Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2012

Η κατάρρευση του Κανόνα Χρυσού – Συναλλάγματος.


του Κώστα Μελά.

Η κατάρρευση του Κανόνα Χρυσού - Συναλλάγματος (Gold Exchange Standard) συντελέσθηκε ουσιαστικά με την αποχώρηση της Μ. Βρετανίας τις 21 Σεπτεμβρίου 1931. Στις 25 Μαΐου 1925 η στερλίνα επέστρεψε  στο μηχανισμό του Κανόνα Χρυσού - Συναλλάγματος  με την προπολεμική ισοτιμία έναντι του δολαρίου που ήταν της τάξεως των 4,86 δολαρίων. Πρόκειται για την επιβολή  της συγκεκριμένης ισοτιμίας η οποία αντανακλούσε κατά τρόπο απόλυτο την  άποψη του Διοικητή της Τραπέζης της Αγγλίας Montagu Norman ,η οποία τόσες πολλές κριτικές έχει δεχτεί από τότε. Οι περισσότερες κριτικές συγκλίνουν στο ότι η επιλεγείσα ισοτιμία ήταν πολύ υπερτιμημένη σε σχέση με τις παραγωγικές ικανότητες της ΜΒ . Έχω την εντύπωση, όμως,  ότι το πρόβλημα συνίστατο στην επιλογή οποιασδήποτε  ισοτιμίας. Ουσιαστικά ήταν λανθασμένη η επιλογή οποιασδήποτε σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας.
 Με την επιστροφή της στερλίνας στο μηχανισμό , ουσιαστικά ενδυνάμωσε και έθεσε σε πραγματική λειτουργία το μηχανισμό με τη σταδιακή είσοδο σειράς νομισμάτων. Μέχρι τότε  ελάχιστα νομίσματα – των ΗΠΑ και του Μεξικού – ήταν συνδεδεμένα με τον χρυσό. Στα τέλη του 1928 ο αριθμός των νομισμάτων που είχαν εισέλθει στο μηχανισμό ήταν 31. Μεταξύ αυτών και η δραχμή.
Έως το τέλος της άνοιξης του 1931, η ύφεση από πολλές πλευρές, εμφανιζόταν ως μια συνηθισμένη κατάσταση η οποία μπορούσε να ερμηνευτεί με βάση τη θεωρία των οικονομικών και των επιχειρησιακών κύκλων.  Ένας αριθμός από τις χώρες παραγωγής πρωτογενών προϊόντων είχαν εγκαταλείψει τον κανόνα χρυσού, αλλά καμία από τις μεγάλες χώρες δεν είχε εκφρασθεί εναντίον του. Έτσι ο κανόνας χρυσού αποτελούσε το αποδεκτό πλαίσιο στη Δυτική Ευρώπη και την Αμερική. 
Η εγκατάλειψη του συστήματος από τη αγγλική στερλίνα , την  οδήγησε σε υποτίμηση της αξίας της σε σχέση με τα νομίσματα που ακόμα βασίζονταν στον Κανόνα  Χρυσού. Για να μην υποστούν απώλειες στις εμπορικές τους συναλλαγές , λόγω αυτής  της υποτιμήσεως  πολλές  χώρες ακολούθησαν αμέσως την Μ. Βρετανία καταργώντας τον Κανόνα Χρυσού. Στο τέλος του 1932,  32 χώρες  είχαν αποχωρήσει από το σύστημα και είχαν εισέλθει σε καθεστώς ελεύθερης διακύμανσης των νομισμάτων τους σε σχέση με τον χρυσό:  , οι Σκανδιναβικές χώρες , η  Πορτογαλία, η Αίγυπτος, σχεδόν ολόκληρη η Λατινική Αμερική , η Ιαπωνία και όλες Βρετανικές αποικίες ή χώρες της Κοινοπολιτείας  εκτός από τη Νότια Αφρική . Μόνο η Γαλλία και οι ΗΠΑ από όλα τα μεγάλα έθνη, και το Βέλγιο, η Ολλανδία και Ελβετία από τα μικρότερα κράτη διατηρούσαν  τον Χρυσό Κανόνα.
Αφού η Βρετανία άφησε τον χρυσό τον Σεπτέμβρη του 1931, ο διεθνής πανικός και οι ασφυκτικές πιέσεις συγκεντρώθηκαν  στις ΗΠΑ . Μέχρι τα τέλη του Ιουνίου 1932  περίπου  $2000 εκατ. σε χρυσό εγκατέλειψαν  την χώρα . Για να σταματήσει η κρίση οι Αμερικανικές νομισματικές αρχές αναγκάστηκαν να  εφαρμόσουν μια βίαιη αντιπληθωριστική πολιτική κάτι που οδήγησε στην περαιτέρω αύξηση της ανεργίας και σε  ακόμα βαθύτερη πτώση του ΑΕΠ.  Η εγκατάλειψη της σταθερής ισοτιμίας του δολαρίου έναντι του χρυσού  κρίθηκε ότι αποτελούσε το αναγκαίο μέσο το οποίο μαζί με την συστηματική κυβερνητική παρεμβατική  δράση θα προσέφερε  ανακούφιση στις ζοφερές  οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες  που υπήρχαν στο εσωτερικό της χώρας  πέρα  από κάθε επιφανειακή δυσκολία  του ισοζυγίου πληρωμών. Τελικά, στις 20 Απριλίου 1933, οι ΗΠΑ εγκατέλειψαν τη σταθερή ισοτιμία του δολαρίου με τον χρυσό . Η εγκατάλειψη του χρυσού από τις ΗΠΑ συνιστά  το τυπικό τέλος του Χρυσού Κανόνα.
 Τον επόμενο χρόνο εμφανίζεται ένας  αριθμός από περιφερειακά νομισματικά συστήματα τα οποία πολώνονται  γύρω από μερικές μεγάλες βιομηχανικές δυνάμεις . Έτσι παρουσιάζονται  νομισματικοί μηχανισμοί γύρω από τη στερλίνα, που συγκεντρωνόταν στη Βρετανία, γύρω από το δολάριο, που είχε επικεφαλή τις ΗΠΑ και αποτελείτο κυρίως  από τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, τον νομισματικό μηχανισμό  της κεντρικής και βορειοανατολικής Ευρώπης στον οποίο η Γερμανία έπαιζε  ηγετικό ρόλο, τη νομισματική περιοχή του γεν στην Άπω Ανατολή η οποία κυριαρχείτο από την Ιαπωνία, και το χρυσό  bloc στη δυτική Ευρώπη. Τα απομεινάρια του Χρυσού Κανόνα δεν είχαν μακροχρόνια ύπαρξη. Όσο η πτώση του διεθνούς εμπορίου  συνεχιζόταν και οι πιέσεις του ισοζυγίου πληρωμών αυξάνονταν , άρχιζαν οι αμφιβολίες για την ικανότητα των χωρών του κανόνα χρυσού να αντέξουν και να μην προβούν στην εγκατάλειψη της σταθερής ισοτιμίας με τον χρυσό , υποτιμώντας τα νομίσματά τους.  Ως αποτέλεσμα ήταν η αύξηση της επιθετικής  κερδοσκοπίας. Το Βέλγιο ήταν το πρώτο που υποτίμησε το νόμισμα του 28% τον Μάρτιο του 1935. Τα άλλα μέλη του χρυσού bloc ακολούθησαν στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1936. Η Γαλλία υποτίμησε 30% και η Ελβετία περίπου με το ίδιο ποσοστό. Η Δανία περίπου στο 20,0% .
Το πρώτο συμπέρασμα το οποίο συνάγεται από  την κατάρρευση του συστήματος Κανόνα  Χρυσού  Συναλλάγματος, είναι ότι αυτή οφείλεται στην αποχώρηση από το σύστημα του νομίσματος – πυλώνα , της αγγλικής στερλίνας. Όπως είδαμε και πριν από  την αποχώρηση της στερλίνας είχαμε νομίσματα περιφερειακών – μικρών χωρών , τα οποία είχαν ήδη αποχωρήσει αλλά και μετά είχαμε νομίσματα που επιχείρησαν  να διατηρήσουν  τη σταθερή τους ισοτιμία με τον χρυσό . Όμως το σύστημα ουσιαστικά διαλύθηκε με την αποχώρηση της αγγλικής στερλίνας. Δηλαδή του νομίσματος της κυρίαρχης μέχρι τότε χώρας στο διεθνή προσκήνιο.
Όμως τι είναι αυτό που οδήγησε την Μ. Βρετανία  να αποσύρει το νόμισμά της από ένα μηχανισμό που η ίδια επέβαλλε τον 19ο αιώνα και πρωταγωνίστησε στην επαναφορά του στις αρχές της δεκαετίας του 1920; Η απάντηση δεν μπορεί να είναι άλλη  από ότι η απόσυρση συνδέεται ευθέως με το υπερβάλλον  κόστος που προκαλεί η διατήρηση της σταθερής ισοτιμίας στην οικονομική αποτελεσματικότητα   σε μια τυπική ανάλυση κόστους – οφέλους.

Πράγματι , στα διάφορα υπομνήματα που παρουσίασαν  την  περίοδο του 1931 οι διοικούντες την Τράπεζα της Αγγλίας, αναφέρονταν συστηματικά και επανειλημμένα στο μεγάλο κόστος  που προκύπτει από τη διατήρηση της στερλίνας στον κανόνα χρυσού. Σε τι συνίστατο αυτό το μεγάλο κόστος για την Τράπεζα της Αγγλίας; Είναι πρόδηλο ότι για την κεντρική τράπεζα αυτό που την ενδιέφερε πρωτίστως ήταν η κατάσταση του χρηματοπιστωτικού τομέα της χώρας. Η ακολουθούμενη οικονομική πολιτική της δημοσιονομικής  προσαρμογής που ακολουθούσε μέχρι τότε η δεύτερη κυβέρνηση  συνασπισμού Ramsay MacDonald ( αποτελούμενη από τα κόμματα :  Εργατικό – Συντηρητικό- Φιλελεύθερο – Εθνικοφιλελεύθερο ) ήταν απολύτως αποδεκτή από την Τράπεζα της Αγγλίας .  Μάλιστα σύμφωνα με τις θεωρητικές απόψεις που επικρατούσαν τότε ( αλλά και σήμερα)…το πρώτο πράγμα που κοιτούν οι ξένοι επενδυτές είναι η κατάσταση του προϋπολογισμού της χώρας.  Εκείνο που προβλημάτιζε την Τράπεζα της Αγγλίας  ήταν η τρομακτική έκθεση του χρηματοπιστωτικού συστήματος της χώρας από πιθανές  απότομες αποσύρσεις των τοποθετημένων ξένων κεφαλαίων στη χώρα λόγω της υποτίμησης της στερλίνας. Αν συνέβαινε αυτό αυτομάτως σειρά από τράπεζες κυρίως οι επενδυτικές θα βρίσκονταν στο χείλος της καταστροφής. Συγχρόνως το αγγλικό χρηματοπιστωτικό σύστημα ήταν παγιδευμένο λόγω της μεγάλης έκθεσής του στις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης και των μεγάλων πιέσεων που δέχονταν από την παγκόσμια κοινότητα να μην επιχειρήσουν να αποσύρουν τα κεφάλαια τους από την Γερμανία λόγω της απειλής για παγκόσμια καταστροφή.  Παράλληλα νέα προβλήματα είχαν προκύψει  από σειρά προβληματικών  επιχειρήσεων κυρίως  υφαντουργικές , οι οποίες λόγω της ύφεσης αδυνατούσαν να ικανοποιήσουν τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις τους. Η εγκατάλειψη του χρυσού κανόνα από τη στερλίνα οφείλεται πρωταρχικά στις ανησυχίες για τη σταθερότητα του αγγλικού χρηματοπιστωτικού συστήματος.

ΚΩΣΤΑΣ ΜΕΛΑΣ     01.09.2012.