του Κώστα Μελά.
Η εικόνα του εθνικού παρελθόντος αποτελεί μέρος της
αυτοεικόνας κάθε λαού. Είναι εντελώς συνηθισμένο, στα έθνη γενικά, οι
άνθρωποι να γαλουχούνται με αντιλήψεις
αναφορικά με την αξία και τη σπουδαιότητα του έθνους τους οι οποίες
πλειοδοτούσαν κατά πολύ έναντι κάθε νηφάλιας αποτίμησης στηριζομένης στα αντικειμενικά δεδομένα. Δεν θα μπορούσε
να είναι διαφορετικά τα πράγματα στην Γερμανία.
Όπως συμβαίνει παντού, έτσι και στη Γερμανία, το ρεαλιστικό
αίσθημα υπερηφάνειας για τα εθνικά επιτεύγματα και τα εθνικά χαρακτηριστικά
τους μεταλλάχθηκε ανεπαίσθητα σε μια
υπερηφάνεια η οποία αφορούσε κατορθώματα και γνωρίσματα υπερμεγεθυμένα ή και
εντελώς φανταστικά.
Όμως , στην Γερμανία, για
κοινωνιοεξελικτικούς και
πολιτισμικούς λόγους δημιουργήθηκε μια
κατάσταση στην οποία το επίπεδο της εθνικής αυτοσυνείδησης ανάμεσα στην
υπερηφάνεια και στην αλαζονεία παρέμεινε σχετικά επισφαλής και ευάλωτη.
Η μετεξέλιξη της Γερμανίας, αρχικά σε ενιαίο απολυταρχικό κράτος και κατόπιν σε ενιαίο εθνικό κράτος,
συντελέστηκε με πολύ βραδείς ρυθμούς και με μεγάλη καθυστέρηση σε σχέση με άλλα
υπόλοιπα ευρωπαϊκά απολυταρχικά ή εθνικά κράτη.
Τα ανερχόμενα
γερμανικά μεσαία στρώματα , αισθανόμενα μειονεκτικά έναντι των αντίστοιχων αγγλικών και
γαλλικών, λόγω της αργοπορημένης ανάπτυξής
τους, στράφηκαν στην ανάδειξη ορισμένων συλλογικών επιτευγμάτων σε τομείς της
λογοτεχνίας, της φιλοσοφίας, της μουσικής και άλλων τεχνών – δηλαδή σε αυτό που
ονομάστηκε γερμανική Kultur (σε αντίθεση με τον όρο civilization που χρησιμοποιούν οι
αγγλοσάξονες).
Σε σύγκριση με άλλες χώρες (πχ Αγγλία) οι Γερμανοί διέθεταν
μια αόριστη εικόνα για την πατρίδα τους και τα εθνικά χαρακτηριστικά της. Δεν
υπήρχε κάποιος «τρόπος ζωής» ο οποίος να λογίζεται στη σκέψη και στον λόγο ως
χαρακτηριστικά γερμανικός. Το μόνο ειδικά γερμανικό ήταν μια γενική
κοσμοθεώρηση, ένας ιδιαίτερος τύπος πεποιθήσεων, και τίποτε παραπάνω.
Έτσι ο Γερμανός κυρίως
αισθανόταν αυτή την αξία και ελάχιστα
την βίωνε στην καθημερινή του πραγματικότητα. Δεν απόρρεε δηλαδή, από την γερμανική
αυτοεικόνα , τίποτε που να μπορεί να ληφθεί ως κανόνας πρακτικής καθοδήγησης
στην καθημερινή ζωή , με αποτέλεσμα οι Γερμανοί να βασίζονται μόνο στις
ατομικές τους προσλήψεις. Δεν συνδεόταν
μ’ έναν συγκεκριμένο κώδικα διαγωγής που να παρέχει στα άτομα ένα μέτρο σχετικά
σταθερό, εσωτερικευμένο υπό τη μορφή ενός στρώματος της ατομικής τους συνείδησης,
με βάση το οποίο θα έκριναν τους άλλους και τον εαυτό τους.
Την εθνική συνείδηση εκτός από αίσθηση , η μεγάλη μάζα των
Γερμανών, την βίωνε κυρίως σε εορτασμούς , επίσημες αργίες και προπαντός σε κρίσεις και καταστάσεις
κινδύνου. Σε αυτές τις στιγμές ο
γερμανικός λαός συνειρμικά οδηγούνταν σε μια εθνική ανάταση η οποία συνόρευε με
το ιερό με έντονα μυστικιστικά στοιχεία. Κατά τη διάρκεια αιώνων απολυταρχικής
εξουσίας, οι Γερμανοί είχαν καλλιεργήσει μια σιωπηρή λαχτάρα για εθνικά ιδεώδη,
πεποιθήσεις , βασικές αρχές και πρότυπα.
Σε ομαλές περιόδους η
μεγάλη ιδεατή εικόνα της Γερμανίας βρισκόταν στο παρασκήνιο. Έδινε λίγη απ’ τη
λάμψη της στη ζωή του γερμανικού λαού τις μέρες γιορτής. Έριχνε όμως και μια
βαριά σκιά. Η εικόνα αυτή ήταν τόσο εξυψωμένη, ώστε πολλοί Γερμανοί θεωρούσαν
τα καθημερινά δρώμενα της πολιτικής ζωής αποκρουστικά και ασήμαντα.
Το βαθύ χάσμα ανάμεσα στο ιδανικό και στην πραγματικότητα,
ανάμεσα στο εξαιρετικό και στο κανονικό, είχε κι απ’ αυτή την άποψη ευρύτατες
συνέπειες: η πραγματικότητα και η κανονικότητα απαξιώνονταν ως ασήμαντες και
ανούσιες.
Την συγκεκριμένη τάση
των Γερμανών να αναζητούν ένα συλλογικό ιδανικό έξω από την καθημερινή ζωή την
ενίσχυε και, στην πραγματικότητα, την αναπαρήγε η εικόνα ενός τάχα χαμένου
εθνικού μεγαλείου.
Αυτό συνέβαινε διαμέσου της εξιδανικευμένης εικόνας του
ισχυρού Ράιχ του παρελθόντος , την οποία κάθε Γερμανός και κάθε Γερμανίδα είχαν
αφομοιώσει ως μέρος της ταυτότητάς τους και η οποία αποτελούσε μέρος της
απάντησης στο ερώτημα: «Τι είμαι ως Γερμανός;».
Αυτό το Ράιχ, αυτή η ιδεατή εικόνα της Γερμανίας,
επανερχόταν σταθερά ως σημείο αναφοράς για χειροπιαστή δράση σε κρίσιμες
καταστάσεις. Αποτελούσε σύμβολο πίσω απ’ το οποίο συσπειρώνονταν οι Γερμανοί.
Κινητοποιούσε ισχυρές συναισθηματικές δυνάμεις. Η πραγματική και η ιδεατή
Γερμανία έρχονταν πιο κοντά. Κάποιες φορές, για σύντομο διάστημα, έφτασαν
σχεδόν να ταυτιστούν. Σε τέτοιες καταστάσεις, η απολυτότητα και η αδιαλλαξία
του γερμανικού εθνικού ιδανικού δικαιώνονταν πλήρως.
Όταν το ζήτημα είχε να κάνει με την αποκατάσταση της παλαιάς δόξας της
Γερμανίας η πραγματική πολιτική κατάσταση μπορούσε να παραγνωριστεί πλήρως.
Ήταν αδιανόητο να υπάρξει η οποιαδήποτε υποχώρηση.
Ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των Γερμανών, τα οποία
έχουν θεωρηθεί ως επικίνδυνα (ισχυρή δόση επιθετικότητας και
καταστρεπτικότητας) οφείλονται
περισσότερο σε μια τάση που έχει ενσταλαχτεί στους Γερμανούς, όχι μόνο
από την παράδοση συμπεριφορών τους, αλλά και από την παράδοση συμπεριφορών
τους, αλλά και την συνδυαστική επίδραση των επαναλαμβανόμενων ιστορικών
βιωμάτων, της εκπαίδευσης και της προπαγάνδας- στην τάση τους, σε κρίσιμες
καταστάσεις, όταν γινόταν επίκληση του υπερμεγεθυμένου ιδεατού «εμείς» τους ,
να ενεργούν στο όνομα της Γερμανίας τόσο τυφλά όσο το απαιτούσε το υψηλό
ιδανικό τους, δηλαδή αδιαφορώντας για αυτό που οι άλλοι αποκαλούσα «σκληρή
πραγματικότητα», δίχως να λογαριάζουν τις συνέπειες για τους υπόλοιπους και για
τους εαυτούς τους. Στο βωμό της ιδεατής Γερμανίας τα πάντα φαίνονταν δυνατά κι
επιτρεπτά.
Ο πατριωτισμός των
Γερμανών είναι κατά βάση ρομαντικός. Και για αυτό επικίνδυνος.