του Ν. Μπινιάρη
Από
την Ακολουθία της Μ. Πέμπτης.
Ο
φιλόσοφος-υμνωδός ο οποίος έγραψε αυτή την πρόταση μου είναι άγνωστος. Εκφράζει
όμως τη φιλοσοφία της οντολογικής-θεολογικής περιόδου της ιστορίας με τον
καλλίτερο τρόπο και με ελάχιστες λέξεις. Η αρχαία φιλοσοφία, εν πολλοίς,
προσπάθησε να αναζητήσει την ουσία, ή την αλήθεια, ή τη φύση των πραγμάτων και
του ανθρώπου. Η θρησκευτική παρόρμηση ήρθε να χρησιμοποιήσει αυτό το επιβλητικό
οικοδόμημα για να θεμελιώσει την δική της παρουσία στον λογικό προσδιορισμό της
θεότητας. Σύζευξε τον κόσμο μιας ασίγαστης ανάλυσης με τον κόσμο των
υπερουρανίων δυνάμεων και των αποκαλύψεων ως μέσον δικαίωσης της ανθρώπινης
υπόστασης. Η ύπαρξη, θεμελιώνεται εν τη ουσία, και αποκτά τη βεβαιότητα και της
αμαρτίας και της σωτηρίας.
Ο κόσμος
και η αλήθειά του ορίζονται από την ουσία των όντων με την ακεραιότητα του
Δημιουργού, Αγαθού κατά τον Πλάτωνα, και Παντοδύναμου και Παντογνώστη σύμφωνα
με την εξ Αποκαλύψεως Αλήθεια. Η φαντασία του ανθρώπου δεν υποκαθιστά την ουσία
του και βέβαια δεν αποκαλύπτει τίποτα για αυτόν παρά τη θέληση της Θεότητας ή
την παρέμβαση του Κακού στα ανθρώπεια.
Σήμερα
η απόφανση αυτή θα ξαναγραφόταν: «ως ύπαρξη, εν φαντασία, ου εν ουσία, ειμί
άνθρωπος.» Η πλήρης αντιστροφή της θεμελίωσης της ύπαρξης του ανθρώπου διήρκεσε
πολλούς αιώνες και με πολλές μάχες μεταξύ ουσιοκρατών και νομιναλιστών για να
καταλήξει στη μετά-μοντέρνα θέαση του γίγνεσθαι και της ανθρώπινης ύπαρξης. Η
ριζική αυτή ανατροπή, καθορίζει σήμερα την αντίληψη μας για τον κόσμο και ως
αυτό-αναφορά, το ίδιο το νοήμον και αυτοσυνείδητο υποκείμενο. Ο κόσμος έπαψε να παίζει τον ρόλο
της σταθερής και αναλλοίωτης ουσίας η οποία βρίσκεται εκεί για να την
ανακαλύψουμε. Τώρα καλούμαστε να φανταστούμε τον κόσμο, κυρίως τον κόσμο μας, ως
το φαντασιακό, όπως αναλύει ο Καστοριάδης, ως το κοινωνικό-ιστορικό το οποίο
γράφουμε εμείς κατά το δοκούν αλλά και κάτω από κληρονομημένη σκέψη όπως της ελευθερίας
ή της ισότητας ή της αγοράς. Το φαντασιακό ως ανθρωπολογικό γνώρισμα
αναγνωρίζεται από τον Καστοριάδη ως το κατ’ εξοχήν δημιουργικό μέρος του
ανθρώπου.
Στην
πραγματικότητα όμως όσο και αν βλέπουμε τον εαυτό μας ως αυτό- πραγμάτωση,
αυθεντικότητα, η ως έκφραση της ιστορίας, η διελκυστίνδα ανάμεσα στην ουσία και
την φαντασία δεν έχει λήξει με την νίκη της μιας ή της άλλης πλευράς. Η πιο απλή κατάδειξη αυτής της κατάστασης
είναι η ίδια η συνειδητότητα μας, η ίδια η κατασκευή του κόσμου ο οποίος
βασίζεται στη σταθερότητας για να φανταστεί ένα νέο είδος είτε βιολογικών όντων
ως DNA μέσω
της φυσικής επιλογής, είτε ως σκέψεων και οραματισμών περί του κοινωνικού και
ιστορικού γίγνεσθαι με βάση το ήδη ιστορικό και γλωσσικό πλαίσιο.
Η
φαντασία αποτελείται από κομμάτια της σε εγρήγορση εμπειρίας. Κανείς δεν μπορεί
να φανταστεί κάτι, το οποίο να βρίσκεται έξω από την εμπειρία του είτε
αισθητηριακή είτε νοητική, ως γλώσσα ή πρόταση, ως λεξιλόγιο. Και όμως, τα λεξιλόγια
είναι πλήθος. Μπορούμε να επινοήσουμε καινούργια, όπως και καινούργιους
στρατούς μεταφορικών εννοιών όπως, μας υπέδειξε ο Νίτσε. Το πλήθος των
λεξιλογίων μπορούν να μας επαναπεριγράψουν με πλήθος τρόπους, να αναδιατάξουν
τις προτεραιότητες μας στη πρακτική ζωή μας όπως επιχειρηματολόγησε ο
νέο-πραγματιστής Ρόρτυ.
Στο
φυσικό κόσμο ή επιστήμη ανακαλύπτοντας τους νόμους της φυσικής και τις
ιδιότητες των φυσικών στοιχείων, με απέραντη μεθοδολογική φαντασία έχει
κατασκευάσει έναν κόσμο ο οποίος αλλάζει με την ταχύτητα όπου η νόηση
ενσωματώνοντας τις ιδιότητες των τεχνολογιών ενσωματώνει ταυτόχρονα και την
ίδια τη νοητική λειτουργία στο πλαίσιο της πληροφορίας και της ενέργειας.
Πλήθος
λεξιλογίων και πλήθος συνδυασμών των φυσικών νόμων και των στοιχείων της φύσης
έχουν πλάσει έναν κόσμο τόσο φανταστικό όσο και η Αποκαλυπτική θέαση του κόσμου
από τους ιδρυτές των μεγάλων θρησκειών. Μόνο που ο κόσμος αυτός είναι
δημιουργικά αυτόνομος και όχι ετερόνομος κατά τον Καστοριάδη και πάλι.
Θα
κατέληγε κανείς λέγοντας πως η αρχαία διαμάχη μεταξύ Ηράκλειτου και Πλάτωνα, μεταξύ
της θεωρίας της αέναης ροής και των χωριστών αναλλοίωτων Ιδεών έχει κριθεί υπέρ
του πρώτου. Στην πραγματικότητα όμως η διελκυστίνδα συνεχίζεται μεταξύ της
φαντασίας και της ουσίας.
Θα
πρέπει όμως να είμαστε πολύ προσεκτικοί όσον αφορά τις συνέπειες αυτής της
θεμελιώδους μετακίνησης των τεκτονικών πλακών της ανθρώπινης υπόστασης. Τα
πολλά λεξιλόγια περιέχουν κα το λεξιλόγιο του Ευαγγελίου και του Ντε Σαντ, και
του Χίτλερ. Οι πολλαπλές αλλαγές και μετασχηματισμοί των μέσων και τρόπων ζωής
γύρω από την επιστήμη δεν καθορίζουν τις αξιολογικές μας προθέσεις ή την
προσήλωσή μας σε κάποιες αποδεκτές πράξεις ή μη, σχετικά με το κοινωνικό ή το
ανθρωπολογικό μας περιεχόμενο.
Θα
μπορούσαμε κοινωνικά να δεχτούμε, το βασανισμό για διασκέδαση; Θα μπορούσαμε να
δεχτούμε την εφαρμογή των πυρηνικών όπλων ως μέσον επίλυσης διαφορών; Για τον
Ηράκλειτο η αλλαγή είναι πρόκληση σύγκρουσης και κάθε σύγκρουση εάν κα εφόσον
διαχέεται με λεξιλόγια όπως «ολική πυρηνική επίθεση» ή «αμοιβαία βέβαια
καταστροφή», δεν αφήνει πολλά περιθώρια επιβίωσης του είδους. Πως μπορεί κανείς
να μεταφράσει και να συμβιβάσει τα λεξιλόγια, ενός Έλληνα άνεργου, του IMF, των Ελλήνων πολιτικών, του Μπιν
Λάντεν, του Ομπάμα και του Πούτιν;
Ο
αρχαίος φιλόσοφος-υμνωδός, κλεισμένος μέσα στο ιστορικό-κοινωνικό του
φαντασιακό, βλέπει τον κόσμο αίδιον και προκαθορισμένο. Εμείς έχοντας
επαναπεριγράψει τους εαυτούς μας ως αυτόνομους δράστες ελεύθερους από τους
περιορισμούς της αλήθειας και της ουσίας του κόσμου, μιας ουσίας που δεν
βρέθηκε ποτέ αλλά αποτελεί το φευγαλέο ζητούμενο των ουτοπιστών φιλοσόφων,
βλέπουμε τον κόσμο εκ των έσω, ως υπάρξεις και όχι ως υποστάσεις.
Με
ποιο λεξιλόγιο θα αντιμετωπίσουμε τα χάσματα ανάμεσα σε άτομα και τα χάσματα ανάμεσα
σε κοινωνίες: Με ποια τεχνική, και ποιες προτεραιότητες θα αντιμετωπίσουμε την
ανάγκη την οποίαν όσο ξορκίζουμε τεχνολογικά, τόσο επανέρχεται με άλλο πρόσωπο,
όπως μόλυνση, καταστροφή της φύσης, ασθένειες με νέα δεδομένα; Τίποτα από αυτά
δεν έχουν προκαθορισμένη απάντηση εκεί που η φαντασία μπορεί να ανατρέψει
εμπόδια αλλά και να στήσει νέα.
Είναι
μεγάλα τα έργα του ανθρώπου αλλά στην Αντιγόνη
ο Σοφοκλής δηλώνει: «Πολλά τα δεινά κουδέν ανθρώπου δεινότερον πέλλει». Ο
Κώστας Παπαϊωάννου γράφει στην Αποθέωση
της Ιστορίας: «Για τους Έλληνες…Αυτό
που στα μάτια τους έχει σημασία δεν είναι η εσωτερική αναγκαιότητα της πράξης ή
τα προσωπικά στοιχεία του ανθρώπου αλλά μονάχα το πρόβλημα του δικαίου που
θέτει κάθε ανθρώπινη πράξη.» Για τον Ηράκλειτο:
«ύβριν χρη σβεννύναι μάλλον ή πυρκαϊήν». Μπορεί να σβήσει κανείς την πυρκαγιά,
έστω με βίαια μέσα. Πως σβήνει όμως την
ύβρη; Η θέαση του κόσμου ως μια συνεχής ροή δεν μπορεί να αποδώσει δικαιοσύνη
παρά μόνο ως βίαιη σύγκρουση με μια καταστροφή, όπως η πυρκαγιά. Πως μπορεί να αποδοθεί δικαιοσύνη δίχως την,
έστω, υπόθεση της ηθικής ουσίας του ανθρώπου, την οποίαν έως τώρα, δεν μπορούμε
να επιβεβαιώσουμε με καμία ιστορική, με την ευρεία έννοια, μέθοδο;
Νικόλαος
Α. Μπινιάρης Συγγραφέας 22.04.2014