστήματος και αφ’ ετέρου στα πεδία της αντίστασης και της διαμαρτυρίας των νέων κοινωνικών κινημάτων”.5

Η έννοια λοιπόν της παγκοσμιοποίησης και η χρήση που γίνεται από τη νεο-φιλελεύθερη ιδεολογία προσφέρει απλόχερα την ιδεολογικη κάλυψη αυτής της εν - δυνάμει αντικατάστασης της πολιτικής και των φορέων της από καινούργιους και μη εκλεγμένους φορείς.

Τρίτον: Η επιλογή της οικονομίας ως φορέα της “Παγκοσμιοποίησης” και μάλιστα της οικονομίας, υπό το υπόδειγμα της απόλυτης φιλελευθεροποίησης των αγορών και της απρόσκοπτης και παντελώς ελεύθερης λειτουργίας τους, έχει πραγματοποιηθεί και για έναν ακόμη λόγο.

Φαίνεται ότι η “Οικονομία” ως ένας επιστημονικός τομέας συστηματικής καταγραφής  και ερμηνείας μέρους της ανθρώπινης δράσης, αλλά υπό μια έννοια ουσιαστικής ανθρώπινης δράσης (παραγωγής και κατανομής πλούτου) αποτελεί το κατάλληλο παράδειγμα για την “απόδειξη” ότι η ουσία της ανθρώπινης φύσης είναι ο “ΟΡΘΟΣ ΛΟΓΟΣ”, ενώ αντιθέτως τα πάθη, η ισχύς, τα ψυχόρμητα, οι ηδονές και οι ενστικτώδεις ορμές τείνουν στη διασφάλιση της αυτοσυντήρησης του και επομένως αποτελούν “κατώτερες” ανθρώπινες καταστάσεις.

Ο ΛΟΓΟΣ, εκτός των άλλων, με την εργαλειακή και την κανονιστική του μορφή, μπορεί να “εξασφαλίσει” την ομοιομορφία και την ομοιογένεια της ανθρώπινης δράσης προς συγκεκριμένο σκοπό με τη χρήση συγκεκριμένων μέσων και με τον τρόπο αυτό να τεθεί αντιμέτωπος και σε πλήρη αντίθεση με τα άπειρα ζητήματα γούστου, νοοτροπιών, επιθυμιών και παθών που ούτε μπορούν να ελεγχθούν, ούτε καν να τυποποιηθούν έτσι ώστε να προβλεφθούν οι αντιδράσεις τους.

Η “επιστήμη” Οικονομία υπό τη μορφή του νεοκλασσικού υποδείγματος, βασική προκείμενη της οποίας αποτελεί η “Ορθολογική Επιλογή” του Καταναλωτή και του Παραγωγού, προσφέρεται αφειδώς ως το κατ’ εξοχήν υπόδειγμα - φορέας ομοιομορφίας και μονοδρόμου της ανθρώπινης δράσης.
Ενώ λοιπόν κάποιος φαίνεται να ομιλεί κατά της πολιτικής και της ισχύος, της βίας και του πολέμου, θεωρεί ότι αυτό είναι αρκετό για να τον απαλλάσσει από κάθε υποψία ότι διακατέχεται από το σύνδρομο του πολέμου, της ισχύος της βίας και της πολιτικής.
Το δόγμα που συνεχώς επαγγέλεται την “ειρηνική” οικονομία ως φορέα της “Παγκοσμιοποίησης”, εναντίον της Πολιτικής, που όπως ύποστηρίζεται είναι σύμφυτη με την ισχύ και τη βία και τη διαφθορά, δεν κάνει τίποτε περισσότερο από το να επιδιώκει την αυτοσυντήρηση του εξαπλώνοντας συνεχώς την ισχύ του, ενώ καλεί όλους τους άλλους να την ασπασθούν για να σωθούν.

Η “οικονομοποίηση” της πολιτικής ή η “ειρηνοποίηση” της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων διαμέσου της απόλυτης πρωτοκαθεδρίας της οικονομίας σημαίνει απροκάλυπτα τη θεμελίωση της εξουσίας αποκλειστικά πάνω στην ανισότητα εκείνη, η οποία προκύπτει ή θα προκύψει από την (κανονιστική) φύση των πραγμάτων.

Η ηθικοποίηση της πολιτικής ή η αντικατάσταση της ισχύος από την ηθική της οικονομίας απερίφραστα υποδεικνύει το τι επιχειρήται να πραγματοποιηθεί.  Είναι η περίπτωση η οποία επιτρέπει σε κάποιον να εγείρει ύψιστες αξιώσεις ισχύος αποκηρύσσοντας παράλληλα με έμφαση κάθε επιδίωξη ισχύος και κάθε βία, ενώ εν τω μεταξύ έχει υπηρετήσει αξιώσεις ισχύος, οι οποίες πρόβαλαν στο όνομα της κατάργησης κάθε ισχύος και κάθε εξουσίας.
Δεν απέχουμε από την αλήθεια, υποστηρίζοντας ότι η εποχή μας κυριαρχείται από φιλελεύθερες απόψεις, οι οποίες κινούνται μ’ ένα τυπικό τρόπο μεταξύ ηθικής και οικονομικής και προσπαθούν, ορμώμενες από αυτές τις πολιτικές πλευρές, να θέσουν στο περιθώριο το πολιτικό στοιχείο των κοινωνιών. Είναι γνωστό ότι όλοι μιλούμε για έλλειμα πολιτικό, στα καθημερινά δρώμενα της οικονομικής και κοινωνικής ζωής του τόπου. Πολλά είναι τα επιχειρήματα που τίθενται στο τραπέζι των συζητήσεων εναντίον της πολιτικής και των πολιτικών. Το κυρίαρχο επιχείρημα, όμως, προέρχεται από τον χώρο της νεοφιλελεύθερης σκέψης, η οποία, ως συνεπής ατομικιστική θεωρία, ασκεί οξεία κριτική απέναντι σε όλες τις νοητές πολιτικές δυνάμεις και μορφές κρατικής παρέμβασης. Ποτέ όμως δεν έχει διατυπώσει θετική θεωρία κράτους και πολιτικής.

Ο φιλελευθερισμός, στην προσπάθεια του να υποτάξει κράτος και πολιτική σε μια ατομικιστική αντίληψη, αναγνωρίζει την “αυτονομία” των διαφόρων περιοχών της ανθρώπινης ζωής έξω από το πολιτικό, οδηγώντας αυτή την αντίληψη μέχρι τα όρια της, δηλαδή την πλήρη απομόνωση.

Ισως η σημαντικότερη περίπτωση ενός αυτόνομου πεδίου πραγμάτων, από τη μεριά του νεοφιλελευθερισμού, είναι η επιβολή της αυτονομίας των κανόνων και των νόμων του οικονομικού. Η παραγωγή, η κατανάλωση, ο σχηματισμός τιμών, τα επιτόκια και γενικά η λειτουργία της αγοράς έχουν τη δική τους σφαίρα και δεν μπορούν να διευθύνονται ούτε από την ηθική ούτε από την αισθητική ούτε από τη θρησκεία ούτε, ακόμη λιγότερο, από την πολιτική. Κέντρο του οικονομικού, είναι η ελεύθερη αγορά και η ολοκληρωτική παρουσία της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Ο συνδυασμός των δύο αυτών βασικών χαρακτηριστικών, που αποτελούν την καρδιά του φιλελεύθερου οικονομικού συστήματος, προϋποθέτει και συνεπάγεται την ύπαρξη του ανταγωνισμού, ως αιώνια και διαχρονική τάση του οικονομικού.

Στο πλαίσιο λοιπόν που έχουμε σκιαγραφήσει, η αντίληψη των θιασωτών της παγκοσμιοποίησης για το ρόλο του εθνικού κράτους υποστηρίζει ότι η εποχή του (εθνικού κράτους) έχει παρέλθει και συνεπώς η διαχείριση σε εθνικό επίπεδο των οικονομικών και κοινωνικών διαδικασιών είναι σαφέστατα αναποτελεσματική.
Οι εθνικές πολιτικές έχουν αντικατασταθεί από τις παγκόσμιες δυνάμεις της αγοράς οι οποίες είναι περισσότερο ισχυρές από τα πλέον ισχυρά εθνικά κράτη.
Τα διεθνή κεφάλαια έχουν τη δυνατότητα να κινούνται ελεύθερα χωρίς κανένα εθνικό περιορισμό.
Η άσκηση δημοσιονομικής ή νομισματικής πολιτικής σε εθνικό επίπεδο η οποία έρχεται σε αντιπαράθεση με τις προσδοκίες των δυνάμεων της αγοράς και τις θελήσεις των πολυεθνικών εταιριών, όχι μόνο είναι αναποτελεσματική αλλά τις περισσότερες φορές επιβλαβής.
Διακριτές εθνικές ρυθμίσεις αφορούσες στην εξάπλωση των εργατικών δικαιωμάτων και της κοινωνικής προστασίας θεωρούνται επιβαρυντικές στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Η κυριαρχία των ευμετάβλητων διεθνών αγορών, η εισαγωγή ευέλικτων μορφών παραγωγής, η φθίνουσα πορεία των συνδικαλιστικών εργατικών ενώσεων ως διαμεσολαβητικών παραγόντων στη διευθέτηση των κανόνων παραγωγής αλλά και προσδιορισμού της τιμής της εργατικής δύναμης, έχουν ουσιαστικά περιορίσει τη δυνατότητα άσκησης αποτελεσματικής κεντρικής εθνικής οικονομικής πολιτικής. Το εθνικό κράτος έχει παύσει να αποτελεί έναν αποτελεσματικό manager της οικονομίας.
Παράλληλα η ηθικοποίηση της πολιτικής ή η αντικατάσταση της ισχύος από την ηθική της οικονομίας υποδεικνύει ότι ένας ακόμα ρόλος του παραδοσιακού εθνικού κράτους, αυτός του εγγυητή της εθνικής ανεξαρτησίας, της προστασίας των συνόρων από κάθε εξωτερική επιβολή, σιγά – σιγά εκλείπει. Αυτό συμβαίνει διότι το διεθνές εμπόριο μεταξύ των χωρών, σε καθεστώς πλήρους ελευθερίας (καθεστώς καθαρού εμπορίου) αποτελεί το πλαίσιο εκείνο εντός του οποίου όλες οι συμμετέχουσες χώρες, αποκομίζουν το μέγιστο της οικονομικής ωφέλειας.
Ως εκ τούτου το ελεύθερο εμπόριο φέρνει τους λαούς και τις χώρες σε κατάσταση μεγιστοποίησης της συνάρτησης κοινωνικής τους ευημερίας, φθάνει να επιτρέψουν στο μηχανισμό της αγοράς να εργαστεί απρόσκοπτα και α-πρόσωπα για τον εαυτό τους.
Οι διεκδικήσεις, οι απαιτήσεις, οι εγωϊσμοί και κάθε τι άλλο που φέρνει αντιμέτωπους τους λαούς και το οποίο εμπεριέχεται στην έννοια ΠΟΛΙΤΙΚΗ μια για πάντα θα περάσουν στη λήθη της ιστορίας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: Υπάρχουν απαντήσεις στη ρητορική της «Παγκοσμιοποίησης»;

Υπάρχουν αρκετοί τρόποι για να απαντηθούν τα βασικά θέματα που θίγονται από τους θιασώτες της «Παγκοσμιοποίησης» σχετικά με τη διευρυνόμενη αδυναμία του «Εθνικού» κράτους στην παρούσα φάση της έντονης διεθνοποίησης του κεφαλαίου.
Κυρίως θα μπορούσαν να προταχθούν επιχειρήματα που αντλούνται από εμπειρικά δεδομένα, και τα οποία σηματοδοτούν αποκλίνουσες καταστάσεις από αυτές που υποδεικνύουν οι θεωρητικές αποφάνσεις των θιασωτών της Παγκοσμιοποίησης.
Παράλληλα δεν απουσιάζουν και οι θεωρητικές αντιρήσεις μέσω των οποίων υποδεικνύονται οι αδύναμοι κρίκοι αυτής της συλλογιστικής και ως εκ τούτου και των βασικών της αποφάνσεων.


2.1. Υπερτίμηση της μέχρι τώρα «ΙΣΧΥΟΣ» του Εθνικού Κράτους όσον αφορά στη διαχείριση της «Εθνικής Οικονομίας».

Παρακολουθώντας προσεκτικά τη ρητορική που αναπτύσεται γύρω από τη συνεχή εξασθένιση του ρόλου του Εθνικού Κράτους σε ζητήματα οικονομικής διαχείρισης διακρίνεται μια σαφής υπερτίμηση του ρόλου αυτού κατά τη διάρκεια της προηγούμενης ιστορικής περιόδου της «Παγκοσμιοποίησης». Μάλιστα η προηγούμενη αυτή περίοδος δεν προσδιορίζεται ιστορικά, αφήνοντας με τον τρόπο αυτό να σχηματισθεί η εντύπωση, ότι ανέκαθεν υπήρχε ρόλος και μάλιστα ισχυρός και απόλυτα καθορισμένος του Κράτους στη διαχείριση της «Εθνικής Οικονομίας».
Πρόκειται για συνήθη πρακτική που χρησιμοποιείται αρκετά συχνά ως επιχείρημα με σκοπό την ευκολότερη υποστήριξη της συγκεκριμένης θέσης διαμέσου της τεχνητής διόγκωσης της προγενέστερης κατάστασης.
Η άρνηση της παραπάνω θέσης είναι εύκολο να πραγματοποιηθεί από τη στιγμή που προσδιορίζονται οι λειτουργίες και οι αρμοδιότητες του Εθνικού κράτους αναφορικά με την Οικονομική διαχείριση στον ιστορικό χρόνο.
Θα πρέπει να γίνει σαφές ότι η οικονομία ήταν η τελευταία από τις περιοχές του εθνικού – κρατικού χώρου που ντύθηκε με το ένδυμα του «εθνικού».6 Βεβαίως ανεξαρτήτως αν η οικονομία εμφανίστηκε τελευταία με τον προσδιορισμό «εθνικό», το ζήτημα που περισσότερο ενδιαφέρει είναι το ότι μπόρεσε να εμφανισθεί ως αναγκαία και αυτονόητη.
Η αναγκαιότητα της εμφάνισης σημασιολογικά του όρου «εθνική οικονομία» προκύπτει σαφέστατα με τη φαντασιακή «επιστροφή του πολιτικού» στη ρύθμιση των εσωτερικών και ταξικών σχέσεων, η οποία συνόδευσε την εμφάνιση και τη βαθμιαία επικράτηση του «κοινωνικού κράτους». Από τη στιγμή που η Πολιτεία επιδιώκει να της εκγχωρηθεί η αρμοδιότητα παρέμβασης – τυπικής ή ουσιαστικής – ενάντια κυρίαρχη στη λογική της ελεύθερης αγοράς – με σκοπό να αναλάβει ρόλο στην κατανομή και ανακατανομή των πόρων στο εσωτερικό μιας επικράτειας και ενός πληθυσμού, η έννοια της «εθνικής οικονομίας» είναι απολύτως αναγκαία.
«Μ’ αυτή την έννοια, η εθνική οικονομία αποτελεί τη λογική προϋπόθεση για να είναι δυνατόν να ασκηθεί οποιαδήποτε οικονομική πολιτική που να επηρεάζει ρητά, με τρόπο εξουσιαστικό (και επιλεκτικό), τα ιδιωτικά συμφέροντα. Για όσο διάστημα η φιλελεύθερη εξουσία δεν χρειαζόταν να ασκεί συγκεκριμένη οικονομική πολιτική, για όσο καιρό δηλαδή το κράτος μπορούσε ακόμα να εμφανίζεται ως εάν λειτουργούσε σαν ο πλασματικός «νυχτοφύλακας», η έννοια της εθνικής οικονομίας ήταν ίσως περιττή . . .».7
Αν θέλουμε να προσδιορίσουμε την χρονική περίοδο κατά την οποία κάνει την εμφάνιση της η οικονομία με τον επιθετικό προσδιορισμό «εθνική» σίγουρα θα ανατρέξουμε στο πρώτο ήμισυ του προηγούμενου αιώνα και στις αντιλήψεις του Γερμανού οικονομολόγου F. List.
Όμως πολύ αργότερα (τρίτη δεκαετία του 20ου αιώνα) παρουσιάζεται η δυνατότητα στο Εθνικό Κράτος να παρέμβει ουσιαστικά στην ενεργή διαχείριση των εθνικών οικονομικών προβλημάτων, ανάγοντας την «Εθνική Οικονομία» σε βασικό αντικείμενο μελέτης, αλλά και σε «χώρο» σαφώς οριοθετημένο εντός του οποίου η θεσμοθετημένη πλέον παρέμβαση του Κράτους αποκτά νόημα και μάλιστα στην κατεύθυνση του συγκερασμού αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων.
Η αρχή γίνεται σε κράτη όπως η Ναζιστική Γερμανία και η Φασιστική Ιταλία αλλά και στη Σοβιετική Ένωση κυρίως μέσω της υιοθέτησης κρατικών οικονομικών προγραμμάτων.
Ακολουθούν τα καπιταλιστικά κράτη του δυτικού κόσμου τα οποία υιοθετούν την κεϋνσιανή προσέγγιση και για την επίτευξη των στόχων που θέτουν, χρησιμοποιούν μέτρα κυρίως δημοσιονομικού και νομισματικού χαρακτήρα.
Η εθνική οικονομική ανάπτυξη ως εκ τούτου εγκαθιδρύεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της συλλογικής οικονομικής ζωής. Η ιδέα της ανάπτυξης δεν μπορεί παρά να αναφέρεται σ’ ένα περιχαρακωμένο οικονομικό σύνολο και μάλιστα σε δυναμική ανταγωνιστική αναμέτρηση με τα υπόλοιπα περιχαρακωμένα οικονομικά σύνολα. Πρόκειται ουσιαστικά για μια διεθνοποιημένη οικονομία που βασίζεται στην ύπαρξη και στην αλληλοεξάρτηση των «εθνικών» οικονομιών.


2.2.               Υπερ – γενίκευση της αντίδρασης των Εθνικών Κρατών στις δυνάμεις της διεθνούς οικονομικής ολοκλήρωσης.

Η προσέγγιση των θιασωτών της Παγκοσμιοποίησης χαρακτηρίζεται επίσης από μια υπερ – απλούστευση στο πως αντιλαμβάνεται τις αντιδράσεις των διαφόρων εθνικών κρατών στην πίεση των δυνάμεων της διεθνούς οικονομικής ολοκλήρωσης. Η υπερ – απλούστευση συνίσταται κυρίως στην γενικευμένη και ομοιόμορφη θεώρηση αυτών των αντιδράσεων. Η υπαρκτή πολυμορφία των «εθνικών καπιταλισμών» (Ηπειρωτική Ευρώπη, Νότια – ΝοτιοΑνατολική Ασία, ΗΠΑ και Αγγλοσαξωνικές χώρες, κ.λ.π.) δεν αποτελεί σημαντικό παράγοντα διαφοροποίσης των αντιδράσεων κάθε εθνικού κράτους στις δυνάμεις της διεθνούς αγοράς.
Η «εθνική κρατική ικανότητα» ως παράγοντας διαφοροποίησης και ως εκ τούτου διαφορετικής ικανότητας προσαρμογής στις νέες συνθήκες αγνοείται παντελώς. Σύμφωνα με τη λογική αυτή οι ικανότητες του Κράτους των ΗΠΑ ή της Γερμανίας ή της Ιαπωνίας για προσαρμογή σε οποιεσδήποτε πιέσεις που ασκούνται από το εξωτερικό περιβάλλον είναι του ιδίου μεγέθους με τις ικανότητες που έχει το κράτος της Μαλαισίας, της Αργεντινής ή της Νιγηρίας. Είναι κοινό μυστικό ότι τα ισχυρά εθνικά κράτη (Γερμανία, Ιαπωνία, Σουηδία, Γαλλία, Ιταλία, κ.λ.π.) έχουν άλλες δυνατότητες προσαρμογής και απάλειψης των κραδασμών που έχουν την πηγή τους σε εξωτερικές αιτίες, από αυτές που έχουν τα λιγότερο ισχυρά εθνικά κράτη στην περιφέρεια του καπιταλιστικού κόσμου.
Η γενικευμένη και ομοιόμορφη αυτή θεώρηση των επιπτώσεων που επιφέρει η «Παγκοσμιοποίηση» στο ρόλο του συνόλου σχεδόν των εθνικών κρατών είναι τόσο πασιφανές ότι είναι ψευδής ώστε η υπέρμετρη προβολή της δεν μπορεί παρά μόνο να δημιουργεί υποψίες ότι εξυπηρετεί άλλου είδους σκοπιμότητες.
Θα μπορούσα να υποστηρίξω ότι πρόκειται για ένα ακόμη ιδεολόγημα που θέλει να εξυπηρετήσει την υποστηριζόμενη ομοιομορφία και ομογενοποίηση του σύγχρονου κόσμου στο πλαίσιο της «παγκοσμιοποίησης». Η «εννιαία και μονοδιάστατη σκέψη» πραγματώνεται  στην «εννιαία και ομοιόμορφη πραγματικότητα». Με τον τρόπο αυτό επιχειρήται να αποκρυπτεί η διασύνδεση που υπάρχει μεταξύ των πολυεθνικών επιχειρήσεων, κύριων φορέων της σύγχρονης φάσης της διεθνοποίησης, με τα εθνικά κράτη από τα οποία προέρχονται.
Όπως έχουμε δείξει8 οι πολυεθνικές επιχειρήσεις δεν είναι καθόλου αποεθνικοποιημένες. Συμβάλλουν στην ανάπτυξη των εθνικών οικονομιών των χωρών προέλευσης και ως αντίτιμο απολαμβάνουν από τα έθνη – κράτη την εξασφάλιση ευνοϊκού θεσμικού πλαισίου για τη δραστηριότητα τους.
Τα εθνικά κράτη συμβάλλουν ποικιλλοτρόπως και παντιοτρόπως στη δημιουργία και την ανάπτυξη ευνοϊκού κλίματος και των αναγκαίων υποδομών, έτσι ώστε οι πολυεθνικές επιχειρήσεις να δρουν το δυνατόν χωρίς εμπόδια. Το ζήτημα είναι ότι περισσότερο από το 90% των 37.000 υπερεθνικών επιχειρήσεων και των 206.000 περίπου θυγατρικών τους ανήκουν στο λεγόμενο Πρώτο Κόσμο, δηλαδή στην αναπτυγμένη βιομηχανικά περιοχή του πλανήτη όπου σαφέστατα, τα Κράτη των χωρών αυτών, θεωρούνται και είναι πολύ ισχυρά κράτη. Λέγοντας «ισχυρά» κράτη θα πρέπει να σημειώσουμε ότι εννοούμε κράτη που έχουν μεγάλη οργανωτική ικανότητα να διαχειρίζονται με τον αποτελεσματικότερο τρόπο τις μεταβολές που πραγματοποιούνται στο οικονομικό εξωτερικό περιβάλλον και τις μετατρέπουν σε συγκριτικά πλεονεκτήματα υπέρ του ίδιου οφέλους.
Οι μεταβολές που έχουν επέλθει στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον, κυρίως μέσω της απελευθέρωσης και αποκανονικοποίησης των εθνικών θεσμικών πλαισίων ρύθμισης, δηλαδή των τρόπων διαχείρισης και διακυβέρνησης των οικονομικών μεγεθών, αποτελούν καθοριστικό παράγοντα αναπροσαρμογής των αρμοδιοτήτων, των μέσων και των τρόπων που οι εθνικές οικονομίες συμμετέχουν στο διεθνή καταμερισμό εργασίας.
Θα πρέπει να καταστεί σαφές στο σημείο αυτό, ότι ο έλεγχος της οικονομικής δραστηριότητας σ’ ένα περισσότερο ολοκληρωμένο και αλληλοεξαρτούμενο διεθνές οικονομικό περιβάλλον αποτελεί κυρίαρχο ζήτημα για τα εθνικά κράτη. Όπως έχουμε αναφέρει τα τελευταία σαράντα χρόνια, το γενικότερο πλαίσιο του διεθνούς οικονομικού συστήματος ήταν αυτό που ονομάστηκε «διεθνοποιημένη οικονομία».
Ως «διεθνοποιημένη» ονομάζεται η οικονομία, της οποίας το κύριο «συστατικό» είναι οι εθνικές οικονομίες.
Δίαυλος επικοινωνίας και συνδετικός κρίκος των εθνικών οικονομιών είναι το διεθνές εμπόριο και οι διεθνείς επενδύσεις. Τα διεθνή οικονομικά γεγονότα εισχωρούν στην εγχώρια οικονομία διαθλούμενα μέσω εθνικών πολιτικών. Ο διαχωρισμός του εθνικού από το διεθνές πλαίσιο είναι υπαρκός όσον αφορά στους συγκεκριμένους τρόπους διακυβέρνησης των οικονομικών δραστηριοτήτων εντός του γεωγραφικού χώρου του «Εθνικού Κράτους». Στη σημερινή φάση εντονότερης διεθνοποίησης και υψηλότερης αλληλοεξάρτησης των οικονομιών9, το πρόβλημα εντοπίζεται στους τρόπους και στα μέσα που χρειάζεται να χρησιμοποιήσει το Εθνικό Κράτος για να συνεχίσει τη διακυβέρνηση των οικονομικών δραστηριοτήτων, υφιστάμενο μεγαλύτερες πιέσεις προερχόμενες από το διεθνές περιβάλλον. Στο επόμενο κεφάλαιο θα επιχειρήσουμε να δείξουμε αναλυτικότερα τα καινούργια προβλήματα που καλείται να επιλύσει το εθνικό κράτος.





ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: Η προσαρμογή ρόλου των Εθνικών Κρατών στη διακυβέρνηση της Οικονομίας.


Εάν υποθέσουμε ότι ευρισκόμαστε σε φάση επανακανονικοποίησης (reregulation) των διεθνών οικονομικών μηχανισμών διακυβέρνησης (international governance) ο ρόλος του εθνικού κράτους είναι θεμελιακός.
Παρότι φαίνεται ότι στη σημερινή φάση δεν είναι ικανά (τα εθνικά κράτη) να επιβάλλουν αποκλειστικά με τις δυνάμεις τους επιθυμητά αποτελέσματα στο σύνολο των πολιτικών πράξεων εντός του γεωγραφικού χώρου ευθύνης τους, εντούτοις αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο για την επίτευξη των στόχων της λεγόμενης διαδικασίας παγκοσμιοποίησης της οικονομίας.

Στο πρόσφατο στάδιο διεθνοποίησης της παραγωγής η οποία κυρίως πραγματοποιείται μέσω της εγκατάστασης σε διάφορες χώρες, ανεξάρτητα αν πρόκειται για βιομηχανικές ή αναπτυσσόμενες, πάσης φύσεως διεθνώς ελεγχομένων εταιριών από μεγάλες πολυεθνικές εταιρίες, δημιουργείται η δυνατότητα παραγωγής μεγάλων τμημάτων του τελικού προϊόντος ή και του συνολικού τελικού προϊόντος το οποίο όμως δεν πραγματώνεται στις τοπικές αγορές όπου ευρίσκονται εγκατεστημένες οι θυγατρικές εταιρίες αλλά στο διεθνή χώρο.
Οι εν λόγω επιχειρήσεις αλλά και οι χωρικές ενότητες στις οποίες ευρίσκονται εγκατεστημένες (εθνικά κράτη) αποκτούν συγκριτικό πλεονέκτημα λόγω των διασυνδέσεων τους με δραστηριότητες που συνδέονται με τον παγκόσμιο χώρο και ειδικά με την ύπαρξη και την καθοδήγηση μιας μητρικής εταιρίας (κέντρο) που κατευθύνει τις στρατηγικές επιλογές παραγωγής και πραγμάτωσης των προϊόντων.
Στην πραγματικότητα η ύπαρξη της μητρικής εταιρίας δεν λειτουργεί ως ΚΕΝΤΡΟ με την έννοια που είχε η μητρική εταιρία στην προηγούμενη δεκαετία. Πρόκειται για ένα δίκτυο διαφορετικών συμπληρωματικών στοιχείων διασκορπισμένων σ’ όλη την επιφάνεια του πλανήτη και τα οποία αλληλοσχετίζονται στο πλαίσιο ενός τέλειου οικονομικού ορθολογισμού με στόχο τη μεγιστοποίηση του κέρδους.
Έτσι η παραγωγή διεθνοποιείται εντονότερα δεδομένου ότι τα προϊόντα παράγονται σε διαφορετικές χωρικές ενότητες αλλά πραγματώνονται (ολοκληρώνονται) στο διεθνή χώρο.
Οι μεγάλες επιχειρήσεις, κυρίως μέσω των θυγατρικών τους εταιριών, αποκεντρώνουν την παραγωγή σε παγκόσμιο επίπεδο δίδοντας από σχετική έως μεγάλη αυτονομία στις επιμέρους επιχειρήσεις.
Η δυνατότητα των MNEs, να καταστρώνουν τις στρατηγικές τους στο παραπάνω πλαίσιο, οφείλεται κατά κοινή εκτίμηση στην νέα τεχνολογική επανάσταση της πληροφορικής και της μικροηλεκτρονικής. Η εισαγωγή και η διαχείριση της πληροφοριακής τεχνολογίας (Η/Υ, τηλεσυνδιάσκεψη, CAD/CAM, τηλεματική, ρομποτική, κ.λ.π.) και των τηλεπικοινωνιών, επιτρέπει στις επιχειρήσεις να ενοποιήσουν τον γεωγραφικό χώρο και συγχρόνως να αναιρέσουν την απόσταση ως κλασικό παράγοντα κόστους. Με τον τρόπο αυτό γίνεται δυνατή αλλά και ευκολότερη η χωρική αναδιάρθρωση των παραγωγικών δραστηριοτήτων σε παγκόσμιο επίπεδο. Η ροή των πληροφοριών είναι συνεχής και αδιάκοπη ενώ συγχρόνως οι πληροφορίες μπορούν να αποθηκευτούν και να καταναλωθούν μακριά από τον χώρο παραγωγής τους με αποτέλεσμα τη δυνατότητα ύπαρξης και λειτουργίας αποκεντρωμένων παραγωγικών μονάδων.
Η παραπάνω περιγραφή των δυνατοτήτων που παρέχει η σύγχρονη τεχνολογία στη διάχυση της παραγωγής σε διεθνές επίπεδο υπόκειται σε δύο βασικούς περιορισμούς.
Ο πρώτος αναφέρεται στο ρόλο των ΜNΕs και των θυγατρικών τους δεδομένου ότι η διάχυση της παραγωγής εξαρτάται πρωταρχικά και κυρίαρχα από τις αποφάσεις τους. Οι ΜΝΕs είναι η ανεξάρτητη μεταβλητή στην επιλογή της χωροθέτησης των παραγωγικών δραστηριοτήτων. Ο κεντρικός ρόλος σ’ αυτή τη διαδικασία ανήκει στις ΜΝΕs  δεδομένου ότι αυτές κατέχουν την τεχνολογική καινοτομία αλλά και Know - how.
Οι ΜΝΕs θα αποφασίσουν που θα εγκαταστήσουν τις παραγωγικές τους δραστηριότητες με βάση το συμφέρον τους. Το τελευταίο στη συγκεκριμένη περίπτωση μεταφράζεται στο χαμηλότερο κόστος για την ανάπτυξη των εγκαταστάσεων τους.10
Στη βάση του κριτηρίου του χαμηλότερου κόστους, οι υποψήφιες χώρες υποδοχής των παραγωγικών δραστηριοτήτων θα πρέπει ακριβώς να εξασφαλίζουν, στους φορείς αυτών των παραγωγικών δραστηριοτήτων που ενσωματώνουν την νέα τεχνολογία, εκείνες τις προϋποθέσεις που πράγματι να επιτρέπουν την παραγωγή με το χαμηλότερο κόστος. Οι χώρες που προσφέρουν στις ΜΝΕs το χαμηλότερο κόστος παραγωγής είναι εκείνες που έχουν επενδύσεις περισσότερο στην έρευνα και ανάπτυξη, στις υποδομές (τηλεπικοινωνιακά δίκτυα, συγκοινωνίες κ.λ.π.) και στην παιδεία ως παράγοντα εκπαίδευσης του εργατικού δυναμικού ώστε να αποκτήσει αυτό τις απαραίτητες τεχνικές δεξιότητες. Η νέα τεχνολογία απαιτεί ένα εργατικό δυναμικό  εξειδικευμένο από τις ανώτερες μέχρι τις κατώτερες βαθμίδες. Οι τεχνολογίες πληροφοριών στη σύγχρονη παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών είναι ενσωματωμένες σ’ ολόκληρη την παραγωγική διαδικασία, από τα αρχικά σχέδια, μέσω του μάρκετινγκ, μέχρι την τελική πώληση και τη συντήρηση.
Αυτή η διαδικασία “εκσυγχρονισμού” των χωρών για την ένταξη τους στην παγκόσμια αγορά των ιδιωτικών συμφερόντων καλούνται να την επωμισθούν τα εθνικά κράτη.
Η επιλεκτικότητα της χωροθέτησης των παραγωγικών εγκαταστάσεων από τη μεριά των ΜΝΕs, ο τρόπος διακίνησης των τεχνολογικών καινοτομιών και γενικότερα η στρατηγική της κίνησης των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων (F.D.I.) αλλά και των Ξένων Μετοχικών Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου (F.P.E.I.) οι οποίες αποτελούν το ΟΧΗΜΑ της διεθνοποίησης του παραγωγικού κεφαλαίου και τον ουσιαστικό παράγοντα τροποποίησης των δομών της διεθνούς οικονομίας συνιστούν τον ΚΥΡΙΑΡΧΟ ΠΟΛΟ των αποφάσεων των σύγχρονων εξελίξεων.
Παράλληλα με την κυριαρχία των ΜΝΕs και δεδομένου ότι στην μεγάλη τους πλειοψηφία οι MNEs έχουν την έδρα τους στις αναπτυγμένες βιομηχανικά καπιταλιστικές χώρες με τις οποίες συνδέονται με αδιάρηκτους δεσμούς πολλαπλής φύσεως, επεκτείνεται εμμέσως πλην σαφώς και η κυριαρχία των συγκεκριμένων βιομηχανικών χωρών.
Η διεθνοποίηση της παραγωγής και κατά συνέπεια η οικονομική ανάπτυξη εξαρτάται όλο και περισσότερο από τις λειτουργίες και τις αποφάσεις αυτών που κατέχουν την επιστημονική έρευνα (πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα, άλλου είδους χώροι όπου παράγεται έρευνα κ.λ.π.) τα μέσα για την παραγωγή τεχνολογικών καινοτομιών (επιχειρήσεις, βιομηχανίες, πολυεθνικές κ.λ.π.) και επίσης τα μεγάλα τμήματα της διεθνούς αγοράς στην οποία μπορούν να διαχύσουν τα νέα προϊόντα τους.
Στον απέναντι ΠΟΛΟ συνοστούνται τα εθνικά κράτη τα οποία καλούνται να επιλύσουν ένα τριπλό δεσμό στην προσπάθεια ένταξης τους στο νέο διεθνή καταμερισμό εργασίας.
Συγκεκριμένα:
  Το εθνικό κράτος, ως μοναδικός και αναντικατάστατος θεσμός, καλείται να εξασφαλίσει την αναπαραγωγή των κατάλληλων συνθηκών, στον τομέα της πολιτικής της εσωτερικής ασφάλειας, της κοινωνικής πολιτικής, της ρύθμισης των εργασιακών σχέσεων, των υποδομών (εκπαίδευση, συγκοινωνία, επικοινωνία, εργασιακές δεξιότητες κ.λ.π.) για τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της χώρας αλλά και των απαραίτητων ενεργειών για τη νομιμοποίηση όλων αυτών των πράξεων.

  Το εθνικό κράτος καλείται να εξασφαλίσει τις συνθήκες που θα εξασφαλίσουν την αύξηση του ποσοστού κέρδους σε μια ποιοτικά διαφορετική κατάσταση πραγμάτων. Στην κατεύθυνση αυτή καλείται να “εκσυγχρονίσει” την οικονομική πολιτική στρέφοντας το βάρος των προσπαθειών του προς την πλευρά της προσφοράς. Αυτό απαιτεί ελαχιστοποίηση των δαπανών (κυρίως των κοινωνικών δαπανών) πάσης φύσεως, μείωση των μισθών, των φόρων και γενικά κάθε παροχής που απαιτεί έξοδα, ισοσκελισμένο προϋπολογισμό, εξαφάνιση του πληθωρισμού, υψηλά επιτόκια και σταθερά (σκληρά) νομίσματα.

  Το εθνικό κράτος και ειδικότερα αυτό που αντιπροσωπεύει οικονομίες χαμηλότερου επιπέδου από τις αναπτυγμένες βιομηχανικές χώρες, καλείται επίσης αφενός να προσφέρει τα πάντα στην προσέλκυση ξένων παραγωγικών και τεχνολογικών καινοτομιών και αφετέρου να αναπτύξει την απαραίτητη υποδομή για να αναπτυχθούν κατ’ αρχήν η μηχανολογία αντιγραφής11 εκ μέρους των εγχωρίων επιχειρήσεων και γενικά μια προσπάθεια ενδογενοποίησης ενός συγκεκριμένου επιπέδου τεχνολογίας πρωταρχικά επενδύοντας στα απαραίτητα ερευνητικά προγράμματα που υποβαστάζουν οποιαδήποτε τεχνολογική καινοτομία (π.χ. χωρίς την ανάπτυξη της μοριακής βιολογίας στα πανεπιστήμια ή σε ερευνητικά κέντρα είναι αδύνατον να αναπτυχθεί η βιοτεχνολογία).

Επομένως, το εθνικό κράτος στο πλαίσιο των νέων διαμορφούμενων διεθνών συνθηκών της παραγωγής, καλείται να αναλάβει πρωτοβουλίες “εκσυγχρονισμού” του ίδιου που σημαίνει κατά βάση, αλλαγές στη δομή λειτουργίας του .
Η βασική κατεύθυνση που καλείται να βαδίσει το εθνικό κράτος σε μεγάλο βαθμό, καθορίζεται ως αντίδραση στην κρίση του κεϋνσιανού - φορντικού κράτους. Τούτο σε καμμία περίπτωση, σε αντίθεση με ότι πιστεύει η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, δε σηματοδοτεί ένα κράτος ασθενές, που επιτρέπει στις “δυνάμεις της αγοράς” να δρουν ανεμπόδιστα, αντιθέτως είναι ένα ισχυρό κράτος, αυτονομημένο από την πολλαπλότητα των κοινωνικών συμφερόντων, παρεμβατικό κατά πολλούς και διάφορους τρόπους και καλά εξοπλισμένο.12
Η κύρια παρέμβαση βεβαίως κατευθύνεται στην άρση, μέσω μιας “νομιμοποιητικής” διαδικασίας, των εσωτερικών αντιστάσεων στην πολιτική δομικής προσαρμογής στο πλαίσιο του εκτεινόμενου διεθνούς ανταγωνισμού.
Δύο είναι τα καίρια σημεία στα οποία η παρέμβαση του εθνικού κράτους είναι “απαραίτητη”, “επιβαλλόμενη” και “απολύτως καθορισμένη”:
α)    στη διαμόρφωση των νέων εργασιακών σχέσεων ως αντικατάσταση της τεϋλοριστικής οργάνωσης της εργασίας η οποία “κατέρρευσε” και
β)    στο “νέο” ρόλο που ανατίθεται στο αναμορφωμένο “κράτος πρόνοιας”.




[1] Μια διερεύνηση των οικονομικών μορφών του φαινομένου της «Παγκοσμιοποίησης» έχουμε επιχειρήσει στο βιβλίο: Κώστας Μελάς: «Παγκοσμιοποίηση: Νέα φάση διεθνοποίησης της Οικονομίας. Μύθοι και Πραγματικότητα» / Εξάντας 1999.
2 Polanyi Karl: Ο μεγάλος μετασχηματισμός , Νησίδες 2001.
3 Κονδύλης Π , Πλανητική Πολιτική μετά τον ψυχρό πόλεμο. Θεμέλιο 1992 , σελίδα 31.
4 Κονδύλης Π , Η παγκοσμιοποίηση ως ιδεολογική κατασκευή. Το Βήμα 16.3.1997.
5 Deppe F.: Η Νέα Διεθνής Τάξη , ΑΑ.Λιβάνης 1995 , σελίδα 61.
6 Για μια ενδελεχή, συστηματική και άκρως ενδιαφέρουσα παρουσίαση των ζητημάτων αυτών δες: Κ. Τσουκαλάς: «Η Εξουσία ως Λαός και ως Έθνος», Θεμέλιο 1999 καθώς και στο Κ. Τσουκαλάς: «Είδωλα Πολιτισμού», Θεμέλιο 1991.
7 Κ. Τσουκαλάς: «Η Εξουσία ως Λαός και ως Έθνος», op. cit. σελ. 572.
8 Κώστας Μελάς: «Παγκοσμιοποίηση» op. cit. Κεφάλαιο πέμπτο, σελ. 129 – 209.
9 Θεωρούμε ότι βρισκόμαστε σε μια νέα φάση διεθνοποίησης του κεφαλαίου η οποία πόρω απέχει από αυτό που μπορεί να περιγραφεί ως «Παγκοσμιοποιημένη Οικονομία». Τα ζητήματα αυτά έχουμε αναπτύξει στο βιβλίο: Κ. Μελάς: «Παγκοσμιοποίηση . . . .» op. cit.
10 Για μια λεπτομερή ανάπτυξη του θέματος ,Dunning.J Multinational  Enterprises
 and the Global Economy. London 1993. Ειδικά τα κεφάλαια  11 - 12.
11 Πρόκειται για τη διαδικασία διάλυσης και μελέτης ανταγωνιστικών προϊόντων με σκοπό τη χρησιμοποίηση της νέας τεχνολογίας που επεριέχουν  στην παραγωγή νέων προϊόντων με μικρές παραλλαγές.
12 Hirsch J.: Φορντισμός και μεταφορντισμός –Η παρούσα κοινωνική κρίση και οι συνέπειές της, στο Bonefeld W. - Holloway J..: Μεταφορντισμός και Κοινωνική Μορφή . Εξάντας ,1993.