του Κώστα Μελά.
Η απάντηση στο ερώτημα είναι ότι δεν μπορούμε. Κανείς δεν είναι
διαθέσιμος να συζητήσει. Όμως περισσότερο κανείς δεν είναι διαθέσιμος να
ακούσει. Δυστυχώς αυτή είναι η πραγματικότητα. Παρόλα αυτά εμείς θα
επιχειρήσουμε να μιλήσουμε απλά , διότι το να μιλάς απλά είναι το δύσκολο. Το
κείμενο που ακολουθεί περιλαμβάνει τρεις ενότητες. Η πρώτη είναι αφιερωμένη στα προβλήματα πολιτικής
θέσμισης της ΕΕ. Η δεύτερη αντίστοιχα αναφέρεται στην οικονομική διαδικασία
θέσμισης της ΕΕ. Το τρίτο στην Ελλάδα και στην ΕΕ.
Α. Η πορεία πολιτικής θέσμισης της ΕΕ .
Η μέχρι σήμερα πορεία προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση πραγματοποιήθηκε
χωρίς ποτέ να αντιμετωπισθούν οι θεμελιώδεις αντιθέσεις στο εσωτερικό της ΕΕ.
Θεμελιώδεις και πάγιες αντιθέσεις , όχι απλές αποκλίσεις θέσεων , ποικιλία
απόψεων ή έστω ιδεολογικές συγκρούσεις. Τις αντιθέσεις αυτές οι ευρωπαϊκές
πολιτικές ελίτ με την μέχρι σήμερα ακολουθούμενη διαδικασία για την ευρωπαϊκή
ολοκλήρωση δεν θέλησαν να αντιμετωπίσουν. Παραμερίστηκαν με επιμέλεια ,
κρύφτηκαν κάτω από το χαλί. Η προώθηση της ολοκλήρωσης ουσιαστικά στηρίχθηκε σε
«μη-λύση» των βασικών προβλημάτων. Αυτή η λογική της ολοκλήρωσης ήταν απολύτως
σύμφωνη με τη «μέθοδο Μονέ» η οποία
στηρίζεται ως γνωστό ,στην αλληλουχία κρίσεων. Με τα ίδια τα λόγια του Μονέ «Η
Ευρώπη θα συντίθεται μέσω κρίσεων και δεν θα είναι παρά το άθροισμα των λύσεων
που η ίδια θα φέρει στις λύσεις αυτές» Η κρίση αποτέλεσε πάντοτε ανάγκη γιατί
μόνο έτσι η λύση , ο τελικός συμβιβασμός επεκτεινόταν και σε άλλους τομείς ,
διευρύνοντας το φάσμα των τομέων της από κοινού δράσης , βαθαίνοντας την
ολοκλήρωση. Αποτέλεσμα αυτής της νεολειτουργικής λογικής ήταν και η
διαμόρφωση των ευρωπαϊκών θεσμών κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο με προεξάρχουσα
την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση υπήρξε προϊόν μιας συνωμοσίας των πολιτικών ελίτ.
Οι ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ αντελήφθησαν εγκαίρως ότι η επέκταση της
ενοποίησης σε χώρους που παράγουν σύγκρουση και όχι συναίνεση , εκεί δηλαδή
όπου διακυβεύεται η ίδια η αυτονομία των κρατών , όπως στους χώρους της «υψηλής
πολιτικής» θα υπονόμευε την επιχειρησιακή ικανότητα της υπερεθνικής μεθόδου να
ορίσει το κοινό συμφέρον και να το αναδείξει μέσα από συντονισμένες μορφές
συλλογικής δράσης.
Βασίσθηκε στην παθητική συναίνεση
των πολιτών των ευρωπαϊκών χωρών , οι οποίοι θεώρησαν κατ’ αρχάς αδιάφορα τα γενόμενα λόγω της
σαφούς έλλειψης ενημέρωσης δεδομένου ότι οι διαδικασίες προώθησης της
ολοκλήρωσης γίνονταν (και γίνονται ) «εξ’ υφαρπαγής», δευτερευόντως επειδή φαίνεται ότι «πείσθηκαν» μέσω μιας βασικής
υπόσχεσης εκ μέρους των ευρωπαϊκών πολιτικών ηγεσιών ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση
θα έχει θετικές οικονομικές επιδράσεις στην καθημερινότητά τους και στην
γενικότερη ευημερία τους φθάνει να εγκαταλειφθεί κάθε είδος «λαϊκισμού» που
δημιουργεί μόνο προβλήματα στην οικονομία.
Αυτή η «πειθώ» οφείλεται
πρωταρχικά στα ΜΜΕ και στην ηγεμονία που αυτά ασκούν στη διαμόρφωση των
επιθυμητών αντιλήψεων. Η αίσθηση αυτή
ήταν καταλυτικά κυρίαρχη στις νεοεισερχόμενες χώρες οι οποίες
εμφανίζονται «βασιλικότερες του βασιλέως».
Όμως παρόλα αυτά , η ΕΕ , αυτό το ιδιαίτερο μόρφωμα, κατάφερε να
δημιουργήσει, με το πέρασμα του χρόνου και παρά το τεράστιο δημοκρατικό
έλλειμμα , ένα δικό του πολιτικό σύστημα
, ιδιόμορφο, με τους δικούς του κανόνες και τα δικά του θεσμικά όργανα που
νομοθετούν σ’ ένα εξαιρετικά ευρύ πεδίο, ξεκινώντας από την Οικονομία και φθάνοντας μέχρι τον χώρο της Δικαιοσύνης
, του Περιβάλλοντος και της Μετανάστευσης. Με τη διαδικασία αυτή και στα «μουλωχτά» δημιουργήθηκε ένα ευρύ θεσμικό
πλαίσιο , ένα νομικό δίχτυ που απλώθηκε πάνω από τα εθνικά κράτη υποτάσσοντας σημαντικά κομμάτια της
κυριαρχίας τους. Επομένως είναι λίγο παράδοξο σήμερα να ομιλούμε για
απουσία πολιτικής πρακτικής εκ μέρους
των πολιτικών ελίτ των ευρωπαϊκών χωρών.
Το Πολιτικόν αναπόφευκτα είναι πάντοτε παρών στις ανθρώπινες και ως εκ
τούτου και στις κοινωνικές διεργασίες.
Κατά τη διάρκεια αυτής της
περιόδου η «πολιτική» έκφραση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αποτέλεσε τη
συνισταμένη των «διακυβερνητικών» βουλήσεων των εθνικών κυβερνήσεων. Οι
βουλήσεις αυτές ,παρότι διαθλώμενες σε ένα βαθμό από την ιστορικότητα του κάθε
εθνικού κράτους, ουσιαστικά συγκλίνουν στην εγκαθίδρυση και στην διεύρυνση της εσωτερικής αγοράς ως βασικού
εργαλείου της ολοκλήρωσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η «κοινή υπόθεση» της Ευρώπης αποτέλεσε μέχρι την περίοδο αυτή, στόχο
«διακρατικών» συμφωνιών ελλείψει
μιας ενιαίας(;) πολιτικής βούλησης.
Η κατάσταση μεταβάλλεται τυπικά από την ημερομηνία ψήφισης της Ενιαίας
Πράξης (1986). Από την ημερομηνία αυτή ουσιαστικά βρισκόμαστε μπροστά
στο φαινόμενο και της «πολιτειακής» δημιουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η έννομη
συγκρότηση της – τυπικά- μετά τη συνθήκη του Μάαστριχ άρχισε να μη βασίζεται αποκλειστικά
και μόνο στις κατηγορίες του διεθνούς δικαίου. Αυτό συνεχίστηκε με τις συνθήκες
του Άμστερνταμ, της Νίκαιας και της Λισαβόνας. «Εκείνο που αποτελεί σημαντικό χαρακτηριστικό είναι ότι η μορφή που λαμβάνει η ενωσιακή διαδικασία
συνιστά (ειδικά μετά το Συμβούλιο Κορυφής
των Βρυξελλών 21/22.6.2007) μια νέα ιστορική φάση. Η ύλη της ενωσιακής διαδικασίας παρουσιάζει
πλέον, και μάλιστα σε εντεινόμενο βαθμό , χαρακτηριστικά πολιτειακής υφής…η
ενωσιακή τάξη αποκτά μια μερική συνταγματική ποιότητα… Τούτο διαπιστώνεται από το
γεγονός της άμεσης υποταγής στις
αποφάσεις της τόσο των κρατών μελών όσο και των πολιτών επιστρατεύοντας τις
αρχές οι οποίες στο πλαίσιο του κράτους νομιμοποιούν την εξουσία. Γι’ αυτό
ακριβώς και γίνεται δεκτό ότι η ευρωπαϊκή ενωσιακή τάξη αποκτά μια μερική
συνταγματική ποιότητα. Έτσι εξηγείται η προσφυγή του ενωσιακού νομοθέτη σε
έννοιες και ρυθμίσεις που ανάγονται σε κατηγορίες του κρατικογενούς ευρωπαϊκού
συνταγματικού λόγου.
Το
παρόν στάδιο , αν και παραμένει κρατικοκεντρικής έμπνευσης , στο βαθμό κατά τον
οποίο τα κράτη , μέσα από συνεργατικές νόρμες διακυβέρνησης , διατηρούν το
συνολικό πολιτικό έλεγχο σχετικά με τις εξελίξεις του κοινού συστήματος,
θεωρείται ότι αποτελεί ένα στάδιο μετάβασης προς μια ευρωπαϊκή πολιτεία.
Από
τα μέσα της δεκαετίας του ’90 καθίσταται ολοένα και πιο εμφανές ότι η ΕΕ
βρίσκεται εγγύτερα στη μορφή ενός πολιτικού συστήματος –παρά ενός , έστω και
ιδιότυπου, διεθνούς οργανισμού, - με αξιοσημείωτη ικανότητα διακυβέρνησης , στα
πλαίσια του οποίου διαμορφώνονται και εφαρμόζονται πολιτικές όπως συμβαίνει στο
εσωτερικό των συστατικών μερών.
Προβάλλεται
έτσι η θεώρηση της ΕΕ ως πολιτείας σε αντίθεση με τη μορφή της περιφερειακής
ένωσης που ασχολείται κυρίως με τη ρύθμιση θεμάτων που εμπίπτουν στη σφαίρα της
λειτουργικής διακυβέρνησης.
Η λειτουργία αυτού του μηχανισμού ουσιαστικά
σηματοδοτεί μια νέα διάσταση άσκησης της
πολιτικής : το Συμβούλιο Αρχηγών (οι 27 πρωθυπουργοί των χωρών-μελών) αποτελεί
ένα αυτονομημένο σώμα (από την εκλογική τους βάση) το οποίο αποφασίζει πολιτικά και νομοθετεί
μέσω της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του
Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στο όνομα του ήδη υπάρχοντος θεσμικού πλαισίου( που το
ίδιο είχε θεσπίσει σε παλαιότερες διαδικασίες) ενδύοντας το βεβαίως με το
ένδυμα ενός φυσικού νόμου που είναι δεδομένος και άτεγκτος. Οι ενέργειές του
είναι ουσιαστικά ανεξέλεγκτες. Ούτε τα Εθνικά Κοινοβούλια ούτε και το
Ευρωκοινοβούλιο μπορούν να ελέγξουν τις αποφάσεις αυτού του περίεργου
μορφώματος το οποίο διαθέτει νομοθετικές , εκτελεστικές και δικαστικές
αρμοδιότητες. Ακόμη και σήμερα με την σχετική διεύρυνση των αρμοδιοτήτων του
ευρωκοινοβουλίου τα πράγματα δεν έχουν
μεταβληθεί στο ποιος αποφασίζει στα ουσιώδη ζητήματα της ΕΕ. Παράλληλα και στα
ζητήματα που το ευρωκοινοβούλιο έχει ουσιαστικές αρμοδιότητες δεν είναι δυνατόν
να διαμορφωθούν εύκολα πλειοψηφίες που
να θέσουν εν αμφιβόλω τις αποφάσεις των κυβερνήσεων. Μάλιστα με το πέρασμα του
χρόνου όλο και περισσότερο θα αποκαλύπτεται ο παραπάνω τρόπος λειτουργίας του
ευρωκοινοβουλίου εν τοις πράγμασι.
Έτσι επί της ουσίας έχει δημιουργηθεί ένα ευρύ
θεσμικό πλαίσιο που ορίζει εγγενώς , μονοδιάστατα και απαρέγκλιτα τις
διαχειριστικές πολιτικές για την εκπλήρωση ενός στόχου , την πραγμάτωση της
ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Στην πραγματικότητα η ΕΕ κυβερνάται υπό μιαν
έννοια με ένα υπερεθνικό τρόπο , αλλά με καθοριστική συμμετοχή των αρχηγών των
εθνικών κρατών , τα οποία αντιπροσωπεύουν ορισμένους κύκλους των ελίτ των
κοινωνιών τους. Χωρίς να υφίστανται άμεσες πιέσεις , τα εθνικά κράτη της ΕΕ
συγχωνεύονται απαλά από τους αρχηγούς τους σε μια «σχετικά ανεξέλεγκτη»
πολιτεία. Παρατηρείται στην πράξη μια συνεχής διάδραση μεταξύ των
πολιτικοοικονομικών σχέσεων των συστατικών κρατών , οι οποίες διευθύνονται όμως
από τους κεντρικούς θεσμούς. Οι εθνικές κυβερνήσεις έχουν χάσει ένα σημαντικό
μέρος του πολιτικού ελέγχου που διέθεταν παλαιότερα. Οι εκπορευόμενες
διαδικασίες από το αυτονομημένο κέντρο, διαπερνά τα κρατικά σύνορα ,
διεισδύοντας στις εσωτερικές πτυχές της εθνικής πολιτικής.
Η εγγενής αδυναμία ελέγχου αυτής της
διαδικασίας λόγω απουσίας ενός ευρωπαϊκού «δήμου» την καθιστά όχι μόνο δημοκρατικά έωλη στα μάτια των
ευρωπαίων πολιτών αλλά , όπως υποστηρίζουν οι οπαδοί της θεωρίας της
καρτελοποίησης της πολιτικής, την κατατάσσουν στην κατηγορία ενός καρτέλ το
οποίο επικυριαρχεί στα πολιτικά συστήματα των εθνικών κρατών-μελών. Ελάχιστες
δυνατότητες υπάρχουν να ασκηθούν άλλες πολιτικές από κυβερνήσεις που θα έχουν
έναν διαφορετικό προσανατολισμό. Μάλιστα η επικυριαρχία επί των πολιτικών
συστημάτων των εθνικών κρατών είναι καθοριστική και στο ποια κόμματα θα
εκλεγούν στη διακυβέρνηση της χώρας. Η εναλλαγή των κομμάτων που αποδέχονται
και εφαρμόζουν τις πολιτικές του «ευρωπαϊκού μορφώματος »» στην εξουσία,
αποτελεί και την ασφαλιστική δικλείδα λειτουργίας του όλου συστήματος.
Παράλληλα όμως αυτή η λειτουργία προπλάσματος του «ευρωπαϊκού κράτους» οδηγεί
σε σοβαρούς περιορισμούς της δημοκρατίας – ακόμα και της μορφής που η τελευταία
λαμβάνει μέσα στα πλαίσια των δυτικών μαζικοδημοκρατικών κοινωνιών.
Είναι σημαντικό επίσης να
σημειωθεί ότι οι αλλαγές επεκτείνονται
πλέον και σε επίπεδο λειτουργίας της ΕΕ
και του τρόπου λήψης των αποφάσεων. Με βάση τις αλλαγές αυτές τα
μεγαλύτερα κράτη αποκτούν περισσότερη ισχύ ενώ τα μικρά και μεσαία κράτη
βλέπουν να περιορίζεται η ισχύς τους στη
διαμόρφωση των νόμων της ΕΕ. Αυτό θα επιτευχθεί καθιστώντας το μέγεθος
του πληθυσμού ένα βασικό στοιχείο στις αποφάσεις για τους ευρωπαϊκούς νόμους
και επομένως μειώνοντας το σχετικό βάρος των ψήφων και την
επιρροή των μικρών και μεσαίων κρατών σε σύγκριση με τα μεγάλα κράτη, εκ των οποίων η Γερμανία (μετά την ενοποίηση)
είναι το μεγαλύτερο. Προϋπόθεση επιτυχίας αυτής της προσπάθειας η κατάργηση
του καθεστώτος ομοφωνίας σχεδόν σε όλα τα ζητήματα (εκτός της εισόδου νέου
μέλους στην ένωση).
Παράλληλα παύει το δικαίωμα του κάθε κράτους-μέλους να αντιπροσωπεύεται μονίμως στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το σώμα που έχει το μονοπώλιο στις προτάσεις νόμων της ΕΕ, κάνοντας τον αριθμό των επιτρόπων μικρότερο από αυτό των κρατών-μελών. Αυτό ενδιαφέρει λιγότερο τα μεγάλα κράτη γιατί το πολιτικό και οικονομικό τους βάρος εξασφαλίζει ότι μπορούν να υπερασπίσουν τα συμφέροντά τους μέσα στις διαδικασίες διαμόρφωσης της ευρωπαϊκής πολιτικής ακόμα και αν δεν διαθέτουν κατά καιρούς αντιπροσώπευση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή .
Παράλληλα παύει το δικαίωμα του κάθε κράτους-μέλους να αντιπροσωπεύεται μονίμως στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το σώμα που έχει το μονοπώλιο στις προτάσεις νόμων της ΕΕ, κάνοντας τον αριθμό των επιτρόπων μικρότερο από αυτό των κρατών-μελών. Αυτό ενδιαφέρει λιγότερο τα μεγάλα κράτη γιατί το πολιτικό και οικονομικό τους βάρος εξασφαλίζει ότι μπορούν να υπερασπίσουν τα συμφέροντά τους μέσα στις διαδικασίες διαμόρφωσης της ευρωπαϊκής πολιτικής ακόμα και αν δεν διαθέτουν κατά καιρούς αντιπροσώπευση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή .
Αυτές οι αλλαγές έχουν πολύ σοβαρές
επιπτώσεις στη δυνατότητα των μικρότερων
χωρών να υπερασπισθούν, έστω νομικά, ισότιμα τα ζητήματα των λαών τους.
Το συμπέρασμα που αβίαστα συνάγεται είναι ότι στην ΕΕ οι μεγάλες δυνάμεις είναι αυτές που και τυπικά πλέων καθορίζουν τις εξελίξεις. Σιγά-σιγά αποκαθίσταται και στο ευρωπαϊκό κοινωνικό επιφαινόμενο η λογική της κυριαρχίας των ισχυρότερων χωρών ,οι οποίες μέχρι και σήμερα βεβαίως επέβαλαν τις απόψεις τους ,στο πλαίσιο όμως τις ομοφωνίας. Ως τέτοιες μόνο η Γερμανία ,η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία μπορούν να θεωρηθούν. Είναι τουλάχιστον αφελές να πιστεύει κανείς ότι χώρες όπως η Λιθουανία , η Λετονία ,η Εσθονία, η Μάλτα , το Λουξεμβούργο ,η Κύπρος , η Δανία ,η Ελλάδα , το Βέλγιο , η Ολλανδία , η Ιρλανδία αλλά και η Ιταλία μπορούν να επηρεάσουν τις αποφάσεις των μεγάλων δυνάμεων όχι μόνο στις παγκόσμιες εξελίξεις αλλά και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ανέκαθεν οι μεγάλες δυνάμεις καθόριζαν τις εξελίξεις και δεν υπάρχει κανένας λόγος αυτό να μεταβληθεί σήμερα αλλά και στο προσεχές μέλλον. Οι ανέξοδες διακηρύξεις των πολιτικών ηγεσιών των μικρών και μεσαίων ευρωπαϊκών χωρών ,ότι μπορούν να παίξουν ουσιαστικό ρόλο στην κατεύθυνση που πρέπει να λάβει η ΕΕ αποτελούν απλώς αυταπάτες , αν πράγματι είναι αυταπάτες, και δεν αποσκοπούν στην χειραγώγηση και στον επηρεασμό της κοινής γνώμης των χωρών τους για πολύ ευνόητους λόγους. Αν πράγματι είναι αυταπάτες, αυτό συμβαίνει ότι δεν αντιλαμβάνονται ότι η ευόδωση των επιδιώξεών τους εξαρτιέται από την εκάστοτε ισορροπία μεταξύ των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων , από τις κρίσεις που διαπερνούν αυτές τις σχέσεις , αλλά και από τις ανάγκες της εσωτερικής πολιτικής τους οι οποίες τις περισσότερες φορές είναι άλλης φύσεως από τις ανάγκες των μικρών ή μεσαίων, από άποψης δυνάμεως, χωρών. Επομένως οι χώρες αυτές ενώ αποτελούν μέρος του παιχνιδιού , ουσιαστικά αδυνατούν να συμμετάσχουν με ίσους όρους. Εμπλέκονται σε παιχνίδια υπέρτερα των δυνάμεων τους , αναμένοντας μόνο τη στιγμή που θα υπάρξει, αν υπάρξει, η προσοδοφόρος , για αυτές ,ευνοϊκή συγκυρία. Και αυτή δε γενικές γραμμές συμβαίνει όταν τα συμφέροντά τους ταυτιστούν για μια δεδομένη χρονική στιγμή, με τα συμφέροντα κάποιας μεγάλης δύναμης στην αντιπαράθεσή της με τις υπόλοιπες μεγάλες δυνάμεις.
Το συμπέρασμα που αβίαστα συνάγεται είναι ότι στην ΕΕ οι μεγάλες δυνάμεις είναι αυτές που και τυπικά πλέων καθορίζουν τις εξελίξεις. Σιγά-σιγά αποκαθίσταται και στο ευρωπαϊκό κοινωνικό επιφαινόμενο η λογική της κυριαρχίας των ισχυρότερων χωρών ,οι οποίες μέχρι και σήμερα βεβαίως επέβαλαν τις απόψεις τους ,στο πλαίσιο όμως τις ομοφωνίας. Ως τέτοιες μόνο η Γερμανία ,η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία μπορούν να θεωρηθούν. Είναι τουλάχιστον αφελές να πιστεύει κανείς ότι χώρες όπως η Λιθουανία , η Λετονία ,η Εσθονία, η Μάλτα , το Λουξεμβούργο ,η Κύπρος , η Δανία ,η Ελλάδα , το Βέλγιο , η Ολλανδία , η Ιρλανδία αλλά και η Ιταλία μπορούν να επηρεάσουν τις αποφάσεις των μεγάλων δυνάμεων όχι μόνο στις παγκόσμιες εξελίξεις αλλά και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ανέκαθεν οι μεγάλες δυνάμεις καθόριζαν τις εξελίξεις και δεν υπάρχει κανένας λόγος αυτό να μεταβληθεί σήμερα αλλά και στο προσεχές μέλλον. Οι ανέξοδες διακηρύξεις των πολιτικών ηγεσιών των μικρών και μεσαίων ευρωπαϊκών χωρών ,ότι μπορούν να παίξουν ουσιαστικό ρόλο στην κατεύθυνση που πρέπει να λάβει η ΕΕ αποτελούν απλώς αυταπάτες , αν πράγματι είναι αυταπάτες, και δεν αποσκοπούν στην χειραγώγηση και στον επηρεασμό της κοινής γνώμης των χωρών τους για πολύ ευνόητους λόγους. Αν πράγματι είναι αυταπάτες, αυτό συμβαίνει ότι δεν αντιλαμβάνονται ότι η ευόδωση των επιδιώξεών τους εξαρτιέται από την εκάστοτε ισορροπία μεταξύ των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων , από τις κρίσεις που διαπερνούν αυτές τις σχέσεις , αλλά και από τις ανάγκες της εσωτερικής πολιτικής τους οι οποίες τις περισσότερες φορές είναι άλλης φύσεως από τις ανάγκες των μικρών ή μεσαίων, από άποψης δυνάμεως, χωρών. Επομένως οι χώρες αυτές ενώ αποτελούν μέρος του παιχνιδιού , ουσιαστικά αδυνατούν να συμμετάσχουν με ίσους όρους. Εμπλέκονται σε παιχνίδια υπέρτερα των δυνάμεων τους , αναμένοντας μόνο τη στιγμή που θα υπάρξει, αν υπάρξει, η προσοδοφόρος , για αυτές ,ευνοϊκή συγκυρία. Και αυτή δε γενικές γραμμές συμβαίνει όταν τα συμφέροντά τους ταυτιστούν για μια δεδομένη χρονική στιγμή, με τα συμφέροντα κάποιας μεγάλης δύναμης στην αντιπαράθεσή της με τις υπόλοιπες μεγάλες δυνάμεις.
Στην ιστορία της ανθρωπότητας πάντοτε τα θεσμικά
υποκείμενα , όποια μορφή και αν έχουν, εισέπρατταν ανάλογα με την ισχύ τους.
Αυτό όμως γίνεται προφανές και απροκάλυπτο σε περιόδους σημαντικών κρίσεων. Τις
υπόλοιπες στιγμές ντύνεται με τον μανδύα των δημοκρατικών διαδικασιών και των ηθικοκανονιστικών
προταγμάτων.
Υπάρχουν πολλά πραγματολογικά
στοιχεία που αποδεικνύουν του λόγου το αληθές το όσων υποστηρίχθηκαν
προηγουμένως. Θα αναφερθώ όμως μόνο σε ένα από αυτά δεδομένου ότι αφορά στην
Ελλάδα.
Ποιο είναι το βασικό συμπέρασμα που θα πρέπει να συνάγει ο
κάθε καλοπροαίρετος πολίτης της ΕΕ από τα γεγονότα τα οποία διαδραματίστηκαν
στις Κάννες στις αρχές του Νοεμβρίου του
2011; Σίγουρα το ότι η ισχύς αποτελεί το βασικό θέμα και την κεντρική κατηγορία
σκέψης αν θέλουμε να κατανοήσουμε τα ανθρώπινα πράγματα. Μάλιστα η γυμνή και
απροκάλυπτη ισχύς των δυνατών και όχι η ισχύς η καλυμμένη από ηθικοκανονιστικές νομιμοποιήσεις όπως
κατά κόρον συμβαίνει στις προηγμένες πολιτιστικά κοινωνίες όπως οι δυτικές. Η γυμνή και απροκάλυπτη ισχύς η οποία όταν
εμφανίζεται καθιερωμένοι θεσμοί και έθιμα παραμερίζονται και δεσμά αλληλεγγύης
, αλληλοβοήθειας και αμοιβαίας υποστήριξης καταρρακώνονται αιφνίδια , οι
λέξεις αλλάζουν τη σημασία τους και οι ευγενείς τρόποι συμπεριφοράς
παραχωρούν τη θέση τους σε απειλές και βωμολοχίες. Πίσω από το σκισμένο προσωπείο των θεσμίσεων
προβάλλει το αληθινό πρόσωπο της Φύσης : είναι το πρόσωπο των Αθηναίων όταν
ζητούν από τους Μήλιους να υποταγούν χωρίς δεύτερη συζήτηση. Προσοχή !! Δεν το
ζητούν με τη συνείδηση τους βεβαρυμένη ,
δεν πιστεύουν ότι έτσι παραβιάζουν τη
θεία ή φυσική (διάβαζε τον δυτικό ορθολογικό δικαιικό πολιτισμό) τάξη , γιατί απλούστατα ο εσώτερος
νόμος της ισχύουσας τάξης (θεϊκή, φυσική ή συμβατική- δημοκρατική ) είναι
ακριβώς ο νόμος του ισχυροτέρου. Μόνο οι
αδύνατοι αντλούν από την ισχύουσα τάξη
μιαν ηθική , η οποία όμως , ως επιχείρημα και ως όπλο, δεν μπορεί να
είναι ισχυρότερη από όσους υποχρεώνονται να καταφύγουν σ’ αυτήν.
Γνωρίζουμε την εξέλιξη της ιστορίας των Αθηναίων και των
Μήλιων. Οι Μήλιοι αρνήθηκαν να υποταχτούν , αντιστάθηκαν και οι δυνατοί Αθηναίοι τους κατέστρεψαν
ολοσχερώς. Η πίστη στην υπερίσχυση των ηθικών κανόνων γεννά
απλώς φρούδες ελπίδες, ωθεί σε απελπισμένες και αυτοκαταστροφικές
ενέργειες.
Γνωρίζουμε επίσης την εξέλιξη της ιστορίας των Καννών , οι ηγεσίες των δύο κυβερνώντων κομμάτων σε ολόκληρη τη μεταπολίτευση επέλεξαν να
υπηρετήσουν τη φυσική επιταγή της αυτοσυντήρησης. Αυτή άλλωστε επικαλούνται σήμερα ως μεγάλο
κατόρθωμά τους. Ξέχασαν(νουν) όμως να πουν ότι η αυτοσυντήρηση έχει διαφορετικό
νόημα για τον ισχυρό, ο οποίος μπορεί να διατηρήσει την ισχύ του μονάχα
διευρύνοντάς την συνεχώς, και για τον αδύνατο ,
ο οποίος σώζεται ανταποκρινόμενος στις επιθυμίες του ισχυροτέρου.
Τώρα , όπως λέει και ο ποιητής , πρέπει να ξαναβρούμε τη ζωή
μας. Αλλά πως; Με ποιο τρόπο; Σίγουρα με έναν άλλο τρόπο από αυτόν που
ακολουθήσαμε μέχρι σήμερα. Με έναν φυσικό τρόπο αντάξιο των καλύτερων στιγμών
τούτου του λαού. Ας αναστοχαστούμε λοιπόν για το τι είναι πραγματικά η ΕΕ.
Β. Τα δομικά προβλήματα
της οικονομικής θέσμισης της ευρωζώνης.
Η βασική κριτική που απευθύνεται στη δημιουργία της Ζώνης του Ευρώ (ΖΕ)
από τη μεριά της οικονομικής
θεωρίας προέρχεται από τη υιοθέτηση των
απόψεων της λεγόμενης θεωρία των
νομισματικών ζωνών[1].
Πρόκειται για μια απόλυτα κανονιστική θεωρία που όπως άλλωστε οι περισσότερες
οικονομικές θεωρίες οι οποίες εδράζονται στην έννοια του αρίστου δηλαδή στην
έννοια της αριστοποίησης – μεγιστοποίησης[2]
των υπό ανάλυση μεγεθών. Μια τέτοια
θεωρία περιγράφει ποια χαρακτηριστικά
πρέπει να έχει μια νομισματική περιοχή
ώστε τα συμμετέχοντα κράτη να αποκομίζουν οφέλη υψηλότερα από τα αντίστοιχα κόστη.[3]
Σύμφωνα πάντοτε με την
κυρίαρχη οικονομική θεωρία περί ανοικτών οικονομιών και, συγκεκριμένα, με τη
λεγόμενη «θεωρία των άριστων νομισματικών περιοχών»,[4]
πρέπει να υπάρχουν ορισμένα
βασικά χαρακτηριστικά μεταξύ των περιοχών
που θα σχηματίσουν την νομισματική ζώνη ώστε αυτή να μπορεί να
χαρακτηρισθεί ως άριστη. Ειδικότερα, η εγγενής ευστάθεια μίας νομισματικής
ζώνης εξαρτάται θετικά από τις ακόλουθες «μεταβλητές», οι οποίες παρουσιάζονται συνοπτικά στη συνέχεια :
- Το βαθμό της εμπορικής ολοκλήρωσης μεταξύ των χωρών της ζώνης. Ο βαθμός μπορεί να δοθεί, κατ’ αρχάς , από την έκταση του συνολικού εμπορίου μεταξύ των χωρών. Το «ειδικό βάρος» του ενδοκλαδικού εμπορίου είναι κατανοητό ότι αντανακλά την ομοιογένεια των επιμέρους εθνικών παραγωγικών δομών και αποτελεί σημαντικό θετικό δεδομένο στην υποστήριξη της άριστης νομισματικής περιοχής.
- Την ευκαμψία των τιμών των εμπορευμάτων και των αμοιβών των υπηρεσιών των συντελεστών της παραγωγής.
3. Τη διεθνή κινητικότητα των κεφαλαίων όλων των μορφών.
4. Τη διεθνή
κινητικότητα του εργατικού δυναμικού.
5. Τη δυνατόν μεγαλύτερη ομοιομορφία
στα ακόλουθα θεσμικά δεδομένα των συμμετεχουσών χωρών:
-
στους θεσμούς της αγοράς εργασίας
-
στα νομικά συστήματα που διέπουν τις οικονομικές αγορές
-
στα δημοσιονομικά συστήματα.
6. Τη δυνατόν μεγαλύτερη ομοιομορφία
των οικονομικών προβλημάτων προς αντιμετώπιση. Συγκεκριμένα : το ρυθμό
μεγέθυνσης των οικονομιών, τον πληθωρισμό, την ανεργία, την παραγωγικότητα, την
ανταγωνιστικότητα κτλ.
Σύμφωνα
λοιπόν με τη θεωρία των άριστων νομισματικών περιοχών η ομοιομορφία (συν την
ελεύθερη κίνηση των συντελεστών παραγωγής)
και όχι η διαφοροποίηση, αποτελεί θετικό παράγοντα για τη δημιουργία μια
τέτοιας ζώνης. Πριν προχωρήσουμε την ανάλυσή μας μπορεί να γίνει μια πρώτη βασική
παρατήρηση στο παραπάνω γενικό συμπέρασμα. Οι επί μέρους «εθνικές» οικονομίες
έχουν ένα συγκεκριμένο χώρο , μια ιστορικά προσδιορισμένη «τοποθεσία»… .Η
εθνική «οικονομία» της παραγωγής και της κατανάλωσης καλλιεργείτε σ’ ένα
γεωγραφικό – πολιτικό χώρο. Η οικονομική παραγωγή είναι ενταγμένη σ’ ένα
ορισμένο περιβάλλον- τοπίο, σε μια ορισμένη δομή της φύσης. ..Στην περίπτωση
της οικονομικής ολοκλήρωσης της ΕΕ, αυτό σημαίνει ότι η πορεία σύγκλισης των
εθνικών οικονομιών των μελών της δεν μπορεί να οδηγήσει σε ομογενοποίηση αλλά
σε διαφοροποίηση , και μόνο μέσω αυτής της διαφοροποίησης θα μπορέσει αυτή η
οικονομική ολοκλήρωση να λειτουργήσει .Εάν αντιθέτως η σύγκλιση οδηγήσει τις
εθνικές οικονομίες στο να μοιάζουν η μια με την άλλη , όπως το «ένα αυγό στο
άλλο» , τότε θα οδηγηθούμε σε μια οικονομική εντροπία , ένα «θερμικό» θάνατο
της Ευρωπαϊκής Οικονομίας.[5]
Η
απουσία της ιστορικής πραγματικότητας από το
πλαίσιο της θεωρίας των νομισματικών περιοχών οδηγεί σε συμπεράσματα που
μόνο κανονιστικό χαρακτήρα έχουν και μάλιστα διαμορφούμενο από μια
εντελώς πλασματική αφαίρεση.
Η ανάλυση
των εμπειρικών δεδομένων έχει δείξει ότι η
ΖΕ δεν συγκροτεί μία «άριστη νομισματική περιοχή»[6].
Συγκεκριμένα:
:
α) Το ύψος του συνολικού εμπορίου μεταξύ των χωρών μελών είναι περίπου 60,0% αρκετά υψηλό ώστε να αποτιμηθεί θετικά το συγκεκριμένο κριτήριο. Όμως υπάρχουν έντονα προβλήματα σχετικά με την ύπαρξη του ενδοκλαδικού και του διακλαδικού εμπορίου . To ενδοκλαδικό εμπόριο μεταξύ «βόρειων» (Γερμανίας, Ολλανδίας, Γαλλίας, Αυστρίας, Σκανδιναβικών χωρών) και «νότιων» (π.χ. Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία, Νότια Ιταλία, Κύπρος) περιοχών είναι ιδιαίτερα περιορισμένο. Οι βόρειες χώρες τείνουν να εξειδικεύονται στους τομείς παραγωγής «συνθέτων βιομηχανικών και τεχνολογικών αγαθών και υπηρεσιών» χρησιμοποιώντας κυρίως υψηλά εξειδικευμένη εργασία, (αναπτύσσοντας επομένως μεταξύ τους το ενδοκλαδικό εμπόριο), ενώ οι δεύτερες τείνουν να παράγουν κυρίως προϊόντα και υπηρεσίες «χαμηλής και μέσης τεχνολογίας» χρησιμοποιώντας κυρίως και κατά βάση μέση και ανειδίκευτη εργασία.
α) Το ύψος του συνολικού εμπορίου μεταξύ των χωρών μελών είναι περίπου 60,0% αρκετά υψηλό ώστε να αποτιμηθεί θετικά το συγκεκριμένο κριτήριο. Όμως υπάρχουν έντονα προβλήματα σχετικά με την ύπαρξη του ενδοκλαδικού και του διακλαδικού εμπορίου . To ενδοκλαδικό εμπόριο μεταξύ «βόρειων» (Γερμανίας, Ολλανδίας, Γαλλίας, Αυστρίας, Σκανδιναβικών χωρών) και «νότιων» (π.χ. Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία, Νότια Ιταλία, Κύπρος) περιοχών είναι ιδιαίτερα περιορισμένο. Οι βόρειες χώρες τείνουν να εξειδικεύονται στους τομείς παραγωγής «συνθέτων βιομηχανικών και τεχνολογικών αγαθών και υπηρεσιών» χρησιμοποιώντας κυρίως υψηλά εξειδικευμένη εργασία, (αναπτύσσοντας επομένως μεταξύ τους το ενδοκλαδικό εμπόριο), ενώ οι δεύτερες τείνουν να παράγουν κυρίως προϊόντα και υπηρεσίες «χαμηλής και μέσης τεχνολογίας» χρησιμοποιώντας κυρίως και κατά βάση μέση και ανειδίκευτη εργασία.
β)
Παρατηρούνται διαφορετικοί πληθωρισμοί μεταξύ των χωρών και ως εκ τούτου
αποκλίσεις στις τιμές των αγαθών και υπηρεσιών . Διαπιστώνεται, ότι το σύστημα δεν διέπεται από το «νόμο της
μίας τιμής» και ότι η αγοραστική αξία του ενιαίου νομίσματος είναι διαφορετική
στις χώρες – μέλη. .
γ) H κινητικότητα του εργατικού δυναμικού ανάμεσα στις διάφορες
χώρες είναι ιδιαίτερα χαμηλή, και στο εσωτερικό των αρκετά περιορισμένη.
δ) Τα
θεσμικά δεδομένα είναι ένα από τα στοιχεία που παρατηρούνται οι μεγαλύτερες
αποκλίσεις μεταξύ των χωρών- μελών. Η ομάδα των «νοτίων» χωρών είναι ολοφάνερα
διαφορετική σε σχέση με την ομάδα των «βορείων» σε αυτό το σημείο.
ε)
Οι εθνικές παραγωγικές δομές επίσης παρουσιάζουν μεγάλο βαθμό ετερογένειας με
αποτέλεσμα σειρά από μακροοικονομικά μεγέθη και δείκτες να αποκλίνουν σημαντικά
μεταξύ τους.
στ) Το
κόστος χρήματος παρουσιάζει μεγάλες διαφοροποιήσεις μεταξύ βορείων και νοτίων
χωρών .
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση ,κυρίως μετά
τη συνθήκη του Μάαστριχ[7] ,
διαμορφώνονται και ασκούνται μια σειρά πολιτικών στο οικονομικό πεδίο, εντός
ενός πλαισίου το οποίο θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε «πλαίσιο ορθοδοξίας του
Μάαστριχτ» .
Η ευρωπαϊκή
ολοκλήρωση αναπτύσσει, κατά την πορεία διαμόρφωσής της, ορισμένα δομικά
χαρακτηριστικά, τα οποία δύνανται να αποτελέσουν σημαντικές πηγές αστάθειας των
οικονομιών της ευρωζώνης οι οποίες αντανακλούνται άμεσα στο κοινό νόμισμα.
Έχει
δημιουργηθεί ένα πλαίσιο άσκησης της
οικονομικής πολιτικής όπου η νομισματική
, η συναλλαγματική και η εμπορική πολιτική ασκούνται από την ΕΚΤ και την ΕΕ με εντελώς
ρητούς κανόνες που υπερκεράζουν ακόμα και τους αντίστοιχους νεοκλασικούς
κατευθυνόμενοι βασικά από τις αποφάνσεις
της Νέας Κλασικής Μακροοικονομικής. Θεωρείται
από τους ιθύνοντες κύκλους ότι το ενιαίο νόμισμα μπορεί να λειτουργήσει χωρίς
δημοσιονομική υποστήριξη και χωρίς μηχανισμούς αλληλεγγύης ( επιμερισμός του
βάρους διάσωσης των χωρών) αλλά και χωρίς η ΕΚΤ να μπορεί να παίξει το ρόλο του
έσχατου δανειστή. Όμως η ζώσα πραγματικότητα άλλα έχει προτάγματα. Οι
παρεμβάσεις της ΕΚΤ στη δευτερογενή αγορά ομολόγων κρατικού χρέους την περίοδο
της οικονομικής κρίσης κατά κοινή ομολογία , αποσόβησαν συγκυριακά την εκδήλωση
της κρίσης χρέους στην Ισπανία , Ιταλία και μείωσαν αισθητά τις αποδόσεις σε
χώρες όπως η Ελλάδα, Πορτογαλία και Ιρλανδία.
Παράλληλα το
Σύμφωνο Σταθερότητας αλλά και η Νέα Συμφωνία για την Ευρωπαϊκή
Διακυβέρνηση περιστέλλει σημαντικά τους βαθμούς ελευθερίας
των εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών.
Έτσι, είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν, εντός της
ΖΕ, σημαντικές οικονομίες θα
κατορθώσουν, σε περιόδους αναταράξεων και κρίσεων, να ακολουθήσουν επιτυχείς
διαδικασίες προσαρμογής και μεγέθυνσης. Όμως πάλι σε πείσμα των θεωρητικών
θέσεων που έχουν ενσωματωθεί στη συνθήκη του Μάαστριχτ, η δημοσιονομική
πολιτική χρησιμοποιήθηκε για τη διάσωση των τραπεζικών ιδρυμάτων και των
οικονομιών των χωρών- μελών κατά τη διάρκεια της τελευταίας χρηματοπιστωτικής
και οικονομικής κρίσης. Ταυτόχρονα, ο αναδιανεμητικός ρόλος του κοινοτικού
προϋπολογισμού είναι οριακός. Η ανάγκη ενός ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, της
τάξεως του (5-7% ΑΕΠ ), για την υποστήριξη του κοινού νομίσματος είχε τεκμηριωθεί από τη δεκαετία του 1970[8].
Η ενοποίηση
των βασικών αξόνων της οικονομικής πολιτικής (νομισματική πολιτική,
συναλλαγματική πολιτική, δημοσιονομική
πολιτική) σε κοινοτικό επίπεδο
συνυπάρχει με την ύπαρξη οικονομικών λειτουργιών που επαφίενται μόνο στα εθνικά κράτη με αποτέλεσμα να έχουμε το
ακόλουθο παράδοξο πλαίσιο λειτουργίας του ευρωπαϊκού μορφώματος : πρώτον , η ενοποίηση του γενικού πλαισίου λειτουργίας της οικονομίας
προσιδιάζει στη λειτουργία του απολύτου πλεονεκτήματος με αποτέλεσμα να
γίνονται άμεσα εμφανή τα αποτελέσματα της
ανταγωνιστικής διαδικασίας η
οποία πραγματοποιείται μεταξύ εθνικών κρατών με άνισα επίπεδα ανάπτυξης. Από τη
στιγμή που δεν υπάρχουν συγκεκριμένοι αναδιανεμητικοί μηχανισμοί μέσω των
οποίων επιδιώκεται η σύγκλιση τα πλέον αναπτυγμένα έθνη-κράτη μεγεθύνουν το
πλεονέκτημά τους εις βάρος των λιγότερο αναπτυγμένων δεδομένου του
λειτουργούντος μηχανισμού άνισης ανάπτυξης
λόγω του διαφορετικού επιπέδου εκκίνησης. Η περίπτωση προσιδιάζει σε ένα
εθνικό κράτος στο οποίο υπάρχουν
περιφέρειες ανισομερούς ανάπτυξης, όπως στην Ελλάδα πχ, η Αττική, η Κρήτη, η
Ήπειρος, η Θράκη, χωρίς βεβαίως την πολιτική ενοποίηση.
Δεύτερον,
συγχρόνως όμως έχουμε λειτουργία του
συγκριτικού πλεονεκτήματος το οποίο, πρέπει να αναδεικνύεται στη βάση της
παραγωγικότητας της εργασίας αλλά με κοινούς βασικούς κανόνες μακροοικονομικής
πολιτικής. Η λειτουργία αυτή εκφράζεται πρωτίστως στο εξωτερικό ισοζύγιο και
στο δημόσιο χρέος.
Αυτή η
διαδικασία έχει και ορισμένες παράπλευρες, αλλά εξίσου
σημαντικές, συνέπειες: α) στενεύει διαρκώς τα περιθώρια άσκησης αντι-κυκλικής
δημοσιονομικής πολιτικής στις υποβαθμιζόμενες οικονομίες· και β) υπονομεύει, με
αποφασιστικό τρόπο, την προοπτική συγκρότησης ενός πράγματι ενεργού υπερεθνικού
δημοσιονομικού συστήματος, ακριβώς επειδή οι καθαρές μεταβιβάσεις εισοδήματος
απαιτείται να είναι, συστηματικά, μονόδρομες (δηλαδή από τις
αναβαθμιζόμενες στις υποβαθμιζόμενες οικονομίες) . Επομένως τίθενται εν
αμφιβόλω οι νέο-κεϋνσιανές αιτιάσεις που επικεντρώνονται κυρίως στην απουσία
κατάλληλων και ολοκληρωμένων θεσμών για την άσκηση της οικονομικής πολιτικής
(νομισματικής αλλά και της δημοσιονομικής
πολιτικής) μέσω των οποίων θεωρείται
ότι μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικότερα μια οικονομική και
νομισματική ένωση. Συγκεκριμένα στην απουσία αναδιανεμητικού μηχανισμού μεταξύ
των πλεονασματικών και ελλειμματικών χωρών και την ενσωμάτωση στις λειτουργίες
της ΕΚΤ του ρόλου του έσχατου πιστωτή. [9]
Εξάλλου πρέπει να τονισθεί ότι οι δημοσιονομικές μεταβιβαστικές πληρωμές
ανάμεσα σε περιφέρειες και χώρες δεν λύνουν το πρόβλημα προσαρμογής που
ακολουθεί μια ασύμμετρη διαταραχή. Απλώς διευκολύνουν την κατάσταση που
επικρατεί στην χώρα ή στην περιφέρεια . Όταν η διαταραχή της ζήτησης είναι
μόνιμη θα χρειαστούν ρυθμίσεις στις τιμές και στους μισθούς και η κινητικότητα
των παραγωγικών συντελεστών για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Αν οι
δημοσιονομικές μεταβιβαστικές πληρωμές πάρουν μόνιμο χαρακτήρα μπορεί να κάνουν
την προσαρμογή πιο δύσκολη , αφού αναδεικνύονται σε υποκατάστατο των μεταβολών
στους μισθούς και στις τιμές και τη κινητικότητα της εργασίας. Όμως υπάρχει ένα μεγαλύτερο πρόβλημα : η
απουσία πολιτικής ενοποίησης και η ύπαρξη εθνικών κρατών καθιστά πολύ δύσκολη
έως αδύνατη τη θέσπιση μόνιμης μεταφοράς πόρων από τις πλεονασματικές στις
ελλειμματικές περιοχές. Σκεφτείτε μόνο τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα
ομοσπονδιακά κράτη στη θέσπιση και στην μεταφορά πόρων στις λιγότερο αναπτυγμένες
περιοχές τους.
Όλα τα παραπάνω δομικά προβλήματα
εμφανίστηκαν μεγαλοπρεπώς στην πρόσφατη
κρίση χρέους κατά την οποία οι επιλεγείσες οικονομικές πολιτικές «διάσωσης»
κινήθηκαν(ούντε) κυριολεκτικά στον αντίποδα της απαιτούμενης οικονομικής πολιτικής
καταδεικνύοντας την έλλειψη συνοχής της ευρωζώνης.
Η πολιτική ενοποίηση αναδεικνύεται επομένως
ότι αποτελεί τη βασική προϋπόθεση , την
ικανή και αναγκαία συνθήκη , για την λειτουργία μιας νομισματικής ζώνης με βάση
τα ιστορικά πραγματικά χαρακτηριστικά των υπαρχόντων εθνικών κρατών.
Επομένως το βασικό ερώτημα που προκύπτει δεν
είναι αν χρειάζεται η πολιτική ενοποίηση αλλά πρώτον αν μπορεί να πραγματοποιηθεί και δεύτερον ,αν η απάντηση είναι ναι , με
ποιους όρους.
Συνεπώς, Η πολιτική ενοποίηση της Ενωμένης Ευρώπης κρίνεται ως
ικανή και αναγκαία συνθήκη για τη
συνέχιση ύπαρξης αυτού του μορφώματος: μπορεί να υπάρξει; Το βασικό ερώτημα που
προκύπτει σε σχέση με το μέλλον της ΕΕ
δεν είναι ότι χρειάζεται η πολιτική ενοποίηση αλλά πρώτον αν μπορεί να πραγματοποιηθεί.
Ας επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε το ερώτημα αναδεικνύοντας τις δυσκολίες
οι οποίες εγγενώς υφίστανται.[10]
Η νεώτερη ιστορία της Ευρώπης
είναι υπό μιαν έννοια ταυτισμένη με την εμφάνιση και τη συγκρότηση των σύγχρονων εθνικών κρατών. Από
το 16ο μέχρι και τον 20ο αιώνα η Ευρώπη γίνεται η
γεωγραφική περιοχή στην οποία λαμβάνει
χώρα η δημιουργία ενός μοναδικού πολιτειακού φαινομένου στη νεώτερη ιστορία της
ανθρωπότητας ,του έθνους κράτους , το οποίο
εξακολουθεί μέχρι και τις μέρες μας να συνιστά το βασικό θεσμικό
υποκείμενο των διεθνών σχέσεων. Η ευρωπαϊκή νεωτερικότητα είναι δημιουργός
χώρος της ανάδυσης του νεότερου
κυρίαρχου κράτους. Στη βάση της νεωτερικότητας θεωρίας της κυριαρχίας υπάρχει
ένα περιεχόμενο που πληρώνει και τρέφει τη μορφή της κυρίαρχης εξουσίας : η κεφαλαιοκρατική ανάπτυξη και επικύρωση της
αγοράς ως θεμελίου των αξιών της κοινωνικής αναπαραγωγής. Χωρίς αυτό το
περιεχόμενο , που εργάζεται αενάως στο εσωτερικό του μηχανισμού κυριαρχίας ,
αυτή (η μορφή κυριαρχίας) δεν θα είχε καταφέρει να καταλάβει ηγεμονική θέση σε
παγκόσμια κλίμακα. Ο ευρωκεντρισμός διαφοροποιήθηκε από τους υπόλοιπους
εθνοκεντρισμούς (όπως τον σινοκεντρισμό) και απέκτησε παγκόσμια περιωπή ,
κυρίως επειδή υποστηρίχθηκε από τις δυνάμεις του κεφαλαίου[11] . Η ευρωπαϊκή
νεωτερικότητα είναι αδιαχώριστη από την κεφαλαιοκρατία. Είναι μια
κεφαλαιοκρατική κυριαρχία , μια μορφή προστάγματος το οποίο υπερκαθορίζει τη
σχέση μεταξύ ατομικότητας και καθολικότητας ως λειτουργία της ανάπτυξης του
κεφαλαίου.
Η Ευρώπη είναι ο κλασικός ιστορικός χώρος μιας
πολυμορφίας που βρίσκει έκφραση στην ευρωπαϊκή πολυκρατικότητα. Οι ευρωπαϊκοί
λαοί είναι συνειδησιακά ταυτισμένοι με το κράτος ως θεσμική κατοχύρωση και
έκφραση της «πατρίδος τους» της γλώσσας τους, της ιστορίας τους, των παραδόσεών
τους , σε πολλές περιπτώσεις του θρησκευτικού δόγματος που επικρατεί, ακόμα δε
της εθνικής τους φυσιογνωμίας.
Η αστική διατύπωση της έννοιας της εθνικής
κυριαρχίας έχει υπερβεί κατά πολύ κάθε προγενέστερη διατύπωση της νεωτερικής
έννοιας της κυριαρχίας. Η εθνική ιδιαιτερότητα είναι μια κραταιά καθολικότητα.
Όλα τα νήματα μιας μακριάς εξέλιξης κατέληξαν στην Ταυτότητα , δηλαδή την
πνευματική ουσία, του λαού και του έθνους υπάρχει ένα έδαφος εμπλουτισμένο με
πολιτισμικές σημασίες., με μια κοινή ιστορία και μια γλωσσική κοινότητα.
Υπάρχει όμως επιπλέον η εδραίωση μιας ταξικής νίκης, μιας σταθερής αγοράς, η
δυνατότητα οικονομικής επέκτασης και νέοι χώροι για επενδύσεις και εκπολιτισμό.
Η κατασκευή της εθνικής ταυτότητας εγγυάται μια διαρκώς ενισχυόμενη
νομιμοποίηση και το δικαίωμα και την εξουσία μιας ιερής και απαραβίαστης ,
ακαταπολέμητης ενότητας.
Είναι πολύ
δύσκολο να εγκαταλείψουν τη «σιγουριά της γνώριμης και οικείας εστίας τους» και
να συναινέσουν σε κάτι που είναι
απόμακρο , άγνωστο , μη οικείο, γραφειοκρατικό τεχνοκρατικό και απροσπέλαστο.
Οι θεσμοί των Βρυξελλών θεωρούνται απόμακροι και νεφελώδεις.[12] Σε
αντίθεση με τα κρατικά Κοινοβούλια, τα πολιτικά κόμματα, τις συνδικαλιστικές
οργανώσεις και όλες τις συνιστώσες του έθνους-κράτους, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν
έχει καταφέρει καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορικής της διαδρομής να δημιουργήσει
οποιοδήποτε δεσμό με τον Ευρωπαίο πολίτη. Για παράδειγμα, ακόμη και ο πιο
ενημερωμένος κεντροδεξιός ή κεντροαριστερός Ευρωπαίος ελάχιστα κόπτεται για τις
τύχες του Ευρωπαϊκού Λαϊκού ή Σοσιαλιστικού
Κόμματος, το οποίο υποτίθεται ότι εκπροσωπεί τις ιδέες του στο
Ευρωκοινοβούλιο. Φαίνεται ότι στην περίπτωση αυτή είναι προτιμητέα «η τυραννία της
οικειότητας» από το φόβο του απόμακρου και μη οικείου υπερκράτους. Η αντίθεση
των ευρωπαϊκών λαών φυσικά δεν είναι ομοιόμορφη μεταξύ των κρατών –μελών αλλά
και υπό μίαν άποψη δεν είναι ούτε εντελώς μετρήσιμη διότι βασίζεται σε
ορισμένες εκφάνσεις του «φαντασιακού» κάθε λαού που καμιά «συνολο-ταυτιστική»[13]
ή «ορθολογική»[14]
μέθοδος δεν δύναται να την καταγράψει. Εκφράζεται όμως σε σημαντικές καμπές της
ιστορίας και αυτό είναι εμφανές και στα δημοψηφίσματα για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα ή την
Ευρωπαϊκή Συνθήκη αλλά όχι μόνο σε αυτά. .[15]
Παρά τη θεσμική ανάπτυξη του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, το έθνος-κράτος
παραμένει ο κύριος εκφραστής της πολιτικής και στρατιωτικής ισχύος, ο αποδέκτης
κοινωνικών αιτημάτων, αλλά και το βασικό σημείο αναφοράς στην οργάνωση των
κοινωνιών. Εν ολίγοις, η αποτυχία ή ο εξευτελισμός της Ευρώπης δεν φαίνεται να
βαρύνει ουδόλως στις συνειδήσεις των πολιτών της, όπως θα συνέβαινε με την
πατρίδα τους. Επιπλέον, η απόρριψη μιας συνθήκης δεν έχει κάποιο άμεσο και
εμφανές αντίκτυπο στην καθημερινότητα των Ευρωπαίων, εκτός ίσως από τον
προβληματισμό που δημιουργεί στους πολιτικούς τους ηγέτες, κάτι που ελάχιστα
συγκινεί. Είναι νομίζω η απόδειξη ότι
«κανείς δεν ερωτεύεται έννοιες όπως η κοινή αγορά». Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο
ευνόητα μπορεί να υποστηριχθεί ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι σχεδόν αδύνατη,
ελλείψει ενός «ευρωπαϊκού πατριωτισμού». Παράλληλα η παρούσα οικονομική και
κοινωνική κατάσταση που επικρατεί σήμερα
στην Ευρώπη, με πρωτοβουλίες κυρίως της γερμανικής κυβέρνησης, συμβάλλει
καταλυτικά στην αποδόμηση οποιασδήποτε έστω και συμβολικής εικόνας
της Ενιαίας Ευρώπης. Η άνοδος των ακροδεξιών δυνάμεων είναι
χαρακτηριστική. Φαίνεται ότι οι ευρωπαϊκές πολιτικές αρχηγεσίες φαίνεται να μην
κατανοούν ότι ο πυρήνας των θεμάτων τα οποία προτάσσονται , απεκδυόμενα από τα
ρατσιστικά – ξενοφοβικά ενδύματα, εκφράζουν αιτήματα των λαϊκών τάξεων που όχι
μόνο δεν ακούγονται από τις κυρίαρχες ευρωπαϊκές αρχηγεσίες αλλά συνθλίβονται
καθημερινά στο βωμό της ανάγκης υποστήριξης με κάθε τρόπο των πολυεθνικών και
χρηματοπιστωτικών οργανισμών δημιουργώντας μια ανισοκατανομή του εισοδήματος η
οποία θυμίζει έντονα τα μέσα του 19ου αιώνα. Πάντοτε στην ιστορία τα
άκρα μπορεί να ασκούσαν πολιτική αλλά λόγω της φύσης τους, παρήγαγαν πολιτική
τα συμπεράσματα της οποίας όποτε έγιναν αποδεκτά, βεβαίως στρογγυλεμένα και
απαλλαγμένα από τις ακραίες ιδεολογικές δοξασίες , λειτούργησαν υπέρ της
αποτελεσματικότερης λειτουργίας της οικονομίας και της κοινωνίας σε παγκόσμιο
αλλά και σε εθνικό επίπεδο. Όμως
συνοδεύεται και από την άνοδο του σκεπτικισμού για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα
πολλών τμημάτων του πληθυσμού τα οποία εμφορούνται καθόλα από δημοκρατικές
ιδέες και μέχρι τώρα ήταν φίλα προσκείμενες στο όραμα της Ενωμένης Ευρώπης.
Αυτό διακρίνεται δια γυμνού οφθαλμού τόσο στο σύνολο των χωρών της ΕΕ και ακόμη
και στην Γερμανία η οποία αν τι άλλο συγκυριακά εμφανίζεται ως η μόνη χώρα η
οποία κερδίζει από την παρούσα κατάσταση. Φαίνεται δυστυχώς ότι ο μόνος
συνδετικός κρίκος ο οποίος παραμένει σήμερα μεταξύ των λαών της ΕΕ φαίνεται ότι είναι ο φόβος της διάλυσης και
το αβέβαιο που θα επακολουθήσει. Δυστυχώς δεν είναι τόσο ισχυρός ώστε να διατηρήσει
ενωμένη την … Ενωμένη Ευρώπη. ΄
Γ. Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η δυνατότητα να αποφανθούμε για το πώς εξελίχθηκε
η πορεία της Ελλάδος στην ΕΕ αποτελεί ένα δύσκολο εγχείρημα. Αυτό επειδή δεν
έχουμε πραγματολογικά στοιχεία για το πώς θα ήταν η ελληνική οικονομία αν δεν
είχε εισέλθει στην τότε ΕΟΚ και μετέπειτα ΕΕ το 1981. Παρόλα αυτά τα τελευταία
χρόνια γίνεται μια προσπάθεια να ξεπερασθεί (όσο γίνεται) αυτό το πρόβλημα μέσω
τεχνικών που οικειοποιούνται τρόπους προσέγγισης από τη Φιλοσοφία. Μια από
αυτές είναι η παρακάτω αναφερόμενη.
Είδε το φως της δημοσιότητας (VOX.ORG 9 April 2014) μελέτη :«How much do countries benefit from membership in the European Union?» των Nauro F Campos, Fabrizio Coricelli, Luigi Moretti, , με την οποία επιχειρείται να διερευνηθεί το κατά πόσον η ένταξη των χωρών
στην ΕΕ μετά το 1980 και μετά το 2004, είχε θετικά αποτελέσματα στην οικονομική
τους εξέλιξή. Ως κριτήριο τέθηκε η εξέλιξη του κατά κεφαλή ΑΕΠ των χωρών που
εισήλθαν στην ΕΕ. Η πρωτοτυπία της έρευνας έγκειται στο ότι επιχειρεί να
απαντήσει στο εξής ερώτημα : ποια θα
ήταν η εξέλιξη του κκ ΑΕΠ των συγκεκριμένων χωρών εάν δεν είχαν εισέλθει στην
ΕΕ; Επιχειρείται δηλαδή μια συγκριτική παρουσίαση της πραγματικής –
ιστορικής εξέλιξης της συγκεκριμένης χρησιμοποιούμενης μεταβλητής (κκ ΑΕΠ) σε
σχέση με την εξέλιξη της ίδιας μεταβλητής στην περίπτωση που δεν είχαν ενταχθεί
οι χώρες στην ΕΕ. Γίνεται άμεσα κατανοητό ότι η δεύτερη υπόθεση είναι μη
πραγματική με την έννοια ότι δεν μπορεί να υπάρξει ως γεγονός πραγματικό. Η
αδυναμία στην πράξη να δοθεί απάντηση στο πως θα ήταν η εξέλιξη πχ. του κκ ΑΕΠ
της χώρας μας αν δεν είχαμε εισέλθει στην ΕΕ το 1981, με ένα «σχετικά
αντικειμενικό» τρόπο προκαλεί την εμφάνιση πλήθος αποκλινουσών απαντήσεων οι οποίες βρίθουν ιδεολογισμών. Στη
συγκεκριμένη μελέτη (οικονομετρική διερεύνηση) χρησιμοποιείται η μέθοδος Synthetic counterfactuals, η οποία έχει αναπτυχθεί από το 2003 (Abadie, A and J Gardeazabal
(2003), “The Economic Costs of Conflict: A Case Study of the Basque Country”, American Economic Review, 93:
113–132). Είναι γνωστό ότι όλες οι οικονομετρικές
διερευνήσεις εξαρτώνται από τις προϋποθέσεις που οι ίδιες θέτουν για να
χρησιμοποιηθούν και τα διαφορετικά αποτελέσματα τους στη διερεύνηση του ίδιου
προβλήματος δείχνουν το μέγεθος της άγνοιά τους (μας). Όμως στην οικονομία
δυστυχώς δεν έχουμε άλλους τρόπους προσέγγισης της ποσοτικής πλευράς των
οικονομικών γεγονότων φθάνει να μην ξεχνούμε ποτέ τους σημαντικούς περιορισμούς
που η ίδια η οικονομετρική διερεύνηση εμπεριέχει αλλά και η πολυπλοκότητα της
πραγματικότητας επιβάλλει.
Τα αποτελέσματα της
έρευνας για τις τρεις χώρες ,Ελλάδα, Ισπανία και Πορτογαλία (δες Γραφική
Παράσταση ), προκαλούν μεγάλο ενδιαφέρον. Συγκεκριμένα οι δύο ιβηρικές χώρες
φαίνεται ότι έχουν επωφεληθεί θετικά από την ένταξή τους στην ΕΕ. Ο συνθετικός
δείκτης που αντιπροσωπεύει την εξέλιξη του κκ ΑΕΠ στην περίπτωση μη ένταξης των
δύο χωρών στην ΕΕ βρίσκεται σαφώς χαμηλότερα από την πραγματική εξέλιξη του ίδιου δείκτη. Παρεμπιπτόντως το ίδιο συμβαίνει
και για τις χώρες που εντάχθηκαν μετά το 2004 (Τσεχία, Εσθονία, Λετονία,
Ουγγαρία, Σλοβενία, Λιθουανία). Η
μοναδική εξαίρεση είναι η Ελλάδα!!! Αυτό φαίνεται καθαρά από τις αναφερόμενες Γραφικές παραστάσεις. Η Ελλάδα είναι η μόνη
χώρα που δεν ωφελήθηκε από την ένταξή της στην ΕΕ.
Η διερεύνηση του
γιατί συμβαίνει αυτό (με την προϋπόθεση των επιφυλάξεων που απορρέουν από ότι
πρόκειται μια απλή οικονομετρική μελέτη) παρουσιάζει τεράστιες δυσκολίες αν
κανείς δεν θέλει να οδηγηθεί σε απλοϊκές όσο και πληκτικές ιδεολογικές
ερμηνείες. Να αναφέρω ένα παράδειγμα: είναι ευθύνη της ΕΕ η διαμορφωθείσα
κατάσταση ή είναι ευθύνη όσον κυβέρνησαν ή υπάρχει επιμερισμός ευθυνών ; Και αν
ναι σε τι ποσοστό; Πάντως έχει σημασία η αναφορά στη συγκεκριμένη μελέτη ως
σημείο αναστοχασμού της πορείας της ελληνική οικονομίας ενόψει των επερχόμενων
ευρωεκλογών για τις οποίες επικρατεί …σιγή ασυρμάτου.
[1] Για τα ζητήματα αυτά δες : R.Mundell , A Theory of Optimal
Currensy Areas, American Economic Review No 51 , 1961.
R.
McKinnon, Optimum Currency Areas, American
Economic Review No 53 , 1963.
Paul De Grauwe
, Τα οικονομικά της Νομισματικής Ένωσης, Παπαζήση 2001
[2] Για τα ζητήματα αυτά δες:
Κ. Μελάς , Σύγχρονες χρηματοπιστωτικές κρίσεις . ΑΑ.Λιβάνης 2010.
[4] Οι οικονομίες που συστήνουν μία νομισματική
ζώνη ως γνωστόν, παραιτούνται από τη
δυνατότητα άσκησης εμπορικής πολιτικής
(δασμολογικής και μη), νομισματικής και
συνεπώς και συναλλαγματικής πολιτικής.
Λιγότερο προφανές, αλλά αδιαμφισβήτητο, είναι ότι η συμμετοχή σε μία
νομισματική ζώνη, στην οποία είναι ελεύθερες οι
κινήσεις πάσης μορφής κεφαλαίων,
συνεπάγεται ουσιαστικά αδυναμία άσκησης εθνικά αυτόνομης δημοσιονομικής πολιτικής . Κατά συνέπεια, τα μέλη μίας
νομισματικής ζώνης δεν έχουν μόνον «όφελος» αλλά και «κόστος». Για όλα αυτά δες
υποσημείωση 3.
[5] Δ. Μαρκής, Η Κατασκευή της
Ευρώπης, Κριτική 2000, σελ. 32.
[6] Πολλοί αναλυτές υπογραμμίζουν
ότι αυτό δεν συμβαίνει ούτε σε «απόλυτους» αλλά ούτε και σε σχετικούς όρους,
δηλαδή σε σύγκριση με άλλες ήδη οικονομικά ολοκληρωμένες περιοχές, όπως οι ΗΠΑ
και ο Καναδάς. Έχω τη γνώμη ότι είναι λανθασμένη η συγκεκριμένη σύγκριση δεδομένου ότι οι δύο
αναφερόμενες περιοχές αποτελούν αυτοδύναμα κρατικά μορφώματα και ως εκ τούτου ασύμμετρα μεγέθη σε σχέση
με την ΕΕ.
[7] Στη δημιουργία της οποίας
πρωτοστάτησαν τα σοσιαλιστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και ο τότε πρόεδρος
της Ευρωπαϊκής Επιτροπής , γάλλος σοσιαλιστής, Ζακ Ντελόρ.
[8] Commission
of the European Communities : Report
of the study group on the role of public
finance in European integration ( Marjolin and MacDougal l report), Volume I, General Report, Brussels April 1977
[9] Σύμφωνα με πλείστους αμερικανούς οικονομολόγους αλλά και αρκετούς έλληνες συνοδοιπόρους της νεοκεϋνσιανής
αντίληψης η ύπαρξη τέτοιων θεσμών θα διευκόλυνε τόσο τη λειτουργία της ΖΕ αλλά και θα οδηγούσε αργά – αργά στην
ουσιαστική σύγκλιση των οικονομιών της ζώνης.
[10] Η ανάλυση που ακολουθεί ,
παρουσιάζεται ολοκληρωμένα στο Κ. Μελάς , Η Σαστισμένη Ευρώπη, Εκδόσεις
Εξάντας, 2009, σ
[12] Αυτό αποτελεί άλλωστε ένα
βασικό επιχείρημα του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ολλανδίας.
[13] Για το ζήτημα αυτό δες:
Κ. Καστοριάδης, Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας. Ράππα 1988.
[14] Δες, Π.Κονδύλης, Το
Πολιτικό και ο Άνθρωπος. Θεμέλιο 2007. Τόμος Β.
[15] Είναι παραδειγματική η
περίπτωση για τον ιρλανδικό λαό που
απέρριψε την Ευρωσυνθήκη, τη στιγμή που το 87% των πολιτών του θεωρεί ότι
ωφελήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση.