Πέμπτη 5 Ιουλίου 2012

Ιστορίες από την περίοδο της Δημοκρατία της Βαϊμάρης.(1)

του Κώστα Μελά.
Ένα από τα  σημαντικότερα γεγονότα  στη μεταπολεμική οικονομική εξέλιξη, στη Γερμανία  ήταν η σταθεροποίηση του γερμανικού μάρκου το 1923-1924, που συνοδεύτηκε με την ανακοίνωση του Dawes Plan και αφορούσε στον διακανονισμό του γερμανικού πολεμικού χρέους.
 Ο μεταπολεμικός πληθωρισμός στη Γερμανία, οφειλόταν κυρίως στην αδυναμία  της κυβέρνησης να ισορροπήσει τον προϋπολογισμό της.  Τα κυβερνητικά ελλείμματα (κυρίως προερχόμενα από τις απίστευτα υψηλές πολεμικές αποζημιώσεις που είχαν επιβληθεί στη Γερμανία) χρηματοδοτήθηκαν αρχικά μέσω δανεισμού, αλλά όταν συνέχιζαν να υπάρχουν και να αυξάνονται, λόγω του συνεχιζόμενου πληθωρισμού, το γερμανικό κοινό αρνήθηκε να αγοράσει περισσότερα κυβερνητικά ομόλογα η κυβέρνηση αναγκάστηκε να εκδώσει κρατικά γραμμάτια για να καλύψει τις επιπλέον δαπάνες.  Αυτά προστέθηκαν στην ποσότητα χρήματος που κυκλοφορούσε και οδήγησαν σε επιπρόσθετη ανύψωση των τιμών.  Τελικά, η επέκταση της προσφοράς χρήματος και η ανύψωση των τιμών από την υποτίμηση της αξίας του μάρκου προκάλεσαν την  πιο γρήγορη δαπάνη των μάρκων.  Ο συνδυασμός των μεγάλων ποσοτήτων με την υψηλή ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος, οδήγησε στην αναπόφευκτη αύξηση του πληθωρισμού.
Λόγω του υψηλού πληθωρισμού, η αύξηση των εγχώριων τιμών άφησε την αύξηση της ποσότητας του χρήματος πολύ πίσω και ήταν συνεπώς έντονη η έλλειψη χρήματος, η οποία τελικά έδωσε στην κυβέρνηση την ευκαιρία να φέρει τον πληθωρισμό υπό έλεγχο.  Ένα νέο Rentenmark παρουσιάστηκε αργότερα, το 1923 και γρήγορα δέχτηκε από το κοινό μεγάλη αμφισβήτηση για την έλλειψη σταθερότητας ως κυκλοφορούντος νομίσματος.  Αυτό επέτρεψε στην κυβέρνηση να καλύψει τις δαπάνες με νέες εκδόσεις χρήματος ενώ παίρνει μέτρα για να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό με περικοπές και φορολογικές αυξήσεις.  Η σταθεροποίηση του μάρκου ολοκληρώθηκε με την παραλαβή ενός διεθνούς δανείου 800 εκατ. μάρκων σύμφωνα με το Plan Dawes του 1924. Στις 9 Απριλίου 1924 , η Επιτροπή Τσαρλς Ντόουζ , που είχε ξεκινήσει τις εργασίες της τον Ιανουάριο στο Παρίσι , δημοσιοποίησε το πόρισμά της για το ζήτημα των επανορθώσεων.
Το Dawes Plan[1] ήταν αποτέλεσμα της επανεξέτασης όλων των γερμανικών προβλημάτων τα οποία αναπόφευκτα είχαν ακολουθήσει την οικονομική κατάρρευση του μάρκου.
 Σύμφωνα με τη συνθήκη των Βερσαλλιών[2] (1919)  η Γερμανία (εκτός των άλλων[3]) έπρεπε να αποζημιώσει τους Συμμάχους για τις απώλειες πολέμου (επανορθώσεις) αλλά οι νικητές δεν είχαν συμφωνήσει για το ύψος του τελικού ποσού. Πάντως είχαν υπολογίσει ένα κατ’ αρχήν ποσό ύψους 20 δις μάρκων που έπρεπε να καταβληθεί μέχρι τις 21 Μαΐου 1921 . Για το υπόλοιπο δημιουργήθηκε  μια προπαρασκευαστική Επιτροπή για να υπολογίσει το ύψος του τελικού   ποσού.
 Στις 5 Μαΐου 1921 ο Βρετανός πρωθυπουργός  LIoyd George , εν ονόματι των Συμμάχων , επέδωσε τελεσίγραφο στον Γερμανό πρέσβη στο Λονδίνο : οι Σύμμαχοι απαιτούσαν επανορθώσεις συνολικού ύψους  132 δις χρυσά μάρκα (ίσο με 6,600 εκ. Στερλίνες) . Το σχέδιο πληρωμών προέβλεπε ότι οι επανορθώσεις έπρεπε να καταβληθούν σε δόσεις στην τρέχουσα αξία τους ( χωρίς τους τόκους που θα προέκυπταν) ενώ θα έπρεπε επίσης η Γερμανία να καταβάλει στο Βέλγιο , στο οποίο είχε επιτεθεί το 1914, 6 δις χρυσών μάρκων. Έχει σημασία να ειπωθεί ότι η Γερμανία θα έπρεπε να πληρώσει το πρώτο δισεκατομμύριο μέχρι τις 30 Μαΐου 1921. Επιπλέον , οι Σύμμαχοι αξίωναν την πληρωμή του ληξιπρόθεσμου ποσού των 12 δισεκατομμυρίων από τα συνολικά 20 δισεκατομμύρια που όφειλε να πληρώσει η Γερμανία την 1η Μαΐου 1921 σύμφωνα με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης , οι Σύμμαχοι απειλούσαν να καταλάβουν ολόκληρη την περιοχή του Ρουρ. Ένα τμήμα ήταν ήδη υπό κατοχή από τα στρατεύματα της Γαλλίας και Βελγίου από την 11η Ιανουαρίου 1921 , επειδή δεν υπήρχε συμμόρφωση με το πρώτο τελεσίγραφο.
Έχει ενδιαφέρον να αναφερθούμε στον τρόπο που αντέδρασε η γερμανική πολιτική τάξη στη συγκεκριμένη περίπτωση. Όπως συνήθως όταν επιδόθηκε το τελεσίγραφο , η εν ενεργεία γερμανική κυβέρνηση παραιτήθηκε. Το Γερμανικό Εθνικό Λαϊκό Κόμμα , το Γερμανικό Λαϊκό Κόμμα και το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας απαίτησαν την απόρριψη του τελεσιγράφου. Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, το Κόμμα του Κέντρου και το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα τάχθηκαν υπέρ της αποδοχής , επικαλούμενα τις κυρώσεις που θα ακολουθούσαν στην αντίθετη περίπτωση . Το Γερμανικό Δημοκρατικό Κόμμα ήταν διχασμένο. Η πολιτική που ακολούθησε η νέα γερμανική κυβέρνηση έμεινε στην ιστορία ως η «αρχή της εκπλήρωσης» , η οποία σήμαινε ότι η Γερμανία θα έκανε ό,τι ήταν δυνατόν προκειμένου να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις που της είχαν επιβληθεί. Η λογική που υποβάσταζε την συγκεκριμένη απόφαση ήταν απλή : επιδίωκε να αποδείξει τον παραλογισμό της πολιτικής των επανορθώσεων.
   Γρήγορα έγινε εμφανές ότι η Γερμανία που ήταν ήδη σε κατάσταση  υπερπληθωρισμού δεν ήταν σε θέση να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις της. Στις 14 Νοεμβρίου η ισοτιμία  ήταν 1,26 τρις μάρκα  προς ένα δολάριο , ενώ στις 20 Νοεμβρίου σταθεροποιήθηκε στα 4,2 τρις μάρκα προς ένα δολάριο. Η Τράπεζα του Ράιχ όρισε την ισοτιμία 1 τρις χάρτινων μάρκων προς 1 rentenmark και έτσι επετεύχθη και πάλι η προπολεμική συναλλαγματική ισοτιμία μάρκου και δολαρίου.
Το   σχέδιο Ντόουζ ήταν η συμβολή των ΗΠΑ στη σταθεροποίηση της Γερμανίας. Αυτό είναι αναμφισβήτητο γεγονός. Όλα ξεκίνησαν από την πρόταση που υπέβαλε στα τέλη Δεκεμβρίου 1922 ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Charles Hughes,  σύμφωνα με την οποία η οικονομική διάσταση των επανορθώσεων έπρεπε να συζητηθεί σε μια διεθνή συνδιάσκεψη . Το Λονδίνο υιοθέτησε την πρόταση. Στη συνέχεια και αναπάντεχα συμφώνησε και ο Γάλλος Πρωθυπουργός Πουανκαρέ.  Με τον τρόπο αυτό τέθηκαν οι βάσεις για τη συνδιάσκεψη από την οποία προήλθε το σχέδιο Ντόουζ.
Σύμφωνα με τους όρους του σχεδίου  Dawes, η Γερμανία υποχρεώθηκε  να κάνει πληρωμές αποκατάστασης ζημιών, αυξάνοντας τις συγκεκριμένες αποζημιώσεις ,μέσα σε 5 χρόνια,  από 50 εκατομμύρια ετησίως σε 125 εκατομμύρια Λίρες Στερλίνες (από  1 δισεκατομμύριο  σε 2,5 δισεκατομμύρια χρυσά μάρκα) αφήνοντας το συνολικό χρονικό διάστημα πληρωμής απροσδιόριστο. Προκειμένου να μην υποτιμηθεί η αξία του γερμανικού νομίσματος , οι Σύμμαχοι διόρισαν έναν Επίτροπο Επανορθώσεων για να επιβλέπει την κατάσταση. Παράλληλα ενεχυρίασαν μέρος των κρατικών εσόδων καθώς και έλαβαν υποθήκες ύψους 5 δισεκατομμυρίων χρυσών μάρκων από τη γερμανική βιομηχανία. Η επιβολή περιορισμών στην εθνική κυριαρχία είναι εύκολα αναγνωρίσιμη. Όμως σε σχέση με τη συνθήκη των Βερσαλλιών , για τη Γερμανία ήταν μια βαθειά ανάσα.
Η πρώτη πληρωμή έγινε πιθανόν μέσω του διεθνούς δανείου (το δάνειο Dawes), το οποίο επίσης επέτρεπε στη Γερμανία να επιστρέψει στο χρυσό, ως μονάδα μέτρησης το 1924, με τη δημιουργία μιας νέας ΚΤ και την εισαγωγή ενός νέου κυκλοφορούν νομίσματος του Reichsmark, στην παλιά προπολεμική ισοτιμία χρυσού στα 23,8 σεντς. Αξίζει να σημειωθεί ότι το προϊόν του δανείου εξυπηρέτησε  στην αρχή αποκλειστικά, τις υποχρεώσεις της Γερμανίας προς τους Συμμάχους (εκτός των άλλων χρηματοδότησε και τις δαπάνες των δυνάμεων κατοχής της χώρας).
 Ξένες χώρες τώρα ενδιαφέρθηκαν για την ανοικοδόμηση της Γερμανίας και για το υπόλοιπο της δεκαετίας του `20, η κυβέρνηση μαζί με ιδιωτικές εταιρίες ήταν ικανές να δανειστούν μεγάλα ποσά στο εξωτερικό.
Η οικονομική κατάσταση της Γερμανίας σταθεροποιήθηκε.  Αυτός ο ογκώδες ξένος δανεισμός όμως, οδήγησε στην εμφάνιση όχι πολύ σταθερής οικονομικής κατάσταση στη Γερμανία στο τέλος της δεκαετίας του 1920, όπου έγινε μια τελευταία προσπάθεια για να λυθεί το πρόβλημα του γερμανικού χρέους μέσω του Σχεδίου Young.



[1] Με το σχέδιο Ντόουζ για πρώτη φορά τέθηκε το ζήτημα του ελαχίστου  διαθεσίμου κατά κεφαλή εισοδήματος που απαιτείται για την επιβίωση των κατοίκων μιας χώρας η οποία καλείται να καταβάλλει τοκοχρεολύσια στους πιστωτές της. Μόνο όταν υπάρχει αυτή η προϋπόθεση η χώρα μπορεί να διαθέσει το υπόλοιπο για τα χρέη της.
[2] Η αποδοχή ή όχι της συνθήκης των Βερσαλλιών προκάλεσε κυβερνητική κρίση σε μια χώρα που ήταν καταστρεμμένη. Ο όρος προδότης της χώρας αποδόθηκε με ευκολία σε όλους όσοι  αποδέχτηκαν τη συνθήκη. Θέλω να αναφέρω απλά δύο φράσεις που ειπώθηκαν ενάντια στη συνθήκη από εκπροσώπους κομμάτων που τελικά ψήφισαν υπέρ της συνθήκης  : P. Hirsch , σοσιαλδημοκράτης Πρωθυπουργός της Πρωσίας, «καλύτερα νεκρός παρά σκλάβος», K. Fehrenbach , πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης , Κόμμα του Κέντρου, «memores estote, ,inimici, ex ossibus ultor» (να θυμάστε , εχθροί, από τα κόκκαλα των πεσόντων θα γεννηθεί ένας εκδικητής). Το βάρος της υπογραφής σήκωσαν τα δύο Σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, η πλειοψηφία του κόμματος του Κέντρου και η μειοψηφία του Δημοκρατικού κόμματος. Κατά ψήφισαν, το Γερμανικό Εθνικό Λαϊκό κόμμα και το Γερμανικό Λαϊκό κόμμα.
[3] Εκτός των  αποζημιώσεων σε ρευστά και είδος η Γερμανία εξαναγκάσθηκε και σε εδαφικές παραχωρήσεις : η Συνθήκη της στέρησε το ένα έβδομο των εδαφών της και το ένα δέκατο                             του πληθυσμού της, καθώς και τις αποικίες της. Με την απώλεια αυτών των εδαφών έχασε και το ένα τρίτο των κοιτασμάτων άνθρακα και τα τρία τέταρτα των κοιτασμάτων μετάλλου. Αξίζει να σημειωθεί όμως  ότι οι οικονομικές και εδαφικές απώλειες που επέφερε η Συνθήκη των Βερσαλλιών ήταν σαφώς ηπιότερες από εκείνες που επέφερε η Αυτοκρατορία του Κάιζερ στη Ρωσία , μόλις ένα χρόνο πριν , με τη συνθήκη του Μπρεστ- Λιτόφσκ. Και οι δύο συνθήκες ήταν μονόπλευρες , άδικες και κατά βάση εκδικητικές και εξοντωτικές για τις αντίστοιχες χώρες .