του Νίκου Μπινιάρη
«Ο ανταγωνισμός
τον οποίον ασκεί [η ζώνη της Ανατολικής Ασίας] τόσο με τη μορφή εξαγωγών όπως
και με τη «μετακόμιση» των εργοστασίων οξύνει τα οικονομικά προβλήματα των
πλουσίων χωρών. Μα η σημασία όλων αυτών των γεγονότων ωχριά στην κινεζική
διαδικασία ιλιγγιώδους εκβιομηχάνισης που αναπτύσσεται μέσα στις αποσαθρωμένες
δομές της κομμουνιστικής πολιτικής εξουσίας. Όποια και αν είναι η μελλοντική
εξέλιξη της Κίνας είναι βέβαιο, πως θα αποσταθεροποιήσει την τρέχουσα
εύθραυστη παγκόσμια αταξία.» Κορνήλιος Καστοριάδης Η Αποσάθρωση της
Δύσης, Ιούνιος 1995.
Στις
6/7/2018 ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Τραμπ επέβαλε δασμούς αξίας 50 δις δολαρίων επί
διαφόρων εισαγομένων στις ΗΠΑ κινεζικών προϊόντων. Σχεδόν αμέσως η Κινεζική
κυβέρνηση επέβαλε ισόποσους δασμούς σε αμερικανικά προϊόντα, κυρίως γεωργικά,
και με αυτό τον τρόπο άρχισε ένας εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ-Κίνας, των δύο
μεγαλυτέρων οικονομιών του πλανήτη. Χωρίς αργοπορία ο Τραμπ άρχισε να μιλά για
επιβολή επί πλέον δασμών ύψους 200 ή και 400 δις για να ακούσει την απάντηση
πως και σε τέτοια περίπτωση και η Κίνα θα πράξει αναλόγως. Ήδη από τις 11/7 η
αύξηση των δασμών με επί πλέον 200δις είναι προ των πυλών και τα χρηματιστήρια
όπως και τα εμπορεύματα μαζί με τους δείκτες της εμπορικής ναυτιλίας πέφτουν.
Μετά την αρχική φάση του εμπορικού πολέμου η κλιμάκωση έρχεται πριν καν
προλάβουμε να υπολογίσουμε τις επιπτώσεις της.
Οι ειδικοί
μιλούν για έναν πόλεμο χωρίς νικητές με χαμένους και από τις δύο πλευρές αλλά
κυρίως την παγκόσμια οικονομία. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ) ο οποίος
υποτίθεται πως διαμεσολαβεί για τυχόν παραβάσεις των συνθηκών εμπορίου αδυνατεί
να ελέγξει τις πράξεις των δύο μεγαλύτερων μελών του. Η Κίνα ετοιμάζεται να
υποβάλλει αίτημα παραβίασης των κανόνων ελευθέρου εμπορίου από τις ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ
διατείνονται πως επέβαλε τους δασμούς για λόγους εθνικής ασφαλείας, μια
δικαιολογία που προβάλλεται για πρώτη φορά.
Ο Πρόεδρος
Τράμπ θεωρεί πως το ελεύθερο εμπόριο, όπως το εννοεί και διεξάγει η Κίνα, δεν
είναι δίκαιο. Θεωρεί πως η Κίνα επιδοτεί πολλά από τα εξαγώγιμα προϊόντα της
και παίζει με την ισοτιμία του ρενμίνμπι για να μειώσει τις τιμές τους. Ο
Πρόεδρος όμως ξεχνά, όπως και πολλοί από τους παραπονούμενους ηγέτες της
Ευρώπης πως οι οικονομικές ελίτ της Δύσης με το άνοιγμα των αγορών μετά το 1991
προσπάθησαν να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους αντί να φροντίσουν να μειώσουν τις
αρνητικές επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης στις δικές τους κοινωνίες.
Εδώ πρέπει
να σταματήσω και να αναλύσω, εν συντομία, αυτό που συνέβη μετά το 1991.
Τεράστια επενδυτικά κεφάλαια έρευσαν από τη Δύση προς την Ανατολή και τις υπό
ανάπτυξη χώρες. Ολόκληροι τομείς της Ευρωπαϊκής και της Αμερικανικής
βιομηχανίας ξηλώθηκαν και είτε μετακόμισαν προς ανατολάς ή πήγαν για
παλιοσίδερα. Εκατομμύρια εξειδικευμένοι εργάτες με σοβαρές αμοιβές και κοινωνική
ασφάλιση βρέθηκαν άνεργοι ή έπρεπε να αναζητήσουν νέες θέσεις εργασίας με νέες
δεξιότητες. Εν μέρει αυτά καλύφθηκαν από τις κοινωνικές παροχές και εν μέρει
από τις τεχνολογικές αλλαγές και την αύξηση του τριτογενούς τομέα της
οικονομίας. Όλα αυτά όμως δεν ήταν αρκετά για να αντισταθμίσουν τις απώλειες. Η
Γερμανία ως χώρα με πάγιο οικονομικό προσανατολισμό στις εξαγωγές υψηλής
τεχνολογίας και βαριάς βιομηχανίας επέζησε και μάλιστα μακροημέρευσε πουλώντας
αφειδώς τα προϊόντα της στις αγορές της Ασίας κυρίως. Αυτή η τεράστια
μετατόπιση κεφαλαίων και χρηματοοικονομικών προϊόντων προς τις αναδυόμενες
αγορές συνεχίζεται με μειούμενους ρυθμούς μέχρι σήμερα.
Για τις ΗΠΑ
η μετατόπιση αυτή απορροφήθηκε εν μέρει από την έκρηξη στον τομέα των
κατασκευών μέχρι να έρθει η κρίση του 2008 για να αφήσει πίσω της νέα ερείπια
τα οποία στην πραγματικότητα δεν έχουν καθαριστεί μέχρι σήμερα. Ο Πρόεδρος
Τραμπ εξελέγη με συνθήματα τα οποία διακηρύσσουν «Πρώτα η Αμερική». Αυτό
σημαίνει πως τα συμφέροντα των ΗΠΑ προηγούνται σε σχέση με τα συμφέροντα άλλων
χωρών ή και των συμμάχων των γενικότερα.
Η πολιτική
των δασμών, πρώτα για προϊόντα χάλυβα και αλουμινίου σε ΕΕ, Καναδά και Μεξικό
προκάλεσε την ανταπάντηση της ΕΕ με δασμούς σε Αμερικανικά προϊόντα. Στη
συνέχεια επεβλήθησαν δασμοί σε κινεζικά προϊόντα. Αυτές οι πολιτικές κινήσεις
επιβεβαιώνουν στο εκλογικό σώμα που ψήφισε Τραμπ πως αυτός κρατάει τις
υποσχέσεις του. Οι καλές μέρες θα ξανάρθουν και ο βιομηχανικός εργάτης θα
απολαύσει και πάλι τα αγαθά του μεσοαστού όπως στις δεκαετίες 50-80. Είναι αυτό
δυνατόν; Μπορεί η επιβολή δασμών να πετύχει την επαναφορά των ΗΠΑ στην
πρότερη βιομηχανική της βάση; Για πολλούς επαΐοντες αυτό είναι μια χίμαιρα.
Η
αποκατάσταση της Αμερικής σε μια κατάσταση προηγούμενων εποχών φαίνεται να
είναι η γενεσιουργός αιτία αυτής της αναταραχής που δημιούργησε ο ιδιόρρυθμος
Πρόεδρος. Δυστυχώς πίσω από αυτές τις ενέργειες των ΗΠΑ κρύβεται, όχι και τόσο
καλά, μια άλλη αιτία η οποία πέραν ενός γενικευμένου εμπορικού πολέμου και μιας
πιθανής παρενέργειάς του, δηλαδή μιας νέας οικονομικής κρίσης και ύφεση της
παγκόσμιας οικονομίας με σοβαρές κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις, είναι
ο στρατηγικός γεωπολιτικός και γεωοικονομικός περιορισμός της Κίνας.
Με απλά
λόγια, η Κίνα έγινε πολύ ισχυρή οικονομικά αλλά και τεχνολογικά. Αυτή είναι μια
εξέλιξη η οποία απειλεί την Αμερικανική παγκόσμια πρωτοκαθεδρία. Ο «εμπορικός
πόλεμος» ΗΠΑ-Κίνας στην πραγματικότητα στόχο έχει να εξαλείψει αυτή την απειλή.
Ο ΠΟΕ,
η προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων και η επιτυχία της Κίνας.
Ο ΠΟΕ
ιδρύθηκε το 1995 και έχει 164 κράτη μέλη. Στην ουσία είναι ένας ιστός από
συνθήκες τις οποίες οι συμμετέχοντες προσπαθούν να κρατήσουν ενεργές. Για
παραβιάσεις των συνθηκών τα μέλη απευθύνονται στο Σώμα Διευθέτησης
Διενέξεων (ΣΔΔ) το οποίο μπορεί να αποφασίζει υπέρ ή κατά του κάθε ενάγοντος ή
του εναγομένου. Στην προκειμένη περίπτωση η Κίνα, όπως ανακοίνωσε ήδη, θα
προσφύγει άμεσα στο ΣΔΔ. Πέρα όμως του ΣΔΔ υπάρχει και ένα Εφετείο του οποίου η
απόφαση είναι τελεσίδικη. Το πραγματικό πρόβλημα αρχίζει μετά από την
απόφαση του Εφετείου διότι δεν υπάρχει θεσμοθετημένο όργανο για την εφαρμογή
της απόφασης. Η εφαρμογή εναπόκειται στην καλή θέληση των κρατών μελών. Σήμερα
το Εφετείο αποτελείται από 4 μέλη αντί για 7, που είναι η κανονική του σύνθεση,
λόγω των αντιρρήσεων των ΗΠΑ για τον διορισμό των άλλων 3. Αν το Εφετείο μείνει
με 3 μέλη στην ουσία παύει να υφίσταται και ο ΠΟΕ θα αποτελεί ένα κέλυφος δίχως
σώμα.
Οι
βιομηχανικές χώρες προχώρησαν στο να δεχτούν την Κίνα στο ΠΟΕ το 2001 και
μάλιστα ως χώρα με αναδυόμενη οικονομία και όχι ως χώρα που συμμετέχει στην
παγκόσμια αγορά όπως οι ανεπτυγμένες χώρες με σκοπό να επιβάλουν τις αρχές των
πνευματικών δικαιωμάτων, δηλαδή να προστατεύσουν τις βιομηχανίες τους και την
τεχνολογία τους από την αντιγραφή δίχως την πληρωμή πνευματικών δικαιωμάτων από
τους Κινέζους αντιγραφείς.
Η Κίνα
ουδέποτε συμβιβάστηκε με αυτήν την αρχή. Πήρε και αντέγραψε χιλιάδες
τεχνολογικές εφαρμογές και υπάρχουν παραδείγματα εταιρειών οι οποίες
μετακίνησαν την παραγωγή τους στην Κίνα για να βρεθούν σε λίγα χρόνια δίχως τα
προϊόντα που παρήγαγαν γιατί κινεζικές εταιρείες τα παρήγαγαν σε φθηνότερες
τιμές οικειοποιούμενες την τεχνολογία τους.
Μια άλλη
πολιτική της Κίνας πέραν της αντιγραφής, για το γρήγορο ξεπέρασμα της
Δύσης στον τομέα τεχνολογία ήταν η κατευθείαν κινεζικές επενδύσεις στην Ευρώπη
και τις ΗΠΑ. Το 2016 η εταιρεία Midea, γνωστή
στην Ελλάδα για μηχανήματα κλιματισμού εξαγόρασε τη γερμανική εταιρεία KUKA η οποία είναι η ηγέτιδα στον κλάδο των βιομηχανικών
ρομπότ. Αυτό που γίνονταν το 1990 και το 2000 με τις κατ’ ευθείαν επενδύσεις
στην Κίνα άρχισε να γίνεται αντίστροφα.
Ο Δρόμος του
Μεταξιού και η πολιτική «Κατασκευασμένο στην Κίνα, 2025»
Η
πρωτοβουλία της Κίνας να ενώσει την Κίνα με την Ευρώπη μέσω της Κεντρικής Ασίας
με ένα πυκνό σιδηροδρομικό και οδικό δίκτυο, με επενδύσεις υποδομών σε όλη την
διαδρομή αυτού. Αυτό που κάποτε είχε χαρακτηρισθεί ως ο Δρόμος του Μεταξιού
έχει ήδη πάρει σάρκα και οστά. Η Κίνα έχει ήδη συνδεθεί σιδηροδρομικά με το
Ιράν, το Duisburg στη Γερμανία
και με την Αμβέρσα στο Βέλγιο. Από τη θάλασσα έχει ξεκινήσει μια σειρά
συμφωνιών όπως με τη Σρι Λάνκα, Πακιστάν και Ιράν για καινούργια λιμάνια. Το
εγχείρημα δεν είναι εύκολο αλλά έχει ήδη διαμορφωθεί μια κατάσταση η οποία
μάλιστα έχει επιφέρει την αντίδραση των ΗΠΑ και της Ινδίας. Αυτό δε το οποίο
παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον από πλευράς αντιδράσεων και μάλιστα με την
παρουσία πολεμικών πλοίων και αεροσκαφών είναι ο χώρος της Νότιας Κινεζικής
Θάλασσας όπου οι ΗΠΑ αμφισβητούν τα χωρικά ύδατα που έχει ορίσει η Κίνα και
κάνουν ναυτικές και αεροπορικές περιπολίες στα όριά τους. Οι ΗΠΑ προβάλλουν το
ότι υπερασπίζονται την ελευθερία της ναυσιπλοΐας έναντι των κινεζικών
επεκτάσεων επί βραχονησίδων και κατασκευής αεροδρομίων και λιμανιών, τα οποία
βέβαια υποδηλώνουν κυριαρχικά δικαιώματα και ΑΟΖ. Στη διένεξη αυτή εμπλέκονται
οι Φιλιππίνες, το Βιετνάμ, η Ιαπωνία, το Μπρουνέι, η Μαλαισία και η Ταιβάν.
Οι εξελίξεις
όμως στο σχεδιασμό του μέλλοντος της Κίνας από τους ηγέτες τους έχουν και μια
άλλη πιο σημαντική διάσταση. Το 2011 στην Παγκόσμια Έκθεση του Ανόβερου η
Γερμανία ανακοίνωσε το πρόγραμμα Γερμανική Πρωτοβουλία 4/0. Το 2015 ο Πρόεδρος
Ξι ανακοίνωσε το πρόγραμμα «Κατασκευασμένο στην Κίνα 2025». Το πρόγραμμα
αυτό ως στόχο έχει η Κίνα να ξεπεράσει η να βρεθεί τουλάχιστον σε ισοτιμία με
τη Δύση τεχνολογικά σε δέκα παραγωγικούς τομείς: τεχνολογία της πληροφορίας,
συμπεριλαμβανομένης των δικτύων 5G και ασφάλεια
του κυβερνοχώρου, ρομποτική, τεχνολογία αεροπλάνων και του διαστήματος,
μηχανολογία των ωκεανών, τραίνα υψηλών ταχυτήτων, αυτοκίνητα νέων πηγών
ενέργειας, μηχανήματα παραγωγής ενέργειας, γεωργικά μηχανήματα και βιοϊατρική.
Γίνεται άμεσα κατανοητό πως αυτοί οι δέκα τομείς καθορίζουν την τεχνολογία του
μέλλοντος και ταυτόχρονα και την οικονομία του. Η Δύση για δύο αιώνες, παρά
τους καταστροφικούς πολέμους, τα οικονομικά κραχ και τις συχνές νομισματικές ή
χρηματοπιστωτικές κρίσεις έχαιρε της απόλυτης κυριαρχίας στον τομέα της
επιστήμης και τεχνολογίας και ως συνεπακόλουθο της μιας συνεχούς οικονομικής
παντοδυναμίας. Σήμερα αυτά τα πρωτεία κινδυνεύει να τα χάσει. Ειδικά οι ΗΠΑ οι
οποίες είναι η ηγέτιδα δύναμη σε όλους τους τομείς της έρευνας, της
καινοτομίας και των εμπορικών εφαρμογών τους θα βρουν μπροστά τους έναν πολύ
σκληρό οικονομικό ανταγωνιστή ο οποίος βέβαια θα χρησιμοποιήσει την τεχνολογική
του ανάπτυξη πέραν της οικονομικής σφαίρας για να αναβαθμίσει τη στρατιωτική
του ισχύ. Τεχνολογία και στρατιωτική ισχύς είναι άρρηκτα συνδεδεμένες και
όποιος έχει την τεχνολογική πρωτοπορία υπήρξε ιστορικά ο νικητής. Η ραγδαία
ανάπτυξη της Κινεζικής τεχνολογίας θα επιφέρει ένα πλήγμα στο οικονομικό
σύστημα το οποίο έχτισαν οι ΗΠΑ μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μέσω
αυτού ελέγχουν εν πολλοίς την παγκόσμια οικονομία αλλά κινδυνεύουν να χάσουν τα
προνόμια τα οποία κατέχουν (όπως να επιβάλουν οικονομικές κυρώσεις και να
τιμωρούν όσους τις παραβιάζουν) και να βρεθούν ουραγοί ή σε ισοδυναμία με την
Κίνα. Αυτό θα τους στερούσε την αυτονομία των αποφάσεων τόσο για την εξωτερική
τους πολιτική όσο και για την εσωτερική η οποία θα έπρεπε να υποστεί τους
περιορισμούς της οικονομικής της υστέρησης.
Πως μπορεί
να αξιολογηθεί αυτός ο «εμπορικός πόλεμος»;
Ο Yukon Huang, ανώτερο
μέλος του Carnegie Endowment for International Peace έγραψε σε
ένα άρθρο γνώμης στο Coaxin, ένα
κινεζικό μπλογκ ειδήσεων: «Ο πρόσφατος εμπορικός πόλεμος μεταξύ των ΗΠΑ
και της Κίνας δεν είναι για το εμπόριο. Αυτός ο πόλεμος είναι για την
προστασία της τεχνολογικής υπεροχής η οποία έκανε τις ΗΠΑ την παγκόσμια
κυρίαρχη οικονομική δύναμη.» Ο Pablo Escobar, διεθνούς εμβέλειας αρθρογράφος σε διεθνή έντυπα πληροφόρησης και ειδήσεων
έγραψε: «Αυτός είναι ένας πόλεμος που θα κρατήσει 50 χρόνια.» Ο David Goldman, ένας άλλος
διεθνολόγος και οικονομικός αναλυτής περιγράφει αυτόν τον πόλεμο ως «sitzkrieg», δηλαδή πόλεμος θέσεων όπως το 39-40, δηλαδή πριν αρχίσει ο πραγματικός
πόλεμος και όχι ως «blietzkrieg», τη φάση
της θερμής σύγκρουσης με όποιες συνέπειες αυτή συνεπάγεται. Στην προκειμένη
περίπτωση ένας θερμός πόλεμος έχει αποφευχθεί μέχρι τώρα, ευτυχώς,
ξεπερνώντας τις κρίσεις, όπως της Κούβας, η λαθών και παραλείψεων και αυτό έχει
αποφευχθεί λόγω των πυρηνικών όπλων. Αυτός είναι και ο λόγος που η πρόσφατη
γεωοικονομική σύγκρουση Κίνας-ΗΠΑ θα μείνει για μεγάλο διάστημα μόνο στο
επίπεδο των οικονομικών και διπλωματικών συγκρούσεων.
Η συνέχεια
παίζεται στην Κορεατική Χερσόνησο.
Δεν πρόλαβε
ο ΥΠΕΞ των ΗΠΑ Πομπέο να κατέβει από το αεροπλάνο που τον μετέφερε από την
Πιονγκ-Γιανγκ στο Ανόι στις 7/7/2018 (μια μέρα μετά την επιβολή δασμών στην
Κίνα) και το Πρακτορείο Ειδήσεων της Β. Κορέας ανέφερε πως οι ΗΠΑ χρησιμοποιούν
«γκανγκστερικές» πρακτικές για να πετύχουν την αποπυρηνικοποίησή της. Ο Πομπέο
δεν αντέδρασε βίαια, απλώς υπέδειξε το Βιετνάμ ως παράδειγμα το οποίο πρέπει να
ακολουθήσει η Β. Κορέα για συνεργασία και ανάπτυξη.
Η άμεση
αντίδραση του Lindsay Graham, Αμερικανού γερουσιαστή μέλος επιτροπών εξωτερικών και άμυνας της
Γερουσίας ήταν: «βλέπω κινεζικό δάκτυλο πίσω από αυτό.» Στις 9/7 ο ίδιος
ο Τραμπ έστειλε μήνυμα λέγοντας περίπου το ίδιο. Οι αναλυτές άρχισαν να
τεκμηριώνουν την υπόθεση προβάλλοντας την προσπάθεια της Κίνας να παρέμβει στις
συνομιλίες Β. Κορέας και ΗΠΑ για γεωστρατηγικούς λόγους γύρω από την Κορεατική
Χερσόνησο και την Ιαπωνία.
Ο
συγχρονισμός των δύο γεγονότων της 6ης και 7ης Ιουλίου
δεν είναι καθόλου τυχαίος. Η Κίνα προειδοποιεί τις ΗΠΑ και τον ίδιο τον Τραμπ
ότι ο εμπορικός πόλεμος θα έχει και άλλες συνέπειες. Για τον ίδιο τον Τράμπ
θέτει ένα ερώτημα για τις ικανότητές του γιατί αυτός προσπάθησε να πουλήσει τον
εαυτό του ως τον ειδικό σε συμφωνίες οι οποίες λύνουν προβλήματα δεκαετιών.
Τα
λάθη της Αμερικανικής πολιτικής και τα συμπεράσματα για τον «εμπορικό
πόλεμο» ΗΠΑ-Κίνας.
Ο Πρόεδρος
Τραμπ ξεκίνησε έναν εμπορικό πόλεμο στοχεύοντας στην ουσία σε μια επίθεση στο
μέλλον και τη θέση της Κίνας στην παγκόσμια τάξη ή αταξία πραγμάτων. Η αρχική
φάση ξεκίνησε με επίθεση στον τεχνολογικό κλάδο. Ξεκίνησε με την τιμωρία της
κινεζικής εταιρίας τηλεπικοινωνιών ZTE η οποία
εξήγαγε τηλέφωνα σε Ιράν και Β. Κορέα παραβιάζοντας το Αμερικανικό εμπάργκο. Η
εταιρία αυτή χρησιμοποιούσε τσιπ της Αμερικανικής Qualcomm. Η τιμωρία ήταν ένα πρόστιμο 1,9δις δολάρια τα οποία μετά από παρέμβαση
του Προέδρου Ξι φαίνεται να μειώνεται. Μέρος της τιμωρίας ήταν η απαγόρευση
πώλησης τσιπ από την αμερικανική εταιρία προς την κινεζική πράγμα που θα
οδηγούσε την τελευταία σε χρεωκοπία. Αμερικανοί πολιτικοί θεωρούν πως η
κινεζική εταιρία αποτελεί κίνδυνο κατά της ασφάλειας των ΗΠΑ διότι με την
παρουσία της στην αμερικανική αγορά μπορεί να κατασκοπεύει υφαρπάζοντας
τεχνολογία και προσωπικά δεδομένα. Οι ΗΠΑ επέβαλαν σώμα επιθεωρητών στην
εταιρία και αλλαγή του ΔΣ, απαιτήσεις που έγιναν δεκτές. Το ζήτημά της δεν έχει
λήξει ακόμα. Μετά τις τελευταίες εξελίξεις είναι πολύ πιθανόν όλα αυτά να ανατραπούν
και η εταιρία να κλείσει. Το ζήτημα αυτό αποδεικνύει το πόσο σημαντικό
είναι το ζήτημα των τσιπς στον πόλεμο αυτό γιατί απλούστατα ο σκοπός των
Κινέζων είναι να είναι αυτάρκεις σε τσιπ τηλεπικοινωνιών και υπολογιστών μέχρι
το 2025. Για το στόχο αυτό οι ειδικοί υπολογίζουν πως απαιτούνται επενδύσεις
ύψους 200δις δολαρίων και μια πενταετία. Για να καλυφθεί ένα κενό μέχρι τότε,
αν οι ΗΠΑ κηρύξουν εμπάργκο στα τσιπ, οι μόνοι παραγωγοί οι οποίοι μπορούν να
υποκαταστήσουν τους Αμερικανούς είναι οι Νοτιοκορεάτες και οι Ταϊβανέζοι.
Τα παραπάνω
καταδεικνύουν πως ο «εμπορικός» αυτός πόλεμος έχει παραμέτρους υπαρξιακών
αναγκών και σχεδιασμών και για την Κίνα και για τις ΗΠΑ. Σύμφωνα με αυτό το
σκεπτικό οι ΗΠΑ θα έπρεπε να πάνε σε μια τέτοια αναμέτρηση έχοντας στο πλευρό
τους τούς συμμάχους τους και όχι να βρίσκονται σε αντιπαράθεση με αυτούς, και
μάλιστα απειλώντας με νέους δασμούς ειδικά την Γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία.
Δεύτερο λάθος σχεδιασμού μιας τέτοιας πολιτικής είναι πως οι ΗΠΑ με την
κρίση στην Ουκρανία, δική τους επιλογή και αυτή, αποξένωσαν τη Ρωσία την οποία
έριξαν στην αγκαλιά της Κίνας. Τρίτον, με την απόσυρση από τη συμφωνία με το
Ιράν αύξησαν την καχυποψία και εχθρών αλλά και φίλων για την προσήλωσή τους σε
συμφωνίες. Η Ιρανό-Αμερικανική κρίση έχει και μια άλλη παράμετρο: την τιμή του
πετρελαίου. Μια άνοδος της τιμής αυξάνει τα έσοδα της Ρωσίας, δηλαδή μειώνει τα
αποτελέσματα του Αμερικανικού εμπάργκο και κάνει τη Ρωσία πιο τολμηρή. Οι
αντιφάσεις ακολουθούν η μία την άλλη.
Πριν από τη
Σύνοδο του ΝΑΤΟ ο Τραμπ επετέθη στη Γερμανία επειδή κατασκευάζει τον νέο
αγωγό φυσικού αεριού με τους Ρώσους και την κατηγόρησε πως εξαρτάται από τη
Ρωσία για την προμήθειά της σε ενέργεια. Την ημέρα της συνόδου ζήτησε από τα
μέλη της συμμαχίας να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες τους από το 2% στο 4% του
ΑΕΠ. Έγινε μάλιστα γνωστό πως ο Τραμπ απείλησε πως αν οι σύμμαχοι δεν
συμμορφωθούν άμεσα με την αύξηση τουλάχιστον μέχρι 2% του ΑΕΠ θα αποσύρει τις
ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ. Αυτό αργότερα το αναίρεσε. Μια στο καρφί και μια στο πέταλο. Η
αξιοπιστία των ΗΠΑ πλήττεται σοβαρά σε πολιτικό, διπλωματικό επίπεδο αλλά και
σε επίπεδο Ευρωπαϊκής κοινής γνώμης. Αλλά εδώ εγείρεται ένα ερώτημα. Το αίτημα
του Τραμπ απευθύνεται προς το Αμερικανικό Σώμα ή πρόκειται για κάτι ουσιαστικό;
Δηλαδή, εναντίον τίνος θα γίνουν αυτοί οι εξοπλισμοί; Προφανώς εναντίον της
Ρωσίας. Εναντίον της Ρωσίας στρατιωτικά ή οικονομικά, αντιγράφοντας την
πολιτική Ρήγκαν; Την ίδια στιγμή θα συναντήσει τον Πρόεδρο Πούτιν σε λίγες
μέρες στη Φινλανδία. Τί άραγε θα συζητήσει μαζί του; «Υποχώρησε γιατί αλλιώς… ή
έλα να τα βρούμε» αλλά σε ποιον τομέα και με τι όρους;
Το γενικό
συμπέρασμα είναι θλιβερό. Η αμερικανική εξωτερική πολιτική είναι άκρως
αντιφατική διότι τα μέσα και οι σκοποί δεν συνάδουν ώστε να επιτευχθεί ένα
αίσιο αποτέλεσμα. Η προσπάθεια του περιορισμού της ανόδου της Κίνας για πολλούς
επαΐοντες είναι ανεδαφική γιατί έρχεται να επιτευχτεί πολύ αργά στον κύκλο της
Κινεζικής ανάπτυξης. Ήδη η Κίνα είναι πολύ μεγάλη για να οπισθοχωρήσει και να
υποκύψει σε ένα τέτοιο γενικό πόλεμο κατά των στόχων της να γίνει μια μεγάλη
παγκόσμια δύναμη σε όλους τους τομείς.
Τα λάθη μιας
αντιφατικής πολιτικής σε τόσο ζωτικής σημασίας θέματα τα οποία επηρεάζουν τις
ζωές όλων μας, σε Ανατολή, Δύση, Βορά και Νότο μπορεί δυνητικά να οδηγήσουν σε
ανεξέλεγκτες καταστάσεις κυρίως στη Νότιο Κινεζική Θάλασσα και την Κεντρική
Ασία, όπου η παρουσία των Αμερικανών και του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν μπορεί να
θεωρηθεί πρόκληση και για την Κίνα και για τη Ρωσία. Δυστυχώς στην παρούσα φάση
της ιστορίας δεν μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι αλλά να έχουμε την ελπίδα να
πρυτανεύσει ο φόβος μιας θερμής ανεξέλεγκτης σύγκρουσης. Η ελπίδα βέβαια μπορεί
να είναι τελικά μόνον μια αβάσιμη επιθυμία. Ο «εμπορικός πόλεμος» μπορεί να
οδηγήσει σε κρίση χειρότερη από αυτήν της Κούβας.
Η πρόβλεψη
του Καστοριάδη έρχεται να επαληθευθεί με τον πιο εμφατικό τρόπο. Δυστυχώς όλες
οι αρνητικές προβλέψεις που κατά καιρούς έχουν γίνει δεν έχουν γίνει σχεδόν
ποτέ αντικείμενο μελέτης για πολιτικές δράσεις. Είναι πολύ πιο εύκολο να πετάμε
το μπαλάκι στους μελλοντικούς ηγέτες ή στο μελλοντικό εκλογικό σώμα παρά να
βάζουμε τα δύσκολα ερωτήματα εδώ και τώρα. Αυτό είναι το θέμα που θα με
απασχολήσει στη συνέχεια.
.
:
: