Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2012

Σκέψεις με αφορμή τη Νομισματική Έκθεση της ΤτΕ.

του Κώστα  Μελά

Το παρακάτω απόσπασμα αναφέρεται στην Νομισματική Έκθεση της ΤτΕ :
«Παρ’ όλα αυτά, μερικά βασικά συμπεράσματα από την ανάλυση των υψηλότερων δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών ―για τα οποία φαίνεται ότι υπάρχει σύγκλιση απόψεων― θα πρέπει να αξιολογηθούν και να ληφθούν καταλλήλως υπόψη στο σχεδιασμό της δημοσιονομικής και οικονομικής πολιτικής στα κράτη-μέλη της ΕΕ και της ζώνης του ευρώ. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα αυτά προτείνεται:….
 «Μέτρα όπως η αύξηση των φόρων κατανάλωσης, ακίνητης περιουσίας και χρηματοοικονομικών συναλλαγών, καθώς και η μείωση των μεταβιβαστικών πληρωμών και η μείωση της δημόσιας κατανάλωσης περιορίζουν σημαντικά το τρέχον διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, αλλά έχουν μικρότερη επίπτωση μακροχρόνια στην προσφορά και το δυνητικό προϊόν». Δηλαδή για την δημοσιονομική προσαρμογή φιλική προς την ανάπτυξη και την απασχόληση τα παραπάνω μέτρα έχουν υφεσιακή επίδραση στην οικονομική δραστηριότητα αλλά μακροπρόθεσμα (δηλαδή πόσο μακροπρόθεσμη;) έχουν μικρότερη επίπτωση.  Δράττομε της ευκαιρίας να πω τούτο:
Η εμφάνιση  του όρου «μακροπρόθεσμα» δεν μπορεί να έχει κανένα άλλο νόημα παρά το νόημα της οικονομικής ισορροπίας όπως αυτή εννοείται στο   απαγωγικό υπόδειγμα της γενικής οικονομικής ισορροπίας οποιασδήποτε μορφής. Επομένως επί της ουσίας και πρακτικά δεν λέει απολύτως τίποτε , διότι ακόμη και αν επέλθει η επιθυμητή δημοσιονομική προσαρμογή με την μορφή της μείωσης του ελλείμματος (πρωτογενούς ή γενικού) κάποτε είναι απολύτως βέβαιον ότι τουλάχιστον  η ανεργία θα είναι σε πλήρη ανισορροπία.  Κλείνοντας την παρένθεση επανέρχομαι στην έκθεση λέγοντας ότι,  σε όλα τα παραπάνω  μεγέθη έχουμε παρεμβάσεις  τέτοιου είδους, με βάση το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής,    οι οποίες  επιβαρύνουν την ύφεση της οικονομίας.
 Αντίθετα, συνεχίζει η ΤτΕ,  « η αύξηση των φόρων εισοδήματος από εργασία και της φορολογίας των επιχειρήσεων, καθώς και η μείωση των δημόσιων δαπανών για επενδύσεις περιορίζουν σημαντικά τις αναπτυξιακές δυνατότητες της οικονομίας και την απασχόληση».
Σύμφωνοι. Δηλαδή υπάρχει συνηγορία και συμφωνία ότι οι αυξήσεις φόρων στους παραπάνω τομείς προκαλούν σημαντικές υφεσιακές πιέσεις στην οικονομία.

Αν τώρα συγκρίνουμε τα παραπάνω λεχθέντα με το εφαρμοζόμενο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής στην ελληνική οικονομία αντιλαμβανόμαστε ότι βρισκόμαστε σε λάθος δρόμο, άλλα λέμε και άλλα κάνουμε. Διότι και αύξηση στους  φόρους εισοδήματος από την εργασία έχουμε, και αύξηση της φορολογίας των επιχειρήσεων έχουμε και μείωση των δημοσίων δαπανών προκειμένου να εμφανίσουμε επιτυχία στους στόχους του ελλείμματος έχουμε.  

Συνεχίζει η Έκθεση της Νομισματικής πολιτικής της ΤτΕ :
«Σε χώρες-μέλη της ζώνης του ευρώ όπου εφαρμόζεται πρόγραμμα προσαρμογής, η περαιτέρω διόρθωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων κρίνεται απολύτως αναγκαία. Βραχυχρόνια, ενδεχομένως θα χρειαστεί να επαναπροσδιοριστούν οι ετήσιοι δημοσιονομικοί στόχοι ως ποσοστό του ΑΕΠ στις χώρες όπου η ύφεση είναι βαθύτερη από την αναμενόμενη. Αυτό δικαιολογείται από το γεγονός ότι οι επιπτώσεις της παρατεταμένης ύφεσης, της περιορισμένης ρευστότητας και του φόβου για διάλυση της ζώνης του ευρώ έχουν οδηγήσει σε τόσο μεγάλη απομόχλευση του ιδιωτικού τομέα ώστε καθιστούν λιγότερο αποτελεσματική την επιθετική και εμπροσθοβαρή δημοσιονομική προσαρμογή».

Εκείνο που έχει σημασία στην παραπάνω παράγραφο είναι όχι ο ιδεολογικός αυτισμός περί της  αναγκαίας (απολύτου) διόρθωσης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων (αλήθεια πότε το αυτονόητο λαμβάνει το χαρακτήρα του εξαίρετου;) αλλά  επιτέλους αναγνωρίζει ότι υπάρχει παρατεταμένη ύφεση (προερχόμενη από πού;) .Εδώ η σύγκριση με τα πραττόμενα είναι αποκαλυπτική : η εμπροσθοβαρής δημοσιονομική πολιτική είναι καταδικαστική ( λιγότερο αποτελεσματική  αναφέρει κομψά η έκθεση  ) για την οικονομία . Προσέξτε το υπουργείο οικονομικών αναφέρει το ίδιο συμπέρασμα ως κριτική στο ΜΠΔΠ του Ιουνίου 2011 (ΜΠΔΠ 2013-2016,σ.13). Ρωτώ το νέο ΜΠΔΠ προβλέποντας 9,3 δις ευρώ το 2013 και μόλις 2,2 το 2014 τι είναι αν δεν είναι εμπροσθοβαρές; Στη σελίδα 31 του ΜΠΔΠ παραδέχεται το Υπουργείο Οικονομικών  ότι το πρόγραμμα είναι εμπροσθοβαρές αλλά παρόλα αυτά θεωρεί ότι έτσι η ελληνική οικονομία θα πραγματοποιήσει ένα σταθερότερο βήμα προς την μεγέθυνση. Ο καθείς ότι καταλαβαίνει.
Συνεχίζει η έκθεση :
«Συμπερασματικά, η κρίση χρέους που αντιμετωπίζουν αρκετά κράτη-μέλη της ΕΕ και η συνεπαγόμενη απώλεια εμπιστοσύνης των αγορών καθιστούν αναγκαία τη συνέχιση της δημοσιονομικής προσαρμογής και την αντιμετώπιση των αιτιών που γεννούν τις δημοσιονομικές ανισορροπίες».
Δηλαδή στην περίπτωση της Ελλάδος η αντιμετώπιση της κρίσης χρέους γίνεται μέσω της ασκούμενης  δημοσιονομικής προσαρμογής; Αυτό συμβαίνει εδώ και τρία χρόνια; Τότε πως εξηγείται  η διοικητική απομείωση του ελληνικού χρέους δύο φορές μέχρι τώρα και μια αναμενόμενη στο προσεχές μέλλον; Θα ήταν συνεπέστερο να ειπωθεί ότι επιχειρείται να αντιμετωπισθούν οι λόγοι οι οποίοι δημιουργούν το χρέος , δηλαδή τα δημοσιονομικά ελλείμματα . Σύμφωνοι . Όμως η κρίση χρέους δεν αντιμετωπίζεται . Αντιμετωπίζεται και θα αντιμετωπισθεί δια των διοικητικών απομειώσεων.  Επομένως οι χρηματοπιστωτικές αγορές θα πεισθούν και θα δείξουν την εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία με βάση τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος ; Μόνο; Δεν γνωρίζουν οι ιθύνοντες ότι πλέον το ζητούμενο , πρωτίστως είναι η μεγέθυνση του ΑΕΠ και η δυνατότητα παραγωγής συνεχών και σταθερών πρωτογενών πλεονασμάτων;  Δεν νομίζουν ότι πρέπει να εγκαταλειφτεί η θέση ,η οποία κλονίζεται πανταχόθεν πλέον, ότι σε μια οικονομία σε ύφεση και μάλιστα τεράστια και συνεχή η δημοσιονομική προσαρμογή δεν μπορεί να είναι εγγενώς αναπτυξιακή . Ένα δόγμα που προήλθε από την μακρινή παρατήρηση της ιρλανδικής οικονομίας τη μακρινή δεκαετία του 1980;  Δεν νομίζουν ότι τα άτομα που αποτελούν το   27,0% της  επίσημης ανεργίας δεν μπορούν να περιμένουν την πολυπόθητη μεγέθυνση μετά από δύο χρόνια η οποία σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις θα είναι jobless ;
 Συνεχίζει η έκθεση :   
 «Παράλληλα, η ύπαρξη υψηλότερων δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών φανερώνει σε μεγάλο βαθμό την αδυναμία αντιστάθμισης (ή μετριασμού) των βραχυχρόνιων επιπτώσεων της δημοσιονομικής προσαρμογής από άλλες πολιτικές, όπως η νομισματική πολιτική και ο δανεισμός προς την πραγματική οικονομία». Δηλαδή ποιες είναι οι πολιτικές που απομένουν; Από τη μεριά των ασκούντων την οικονομική πολιτική εννοώ. Καμία; Δηλαδή θα περιμένουμε να αποφασίσουν οι επιχειρηματίες να επενδύσουν; Όποτε το αποφασίσουν ; Και αν δεν το αποφασίσουν; Υπάρχει υψηλή πιθανότητα (για να μην πω ότι είναι σχεδόν βέβαιον) ότι  δεν θα το πράξουν σε αυτό το μακροοικονομικό πλαίσιο. Χρειάζεται κάποιος να δείξει ή καλύτερα να ανοίξει το δρόμο. Να δημιουργήσει θετικές προσδοκίες. Ποιος θα είναι λοιπόν ο επιχειρηματίας ο οποίος θα ανοίξει το δρόμο; Ας περιμένουμε.
.
Φθάνουμε στο παρακάτω ενδιαφέρον συμπέρασμα της έκθεσης :
«Σε αυτήν την ιδιάζουσα οικονομική συγκυρία, η ανάγκη για πολιτικές που τονώνουν τη ζήτηση και στηρίζουν την απασχόληση γίνεται άμεση και επιτακτική, προκειμένου η αποκατάσταση της βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών να επιτευχθεί με το χαμηλότερο, και όσο το δυνατόν πιο προσωρινό, κόστος στην ανάπτυξη και το παραγωγικό δυναμικό της κάθε χώρας».
Η ΤτΕ αναφέρει καθαρά και ξάστερα την ανάγκη πολιτικών οι οποίες τονώνουν τη ζήτηση και στηρίζουν την απασχόληση για να γίνει η αποκατάσταση των δημοσίων οικονομικών με το μικρότερο κόστος.  Επιτέλους ειπώθηκε το αυτονόητο. Μένει να δούμε πως ο καθένας το εννοεί .